Τρίτη 1 Φλεβάρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 23
ΠΡΟΣΥΝΕΔΡΙΑΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ - 17ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ
Ορισμένα ζητήματα μεθοδολογίας και πολιτικής για να γίνουν οι προσδοκίες πραγματικότητα

Αγαπητοί σ/φοι

Τη δεκαετία του '90, κόντρα σε μεγάλες δυσκολίες το ΚΚΕ σταθεροποιήθηκε στην ελληνική κοινωνία, ως ο κεντρικός εκφραστής μιας διαφορετικής λογικής, αντίστασης και μαχητικότητας.

Είναι όμως ικανή η κατάκτηση αυτή, να συνεχίσει να οδηγεί το κόμμα δυναμικά μπροστά προς την εκπλήρωση των στόχων του, με δεδομένες τις δυσκολίες που συνεχώς ανακύπτουν; Αποψη μου είναι πως αν και καταρχήν επιτυχής, η ανασυγκρότηση που ακολούθησε τη θύελλα αλλαγών του 1990-1991, στηρίχτηκε συχνά σε μια πολιτική και οργανωτική πρακτική που αυτοϋπονομεύει τον τελικό στόχο (ισχυροποίηση, νίκη στο επίπεδο της εξουσίας). Θα υποστηρίξω πως είναι πολλά αυτά που πρέπει να γίνουν και αφορούν σε μεγάλο βαθμό μια διαφορετική νοοτροπία στον τρόπο που λειτουργούμε και δρούμε, στο πώς παράγουμε πολιτική εν τέλει.

Δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς πως μεγάλο μέρος των κομματικών δυνάμεων και οργανώσεων, αδρανεί ή υπολειτουργεί. Χωρίς κανείς να αγνοεί αντικειμενικές δυσκολίες στη μαζική δράση ενός αριστερού σήμερα, εντούτοις είναι πολλά αυτά που πρέπει να γίνουν στην κατεύθυνση αυτή. Ομως από το κείμενο των Θέσεων απουσιάζουν σαφείς και με βάση την εμπειρία επεξεργασμένες παρατηρήσεις ή προτάσεις, πέρα από γενικόλογες αναφορές, στο ζήτημα αυτό. Πιστεύω πως θετικά στην κατεύθυνση αυτή θα συνδράμουν ορισμένες γερές δόσεις ενίσχυσης της εσωκομματικής δημοκρατίας και ποιοτικής λειτουργίας των οργανώσεων. Για να γίνει κάτι τέτοιο απαιτείται η αναθεώρηση βασικών πρακτικών γύρω από την καθοδήγηση.

Ενα ριζοσπαστικό - επαναστατικό κόμμα, στις σύγχρονες συνθήκες ειδικά, πρέπει διαλεκτικά να ενσωματώνει και υπερβαίνει τις αστικοδημοκρατικές ελευθερίες, οδηγούμενο σε ένα ποιοτικά ανώτερο στάδιο δημοκρατίας και συνειδητής πειθαρχίας. Λυδία λίθος όλων αυτών: η πλήρης ελευθερία απόψεων και κριτικής, η δυνατότητα συμμετοχής και συνδιαμόρφωσης, η πειθαρχία στις συλλογικές αποφάσεις.

Αντ' αυτού, θα τολμούσα να ισχυριστώ πως το κόμμα εξακολουθεί να λειτουργεί υπό το πρίσμα ενός «σοβιετικού» μοντέλου οργάνωσης και καθοδήγησης, το οποίο φαίνεται πως εμπεδώθηκε την περίοδο εκείνη που είχε άκριτα και αυτοκαταστροφικά ασπαστεί το πρότυπο των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού, χωρίς μια ανοιχτή μαρξιστική κριτική του. Με τον τρόπο αυτό στο σήμερα, μια σειρά μελών αδρανοποιείται και απογοητεύεται, ενώ φίλοι και επιρροές αρνούνται να ενταχθούν ή προσεγγίσουν τις γραμμές μας.

