...Υστερα προχωρήσαμε. Αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι βρισκόμαστε στο σύνορο που χωρίζει το μύθο από την ιστορία. Και έπρεπε να πάρουμε μιαν απόφαση, αν θέλαμε να περάσουμε αυτόν το μύθο, για να αποκαλύψουμε τι κρύβεται πίσω από αυτόν. Εξάλλου αυτό προσπαθεί να κάνει η Αρχαιολογία, όταν δεν έχει στη διάθεσή της γραπτές πληροφορίες. Και η Προϊστορική Αρχαιολογία δεν τις έχει. Παλεύει με τις σκιές. Προσπαθεί να μεταγλωττίσει τα σχήματα, τα χρώματα, τα ίχνη πάνω στη λάσπη. Στο Νοχούρ της Τουρκμενίας βρίσκεσαι μπροστά στην πρόκληση. Βρίσκεσαι μπροστά σε έναν περίεργο κόσμο σχημάτων, χρωμάτων και ιχνών πάνω στη λάσπη. Επρεπε, λοιπόν, να βρούμε εκεί, επί τόπου, τον τρόπο προσέγγισης όλου αυτού του υλικού, που μπορεί να σχετίζεται με το μύθο, καταλαβαίνεις όμως, όταν βρεθείς ενώπιόν του πως βρίσκεσαι κοντά σε μια πραγματικότητα, άρα, κοντά στην Ιστορία.
Εκείνη τη στιγμή όμως, το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να ακολουθήσουμε τον Andoni εκεί που μας οδηγούσε αυτός. Και τον ακολουθήσαμε. Μπροστά ο Andoni, πιο πίσω ο Salar, ύστερα ο Merdan. Εμείς ακολουθούσαμε, κοιτώντας γύρω μας. Σε λίγο φτάσαμε σε μια μεγάλη αυλή. Τα σπίτια γύρω γύρω με χαγιάτια, με μικρές βεράντες και στο κέντρο της αυλής ένας μεγάλος πλινθόκτιστος φούρνος. Αυτός δεν είχε το άνοιγμα μπροστά, όπως όλοι οι φούρνοι στα δικά μας χωριά. Να, μια διαφορά. Το άνοιγμα αυτοί οι φούρνοι στο Νοχούρ το έχουν από πάνω. Οταν θέλουν να ψήσουν το ψωμί, ρίχνουν τα "τσάκνα" από πάνω και ύστερα τα ανάβουν. Οταν ζεσταθεί το εσωτερικό του φούρνου, η γυναίκα που έχει τη σχετική φροντίδα φοράει στο χέρι της ένα μεγάλο γάντι. Μ' αυτό το προφυλαγμένο χέρι παίρνει το ψωμί, που μοιάζει με τις δικές μας "λαγάνες" ή "φλαγούνες", όπως τις λένε οι Θρακιώτες και το κολλάει με δύναμη πάνω στο εσωτερικό τοίχωμα του φούρνου, που είναι πια πυρακτωμένο. Αυτό το κάνει με όλα τα ψωμιά που έχει ετοιμάσει. Σε δέκα λεπτά, είναι κιόλας ψημένα. Ροδοκόκκινα και εξαιρετικά νόστιμα. Αυτό το ψωμί, που μοιάζει στη λαγάνα, το λένε "τσορέκ" εκεί, τσουρέκι το λέμε εμείς. Το άλλο το ψωμί, που το ψήνουν μέσα σε μικρές φόρμες και θυμίζει τις δικές μας φραντζόλες, το λένε "χλιέπα".
Τα φωτογραφίζουμε όλα, μα πιο πολύ και πιο προσεκτικά φωτογραφίζουμε τις ξύλινες κολόνες, που κρατάνε τη στέγη στα χαγιάτια. Κι αυτό, γιατί οι κολόνες αυτές έχουν ένα περίεργο ιωνικό κιονόκρανο! Είναι βαμμένες με χρώμα λουλακί και, όπως μας είπαν, μόνο εκεί στο δικό τους χωριό βάφουν τα σπίτια τους μπλε. Κι ενώ εμείς φωτογραφίζουμε και προσπαθούμε να συγκεντρώσουμε, όσο γίνεται, πιο πολλές πληροφορίες, μια από τις γυναίκες του σπιτιού απλώνει ένα κατακόκκινο χαλί σε μια μικρή βεραντούλα. Αραδιάζει γύρω γύρω μαξιλάρια και στρώνει το πρόχειρο τραπέζι της υποδοχής για τους ξένους. Καρπούζι, πεπόνι, σταφύλια, τυρί, βούτυρο, πράσινο τσάι και πέντε έξι ολόφρεσκα "τσορέκ". Το αξιοσημείωτο με τις γυναίκες στο Τουρκμενιστάν είναι πως ενώ στο σπίτι είναι εξαφανισμένες στην κουζίνα και το τραπέζι το φροντίζουν οι άντρες, έξω, στο δρόμο, είναι ελεύθερες και περιφέρονται σε μικρές μικρές ομάδες, φορώντας πολύχρωμα φορέματα, εξαιρετικής κομψότητας και ομορφιάς. Γελούν, κοιτούν δεξιά - αριστερά, χωρίς δισταγμό και χαίρονται, όταν αντιλαμβάνονται ότι τις φωτογραφίζεις.
