Σάββατο 29 Απρίλη 2000 - Κυριακή 30 Απρίλη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η συναίνεση πλήττει τα λαϊκά συμφέροντα

«Πόσο γρήγορα θα προχωρήσουμε εξαρτάται από τις συγκεκριμένες πολιτικές που θα ακολουθήσουμε στους κρίσιμους τομείς της πολιτικής μας. Εξαρτάται συγχρόνως και από το κατά πόσο οι άλλες πολιτικές δυνάμεις θα συνεργαστούν δημιουργικά σε τούτη την πορεία. Μιλάω για πραγματική συμβολή. Μιλάω για την τόλμη της συναίνεσης, που δε θυσιάζεται σε μικροπολιτικές σκοπιμότητες». Με αυτή τη φράση ο Κ. Σημίτης, παρουσιάζοντας τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, επανέφερε στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της συναίνεσης και συνεργασίας των δυνάμεων του δικομματισμού στην πορεία πλεύσης εντός της ΟΝΕ. Ο Κ. Καραμανλής απάντησε σαν «έτοιμος από καιρό»: «Είμαστε έτοιμοι να στηρίξουμε πολιτικές που βρίσκονται στην κατεύθυνση ενός προγράμματος ουσιαστικής οικονομικής αλλά και κοινωνικής σύγκλισης». Ομως δεν περιορίστηκε σε αυτό. Ζήτησε η συναίνεση να έχει θεσμικό χαρακτήρα και κατοχυρωμένες διαδικασίες και μηχανισμούς με σκοπό «τη συνένωση δυνάμεων και προσπαθειών». Για το σκοπό αυτό επέκρινε τον πρωθυπουργό γιατί δεν αποδέχτηκε τις προτάσεις του κόμματός του για τη σύσταση εθνικών συμβουλίων στην Εξωτερική Πολιτική, στην Παιδεία και στην Ολυμπιάδα του 2004. O Κ. Μητσοτάκης ήταν, ως συνήθως, κάτι παραπάνω από σαφής: «Είναι ανάγκη σε αυτή τη Βουλή να αναζητηθούν ευρύτερες συναινέσεις με πρωτοβουλία προπαντός της κυβέρνησης. Και η αντιπολίτευση ασφαλώς οφείλει να συναινέσει και να βοηθήσει και στην προσαρμογή στην Ευρώπη και στην άσκηση μιας αποτελεσματικής εξωτερικής πολιτικής... Αυτή η Βουλή πρέπει να είναι η Βουλή της συναίνεσης».

Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι πλέον οι ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων, πασχίζοντας να ανταποκριθούν στις «πάγιες» αξιώσεις της πλουτοκρατίας για από κοινού στήριξη της νεοφιλελεύθερης επίθεσης, επιχειρούν να περάσουν σε νέα ανώτερη φάση πολιτικής συναίνεσης, που αγγίζει την ανοιχτή συνεννόηση και συνεργασία. Στόχος είναι να μην αφήσουν περιθώρια για αμφισβήτηση και αντίσταση στην ασκούμενη πολιτική. Επειδή οι διαφορές μεταξύ τους είναι ανύπαρκτες όσον αφορά την εφαρμοζόμενη πολιτική, αυτό ακριβώς θέλουν να περάσουν και επιβάλλουν στην κοινωνία, στις λαϊκές μάζες. Οτι «μία» είναι η «ρεαλιστική» πολιτική που μπορεί να εφαρμοστεί και το ζήτημα είναι απλά η αποτελεσματικότερη και ταχύτερη εφαρμογή της. Ακόμα και οι διαφωνίες για τις μορφές και τις μεθόδους διαχείρισης δεν πρέπει να αποτελούν εμπόδιο για την υλοποίησή της. Είναι φανερό ότι βρισκόμαστε σε αναζήτηση μιας «μετάλλαξης» του παραδοσιακού δικομματισμού σε ένα άλλο μοντέλο διαχείρισης που θα εγκλωβίζει πιο αποτελεσματικά τις λαϊκές μάζες στο μονόδρομό τους. Σε αυτό το μοντέλο δεν έχουν θέση οι «ακραίοι», εννοείται αυτοί που βρίσκονται στην αντίπερα όχθη και αντιστρατεύονται πραγματικά την πολιτική της ΟΝΕ, οι οποίοι πρέπει να στριμωχτούν στο περιθώριο. Ενώπιον του λαού δεν πρέπει να υπάρχουν παρά δύο «παραλλαγές» μιας πολιτικής. Ο λαός δεν μπορεί παρά να έχει να διαλέξει παρά μεταξύ δύο γκρίζων διαχειριστών. Αυτός είναι ο λόγος που ταυτόχρονα με την «αναγκαιότητα» της συναίνεσης, λανσάρεται και η θεωρία του «μεσαίου χώρου», η οποία όχι απλά διευκολύνει, αλλά δικαιολογεί και υποστηρίζει την «ανάγκη» των συγκλίσεων και της συνένωσης των δυνάμεων του δικομματισμού.