Για παράδειγμα: σε σειρά συνδιασκέψεων κόμματος και νεολαίας, παρατηρεί κανείς μια, τουλάχιστον, προβληματική διαδικασία προτάσεων για την ανάδειξη νέων οργάνων. Τα μέλη, σε αντίθεση με τους μέλλοντες καθοδηγητές, ενημερώνονται την ώρα της διαδικασίας για τις προτάσεις του απερχόμενου οργάνου και παρά τη θεωρητικά ανοιχτή δυνατότητα διαφορετικών προτάσεων, επί της ουσίας πολλές φορές αποθαρρύνονται από το να προτείνουν ή να μετέχουν. Παράλληλα, δεν υπάρχει κάποιος θεσμοθετημένος κανονισμός με τον οποίο γίνονται οι διαδικασίες ανάδειξης - προτάσεων ή εκφράζονται και λαμβάνονται υπόψη οι διαφορετικές γνώμες. Αποτέλεσμα όλων αυτών: ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός και η, σε γενική κλίμακα σωστή, αντίληψη πως το απερχόμενο καθοδηγητικό όργανο «έχει δικαίωμα να προτείνει για τα νέα όργανα», να μετατρέπεται στην πράξη σε μια νοοτροπία στη συνείδηση πολλών μελών να πειθαρχούν άκριτα ή να θεωρούν τις διαδικασίες εκλογής ως τυπικές επικυρώσεις. Το φαινόμενο αυτό έχει σε βάθος χρόνου βαθύτατες διαλυτικές συνέπειες, σε μια εποχή που απαιτείται γερή ιδεολογικοπολιτική συγκρότηση για να παλέψει κανείς.

Οι παραπάνω πρακτικές, χωρίς να είναι μοναδικός προσδιοριστικός παράγοντας, συνδέονται οργανικά με ένα ευρύτερο διοικητικό και γραφειοκρατικό στιλ λειτουργίας. Ετσι στο επίπεδο της ανάδειξης στελεχών, οι διδαχές των οδυνηρών διασπάσεων σχετικά με τα κριτήρια ανάδειξης, δεν εφαρμόζονται επαρκώς στην πράξη. Αναδεικνύονται επαγγελματικά στελέχη, χωρίς προηγούμενα να έχουν περάσει από τη βάσανο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, που είναι ο αποφασιστικός κριτής της ειλικρίνειας και της μαχητικότητας όλων μας. Εξακολουθεί να αναπαράγεται διευρυνόμενη μια μεγάλη ομάδα στελεχών, ειδικά αν συμπεριλάβει κανείς και «έμμεσα» εργαζόμενους στο κόμμα - όπως μέλη που δουλεύουν σε «Ρ», «902», άλλες «ελεγχόμενες» θέσεις σε επιχειρήσεις, φορείς, Τοπική Αυτοδιοίκηση - οι οποίοι παρά τη σημαντική συμβολή τους στην καθημερινή πάλη, μοιάζουν να παγιώνονται, να κάνουν «καριέρα», συχνά απέχοντας ή μετέχοντας μηχανιστικά στον καθημερινό προβληματισμό των εργαζομένων. Πολλές φορές τα στελέχη αυτά δεν έχουν συνδικαλιστική ή κοινωνικοπολιτική παρουσία.

Με βάση τα παραπάνω καλλιεργείται εν δυνάμει μια αντίθεση, όχι πρωτόγνωρη στην ιστορία του εργατικού κινήματος διεθνώς: η αντίθεση ανάμεσα σε «καθοδηγητικά», «διοικητικά» στελέχη και σε «πρακτικά», «συνδικαλιστικά» στελέχη και μέλη. Αμεσο απότοκο αυτής είναι ένας φαύλος κύκλος προβληματικών κριτηρίων αξιολόγησης και ανάδειξης. Για παράδειγμα, συχνά οι επιδόσεις στην οικονομική εξόρμηση, που μπορεί να συνδέονται με έναν εύπορο κύκλο συγγενών και επαφών, υπερεκτιμώνται, ενώ η ιδεολογική κατάρτιση, η μαζική επιρροή υποβαθμίζονται ή θεωρούνται αυτονόητες.

Αλλοτε πάλι τέτοιου τύπου προβλήματα οδηγούν σε λαθεμένες ή ακατανόητες από το κομματικό δυναμικό συμμαχίες και συσπειρώσεις, που γίνονται σε επίπεδο κορυφής και ενίοτε με «αστέρες» του τοπικού-πανελλαδικού κυρίαρχου συστήματος, που προσβλέπουν στη δεξαμενή ψήφων του ΚΚΕ, χωρίς πολιτικές θέσεις. Είναι μάλιστα λυπηρό τέτοιες επιλογές να οδηγούν σε αδρανοποίηση μελών, ανεξαρτήτως επιμέρους ευθυνών, σε εποχές όπου κυριολεκτικά κανείς δεν περισσεύει. Μια συμπληρωματική ψηφίδα στα παραπάνω είναι και η πρακτική της τοποθέτησης στελεχών σε όργανα, χωρίς να έχουν προηγηθεί εκλογοαπολογιστικές διαδικασίες.

Για όλα αυτά ελάχιστα λέγονται ή προτείνονται στο κείμενο των Θέσεων. Ισως όμως στην αντιμετώπισή τους η νέα ΚΕ, θα μπορέσει να βρει πολλές απαντήσεις για την κουραστικά επαναλαμβανόμενη στο κείμενο παρατήρηση περί λειψής κατανόησης, ενιαιοποίησης και εφαρμογής στην πράξη της πολιτικής του μετώπου.