Στο Νοχούρ, το τραπέζι το έστρωσαν οι γυναίκες. Τις ευχαριστήσαμε και τις φωτογραφίσαμε. Τους είπαμε πως δε χρειαζόταν να μπούνε στον κόπο του τραπεζιού. Δεν είχαμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας και έπρεπε να πάμε οπωσδήποτε στο νεκροταφείο. Ηρθε, όμως, ο παππούς του σπιτιού και μας έκοψε με το αυστηρό του ύφος. Ετσι πρέπει, είπε στο Salar. Και μεις ήμασταν υποχρεωμένοι να το σεβαστούμε. Τους καθησυχάσαμε πως θα επιστρέφαμε, για να φάμε, πρώτα όμως έπρεπε να δούμε το νεκροταφείο. Γιατί, όμως, τόσο ενδιαφέρον για την επίσκεψη αυτή; Εδώ ίσως να βρίσκεται ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μυστικά του μύθου για το Μεγαλέξαντρο και τη σχέση του με την περιοχή.
Λένε, λοιπόν, οι κάτοικοι των χωριών της περιοχής του Νοχούρ, κι αυτό που λένε είναι ένα από τα πιο αγαπημένα παραμύθια που διηγούνται οι γέροι στα εγγόνια τους και όχι οι γιαγιάδες. Λένε πως ο Ισκεντέρ, ο Αλέξαντρος ο Μακεδόνας, δηλαδή, δεν είχε αυτιά, αλλά κέρατα κριαριού. Γι' αυτό είχε πει στον κουρέα που τον κούρευε να μη μαρτυρήσει σε κανέναν αυτό το μυστικό, γιατί αλλιώς θα τον σκότωνε. Ο κουρέας, όμως, δεν μπόρεσε να κρατήσει αυτό το τρομερό μυστικό και πήγε σε ένα πηγάδι, έσκυψε μέσα και φώναξε πως ο Αλέξαντρος έχει κέρατα κριαριού και όχι αυτιά. Τότε το πηγάδι ξεράθηκε, γιατί κι αυτό με τη σειρά του δεν μπόρεσε να κρατήσει το τρομερό μυστικό. Στη θέση του ξερού πηγαδιού, φύτρωσε ένα δέντρο και κάθε φορά που φυσάει αέρας τα κλαδιά του διηγούνται με θλιμμένη φωνή το μυστικό του Αλέξαντρου.
Το σημαντικό για την έρευνα, όμως, δεν είναι ότι το παραμύθι αυτό το διηγούνται μέχρι σήμερα, αλλά και το ότι μέχρι σήμερα σε όλους τους τάφους τους, πάνω σε μια ξύλινη μικρή κολόνα, που τη σκαλίζουν με πολλή προσοχή, στήνουν ένα κεφάλι κριαριού με πολύ μεγάλα γυριστά κέρατα. Είχα δει αυτούς τους τάφους στο ντοκιμαντέρ του Ν. Αναγνωστόπουλου, ήθελα όμως να το δούμε και μεις με τα δικά μας τα μάτια. Ετσι, μάθαμε πού είναι το νεκροταφείο τους και ξεκινήσαμε. Η οικογένεια του Andoni μάς ξεπροβόδισε από τη μικρή βεράντα. Τους υποσχεθήκαμε πως θα επιστρέψουμε, για να γευτούμε τα λαχταριστά τους εδέσματα. Και πήραμε την ανηφοριά που πάει προς το νεκροταφείο. Οι πλαγιές του βουνού γίνονται όλο και πιο κοντινές και πιο άγριες. Τα νεροφαγώματα πιο απότομα, και από την ανατολή κατρακυλάει ένας περίεργος ήλιος. Δε λέω πως μοιάζει με τον ήλιο της ...Μακεδονίας, ούτε πως μου θυμίζει το άστρο της Βεργίνας, αυτά είναι τα παραμύθια που δεν τα λένε οι παππούδες στο Νοχούρ, τα λένε όμως εδώ, οι δικοί μας παππούδες, γιατί έτσι τους βολεύει. Να ζούνε μέσα σε ένα ανερμήνευτο παραμύθι και να ξεχνούν την πραγματικότητα. Να ζουν μέσα στο απροσδιόριστο πλαίσιο ενός Legenda, ενός μύθου, δηλαδή, όπως μας χαρακτήρισαν την ιστορία για τα κέρατα του Αλέξαντρου, όταν τους ζητήσαμε να μας την εξηγήσουν.
- Legenda, μας είπαν!
Οι πλαγιές του βουνού γίνονται όλο και πιο κοντινές και πιο άγριες. Τα νεροφαγώματα πιο απότομα και από την ανατολή κατρακυλάει ένας περίεργος ήλιος. Δε λέω πως μοιάζει με τον ήλιο της ...Μακεδονίας, ούτε πως μου θυμίζει το άστρο της Βεργίνας, αυτά είναι τα παραμύθια που δεν τα λένε οι παππούδες στο Νοχούρ, τα λένε όμως εδώ, οι δικοί μας παππούδες, γιατί έτσι τους βολεύει. Να ζούνε μέσα σε ένα ανερμήνευτο παραμύθι και να ξεχνούν την πραγματικότητα