Τα όρια της συναίνεσης

Ποια όμως είναι τα όρια της συναίνεσης μεταξύ των δυνάμεων του δικομματισμού; Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ταύτισή τους; Είναι φανερό ότι οι ανάγκες του συστήματος, ανάγκες που έχουν να κάνουν με την εξαπάτηση και τον εγκλωβισμό των λαϊκών μαζών, επιβάλλουν την ύπαρξη και λειτουργία δύο τουλάχιστον κομμάτων ή συνασπισμών εξουσίας. Οι διαφορές και οι διαφωνίες, έστω και για λεπτομέρειες, πάντα θα υπάρχουν για να δικαιολογούν την ύπαρξη δύο μεγάλων κομμάτων. Βέβαια, οι όποιες διαφωνίες θα κινούνται στην κατεύθυνση ποιος είναι καλύτερος διαχειριστής, ποιος έχει τις πιο «φρέσκες» ιδέες για την εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού κλπ., ώστε και οι δύο να συμβάλουν και στηρίζουν το «μονόδρομο» της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης. Το περιέγραφε εύστοχα ο αρθρογράφος της «Καθημερινής» την περασμένη Πέμπτη: «Τι απομένει για συναίνεση μεταξύ των δύο μεγάλων; Μόνο ορισμένες λεπτομέρειες σε κάποια θέματα, σχετικώς με το ΠΩΣ θα έπρεπε να υλοποιηθούν τα συναινετικώς αποδεκτά, συνιστούν διαφωνίες μεταξύ των δύο πολιτικών παρατάξεων. Ε, ας αφήσουμε τα δύο μεγάλα κόμματα να διαφωνούν και σε κάτι. Είναι πρακτικώς χρήσιμο να συμβαίνει αυτό, σε τελευταία ανάλυση. Η διεύρυνση της υπάρχουσας συναίνεσης, θα ισοδυναμούσε στο εξής με κατάργηση της πολιτικής»(!). Υπάρχουν λοιπόν όρια στη «διεύρυνση της συναίνεσης» και δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς σε ένα αγρίως εκμεταλλευτικό σύστημα, όπου το ταξικό χάσμα, παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, διαρκώς μεγαλώνει. Ετσι, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ θα προσπαθεί να εξαπατά τις λαϊκές μάζες ότι παρόλο το «ρεαλισμό» της δεν αφήνει τα πάντα στις δυνάμεις της αγοράς, ότι ενδιαφέρεται για το «κοινωνικό κράτος» και, άρα, διαφέρει από τη ΝΔ. Η τελευταία θα προσπαθεί διαρκώς να πείσει ότι μόνο ο «φιλελευθερισμός με κοινωνική αλληλεγγύη» που πρεσβεύει, μπορεί να ικανοποιήσει τις «ανάγκες του συνόλου». Από αυτό το φαύλο κύκλο και την «πανίσχυρη λογική» του δικομματισμού οι λαϊκές μάζες είναι επιτακτική ανάγκη να απεγκλωβιστούν και χειραφετηθούν. Το ζητούμενο δεν είναι η επιλογή διαχειριστή, αλλά η δημιουργία των προϋποθέσεων για την εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας. Το ΚΚΕ έχει πρόταση εξουσίας και αγωνίζεται να γίνει κτήμα του εργαζόμενου λαού, αλλά δεν έχει πρόταση συνδιαχείρισης της εξουσίας. Γι' αυτό βρίσκεται μονίμως εκτός από τη λογική της συναίνεσης που πλήττει ευθέως τα λαϊκά συμφέροντα.


Παναγιώτης ΚΑΚΑΛΗΣ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