Ακριβέ μας, σύντροφε Χαρίλαε! Με βαθύτατη λύπη σε αποχαιρετάμε.
Θέλω να σου θυμίσω, τώρα, που φεύγεις για πάντα από κοντά μας, ένα μικρό περιστατικό (από τα τόσα πολλά, που μας έκανες να σε αγαπήσουμε απροσμέτρητα)! Μια λεπτομέρεια ήταν της καθημερινότητας, της βίωσής μας στις φυλακές της Αίγινας, στα μαύρα χρόνια της δικτατορίας της χούντας. Στον πρώτο θάλαμο που μέναμε, είχε έρθει η σειρά σου να σκουπίσεις και να κάνεις «φασίνα...» στο θάλαμο. Εγώ δεν αισθανόμουν καθόλου καλά κάθε φορά που ερχόταν η σειρά σου και εσύ αγκομαχούσες, γιατί ήσουν μεγάλος στην ηλικία και με τα τόσα που είχες περάσει..., σε σχέση με μένα, που ήμουν και 20 χρόνια μικρότερός σου. Τόλμησα και σε παρακάλεσα: «Σύντροφε Χαρίλαε, μη με παρεξηγείς, για μένα η δουλιά, αυτή που κάνεις, είναι ένα τίποτα κι ευχάριστη απασχόληση. Επέτρεψέ μου να την κάνω εγώ, είμαι πολύ μικρότερος από σένα».
Με κοίταξες αυστηρά και μου λες: «Αυτό να μην το ξαναπείς, Μπάμπη. Είναι ή δεν είναι η σειρά μου; Κατάλαβες;».
Τώρα, Χαρίλαε, είναι και η «δική» μου σειρά να σε βεβαιώσω, έτσι για την Ιστορία μας, αν θες, πόσο απερίγραπτα αψήλωσες, ιδιαίτερα από τότε, στη συνείδησή μου, μεγάλε μου αδερφέ!
Θυμάσαι, ακόμα, Χαρίλαε εκείνο το σημειωματάκι - μήνυμά μου, που έγραψα και το στείλαμε κρυφά στο «Λενάκι» μας, όπως αποκαλούσες τη συντρόφισσά μου Ελένη, που ήταν καταζητούμενη, διωκόμενη κι επικηρυγμένη από τα όργανα της Ασφάλειας;
«... Οι μέρες που λαχταρίσαμε θα 'ρθούνε...»!
Μας το βεβαιώνεις για τελευταία φορά και με τη λαμπρή παρακαταθήκη σου, αλησμόνητε Χαρίλαέ μας.
Τούτη την ύστατη στιγμή, ολάκερη η αγωνιζόμενη, πολύπαθη κι αθάνατη, μεγάλη στρατιά των Πέτρινων Χρόνων, κι εμείς μαζί της, ταπεινά σ' ευγνωμονούμε!
Ωρα σου καλή...