Παράλληλα ενώ αναφορικά με τη δράση των κομμουνιστών στο μαζικό κίνημα θεωρώ ιδιαίτερα θετικά τα των Θέσεων 21-23, από το κείμενο (βλ. Θέση 12) δε βγαίνει σαφές καταστάλαγμα για τα πεπραγμένα στην πολιτική συμμαχιών (π.χ. συμμαχία με Κομμουνιστική Ανανέωση, δημοτικές - νομαρχιακές κινήσεις, επιτροπές κλπ.).

Κανένα από τα παραπάνω προβλήματα, που αποτελούν συνδυασμό υποκειμενικού και αντικειμενικού, και σίγουρα δεν αφορούν μόνο το ΚΚΕ, δε θα φάνταζε τόσο δυσεπίλυτο αν δε βιώναμε μια περίοδο συνολικού πισωγυρίσματος στο κίνημα. Ομως αυτή η συγκυρία αποτελεί ταυτόχρονα μια καλή ευκαιρία να διωχτεί η «σκουριά» χρόνων, να τεθούν ξανά βασικά ζητήματα που ανέδειξε η σοσιαλιστική οικοδόμηση με παρρησία και σε ένα σύγχρονο κριτικό επιστημονικό-θεωρητικό πλαίσιο. Εδώ η συμβολή μας είναι πίσω από δυνατότητες και απαιτήσεις. Οι καταρχήν σωστές αλλά και καθυστερημένες Θέσεις για το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε (1995), παραμένουν το μόνο βήμα. Οι μετέπειτα αναλύσεις και επεξεργασίες, και κυρίως, μια διαφορετική δυναμική λειτουργίας και επαφής με τις μάζες, λείπουν. Μια σειρά από σημαντικές, ακόμη και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, μελέτες όπως αυτές των Κάππου, Μπιτσάκη, Παυλίδη κ.ά. αντιμετωπίζονται με σιωπή ή επιθετικότητα και τα πάντα αφήνονται για το μέλλον. Εύλογα δημιουργούνται αρνητικοί συνειρμοί αν συνυπολογιστούν και άλλες θέσεις σε διεθνή ζητήματα, (π.χ. Κίνα, Βόρειος Κορέα κλπ.) όπου σύμφωνα με την κεντρική γραμμή οικοδομούν σοσιαλισμό. Πόσο έχουμε λοιπόν διδαχτεί από την εμπειρία των σοβιετικών κοινωνικών σχηματισμών, σε ποιο βαθμό θέτουμε τα ζητήματα ανοιχτά, χωρίς αφορισμούς αλλά διαλεκτικά, χωρίς αμήχανες αποσιωπήσεις αλλά με θαρραλέες παρατηρήσεις, αναγνώριση και ανάδειξη των βαθύτερων πτυχών;

Καταληκτικά, πέρα από τα προαναφερόμενα, θέλω να προτείνω τα εξής:

Να οδηγηθεί το 17ο Συνέδριο σε βασικά συμπεράσματα για το ζήτημα της κομματικής ανάπτυξης, και να προτείνει μέτρα αναζωογόνησης και αναβάθμισης του κομματικού δυναμικού. Να οργανωθούν κομματικά σώματα και ανοιχτές στο κοινό εκδηλώσεις που θα αναπτυχθεί γόνιμος προβληματισμός για τη σχέση κόμματος - μαζών στις σύγχρονες συνθήκες και την αναγκαιότητα οργανωμένης πάλης. Στα πλαίσια αυτά να οργανωθεί καμπάνια προσέγγισης μελών που αποχώρησαν ή ανεξάρτητων αριστερών. Αμεση δημιουργία διαρκών στηλών διαλόγου - κριτικών παρατηρήσεων σε «Ρ», «ΚΟΜΕΠ». Ενίσχυση του επιστημονικο-θεωρητικού ρόλου της «ΚΟΜΕΠ» με καθιέρωση Συντακτικής Επιτροπής από μαρξιστές επιστήμονες, που θα κρίνουν άρθρα και εισηγήσεις, παράλληλα με τη διατήρηση μόνιμων στηλών που θα δημοσιεύονται κομματικά άρθρα, αποφάσεις, μελέτες κλπ. Ενίσχυση του ΚΜΕ ως μαρξιστικού μελετητικού φορέα, πέρα από διανοουμενισμούς, με δημιουργία ομάδων μελέτης, ανάδειξης των προβλημάτων και επιμόρφωσης των λαϊκών - εργατικών στρωμάτων. Συνέχιση του διαλόγου για το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε με πρόσκληση συμμετοχής σε ανθρώπους που δεν ανήκουν στις γραμμές μας και αξιοποίηση της εμπειρίας των μεταναστών που προέρχονται από τις χώρες αυτές.

Γκιάλης Στέλιος

Θεσσαλονίκη


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