Μετά την πολιτική και οικονομική (κατά δήλωση των συμμετεχόντων) κάλυψη που πρόσφερε το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών στη «διάσκεψη» των φορέων που «συνθέτουν» την αντιπολίτευση κατά του Μιλόσεβιτς, έγινε φανερό πως η Αθήνα υπακούοντας στις απαιτήσεις του ρόλου που διεκδικεί, (ρόλος μεσίτη των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων), και της έχει ανατεθεί, άρχισε να αναμειγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις μιας γειτονικής χώρας. Στο σημείο αυτό αξίζει να μεταφερθούν τα λόγια που χρησιμοποίησε υποδεχόμενος τους Σέρβους «αντικαθεστωτικούς» συνέδρους την πρώτη μέρα της συνάντησής τους, ο Αλεξ Ρόντος, στενός συνεργάτης και σύμβουλος του Γ. Παπανδρέου. «Ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Παπανδρέου, είπε ο Α. Ρόντος, θα βρίσκεται αύριο (τη δεύτερη μέρα του συνεδρίου) μαζί σας για να σας ακούσει και πάνω απ' όλα για να σας βοηθήσει, με όποιον τρόπο χρειάζεται, στην επίτευξη του στόχου σας».
Ποιος είναι ο στόχος του συνονθυλεύματος που με έξοδά του μάζεψε στην Αθήνα το υπουργείο Εξωτερικών, είναι γνωστός: Η ανατροπή του Σλ. Μιλόσεβιτς. Ποια άραγε είναι η «νομιμότητα» της ανάμειξης της ελληνικής κυβέρνησης;
Προφανώς και δεν υπάρχει καμία νομιμότητα. Η ελληνική κυβέρνηση, απόλυτα προσαρμοσμένη στις αμερικανονατοϊκές απαιτήσεις, δήλωσε πρόθυμα συμμετοχή στην προσπάθεια που καταβάλλει ο διεθνής παράγοντας για την ενοποίηση της αντιπολίτευσης στη Σερβία προκειμένου να έχει ελπίδες στη διεκδίκηση της νίκης στις εκλογές που θα πραγματοποιηθούν στη Σερβία, πιθανότατα μέσα στο Φθινόπωρο. Το γεγονός αυτό είναι γνωστό και αποτελεί διακηρυγμένο στόχο από τα πλέον επίσημα στόματα στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Οι κάθε είδους επεμβάσεις βεβαίως, στο εσωτερικό χωρών, δε νομιμοποιούνται παρά μόνο από τη «νέα τάξη». Αυτό που δεν είναι γνωστό, είναι κατά πόσο οι ΝΑΤΟικοί σύμμαχοι είναι διατεθειμένοι να «βοηθήσουν» τη σερβική αντιπολίτευση, μόνο στα πλαίσια των εκλογών. Θα αρκεστούν, δηλαδή, μόνο στο «πατρονάρισμά» της για τη διεκδίκηση της νίκης σ' αυτές, ή μήπως θα της υποδείξουν και «άλλα» μέσα; Οι περσινοί βομβαρδισμοί κατά της Σερβίας δικαιολογούν ως βάσιμη κάθε τέτοιου είδους υπόθεση και στην περίπτωση αυτή το ερώτημα που τίθεται προς την ελληνική κυβέρνηση είναι αμείλικτο: Θα λάβει μέρος σε ένα τέτοιο εγχείρημα; Και σε αυτό το ερώτημα, δυστυχώς, βάσιμα μπορεί να απαντήσει κανείς, καταφατικά, αν λάβει υπόψη του τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης όταν το ΝΑΤΟ βομβάρδισε τη Γιουγκοσλαβία και κατέλαβε τη σερβική επαρχία του Κοσσυφοπεδίου.
Για να υπάρξει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της ελληνικής στάσης, αξίζει τον κόπο να παρουσιαστεί και ο τρόπος με τον οποίο «βίωσαν» οι εκπρόσωποι της σερβικής αντιπολίτευσης την παραμονή τους στην Αθήνα. «Μας υποστηρίζει η Αθήνα», δήλωσε σε ραδιοφωνική εκπομπή ο Επίσκοπος Αρτέμιος, ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες της αντιπολίτευσης κατά του Μιλόσεβιτς, ενώ από την πλευρά του ο Ζόραν Τζίντζιτς, μετά τη συνάντησή του με τον Γ. Παπανδρέου δήλωσε πως «ήταν ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι με συνάντησε ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, γιατί αυτό αποτελεί καθαρό μήνυμα προς τον Σλ. Μιλόσεβιτς».
Είναι φανερό λοιπόν, ότι η Αθήνα εγκαταλείπει μια πάγια και βασική αρχή στην εξωτερική της πολιτική, αυτή περί της μη ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών. Το γεγονός αυτό, πέρα από την ηθική του αξιολόγηση, δημιουργεί σοβαρότατα ερωτήματα και ανησυχίες, καθώς η χώρα αναλαμβάνει να παίξει το ρόλο του «μικροϊμπεριαλιστή» στην περιοχή και όλους τους κινδύνους που αυτός ο ρόλος συνεπάγεται και που η ιστορία, με τραγικό τρόπο, έχει φροντίσει να επισημάνει.