Στη Θέση 9 αναφέρεται ποιο θα πρέπει να είναι το κεντρικό ζήτημα του 21ου Συνεδρίου του Κόμματος, «να γίνεται ακόμα πιο διακριτός στις πλατιές εργατικές - λαϊκές δυνάμεις ο ρόλος του ΚΚΕ ως ισχυρής οργανωμένης ιδεολογικοπολιτικής - λαϊκής πρωτοπορίας...».
Βέβαια το ζήτημα αυτό τίθεται για το 21ο Συνέδριο και γίνεται κατανοητό το γιατί τίθεται. Στις Θέσεις, όμως, δεν υπάρχει παρόμοια ρητή εκτίμηση για το ίδιο ζήτημα για τη δράση του Κόμματος από το 20ό Συνέδριο μέχρι σήμερα, πέρα από την εκτίμηση στη Θέση 5 ότι «γενικά το Κόμμα μας ανταποκρίθηκε». Μια φράση η οποία, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να περιγράψει ολοκληρωμένα τη μέχρι τώρα δράση του Κόμματος.
Συνοδός παράγοντας για το κεντρικό αυτό ζήτημα είναι η απαίτηση «για ανώτερη ποιοτικά καθοδηγητική δουλειά, ιδεολογική - πολιτική μορφωτική αναβάθμιση της δουλειάς όλου του Κόμματος...», που κεντρικό στοιχείο της είναι ότι «η καθοδήγηση και δράση ξεκινούν από τη στρατηγική».
Αν, όμως, το καθήκον αυτό «σε μεγάλο βαθμό το κάναμε πετυχημένα την περίοδο της προηγούμενης καπιταλιστικής κρίσης, κατά τη φάση της ασθενικής ανάκαμψης της οικονομίας και σήμερα με τη νέα κρίση...», όπως αναφέρεται στη συνέχεια της Θέσης 9, πως συμβαίνει στη Θέση 10 να καταγράφεται ως «γνωστή αδυναμία»: «Αλλοτε να συνδέουμε τεχνητά τα αιτήματα της καθημερινής πάλης με την προοπτική, καταλήγοντας με ένα σύνθημα "για την εργατική εξουσία"», αδυναμία που υπήρχε, συνεχίζει να υπάρχει, ή, «και άλλοτε, άθελά μας, να καλλιεργούμε αντιλήψεις ότι μπορεί να υπάρξουν και λύσεις - νησίδες σοσιαλιστικές μέσα στον καπιταλισμό...»;
Πρέπει να τονίσω ότι στην Κομματική ιστοριογραφία δεν καταγράφεται άξια λόγου άποψη περί σοσιαλιστικών νησίδων, που να απασχόλησε το Κόμμα μας.
Επομένως, κατά πρώτο, πώς γίνεται να αξιολογείται ως άξια αναφοράς σε προσυνεδριακό κείμενο το ζήτημα των σοσιαλιστικών νησίδων, ως ισοβαρές και ισότιμο θέμα, με το πρώτο σκέλος της συγκεκριμένης φράσης της Θέσης 10, που αφορά τη συνθηματοποίηση της εργατικής εξουσίας;
Κατά δεύτερο, τι ακριβώς σημαίνει, πολιτικά και ιδεολογικά, το «άθελά μας»; Αθελά μας αναπτύσσεται μια άποψη στις γραμμές μας, που επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί τον καιρό του Εμφυλίου Πολέμου από τους Αναρχικούς στην Ισπανία, στις περιοχές που είχαν την εξουσία, και απέτυχε παταγωδώς, αποτελώντας παράδειγμα ιστορικής διάψευσης μιας αναρχικής θέσης, που ακόμα και οι σημερινοί οπαδοί της αναρχίας την έχουν εγκαταλείψει;
Εκτός, και εάν, το αναφέρω με επιφύλαξη και ως ερωτηματικό ενδεχόμενο, αυτό το σκέλος της αναφοράς εννοεί λαθεμένα και βιαστικά τις κρατικοποιήσεις, οπότε εγείρεται ένα άλλο και διαφορετικό θέμα σύγχυσης, που αφορά την εξίσωση των κρατικοποιήσεων με τις σοσιαλιστικές νησίδες.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτό που δεν προβλημάτιζε και εξακολουθεί να μην προβληματίζει καθόλου την ηγεσία του Κόμματος, την προηγούμενη και τη σημερινή, είναι το εάν οι επεξεργασίες του Κόμματος παίζουν ρόλο στην εμφάνιση τέτοιων φαινομένων. Θεωρούνται δεδομένες. Εχει, όμως, περάσει αρκετός και επαρκής χρόνος, ώστε να υπάρχει ένας τέτοιος προβληματισμός, γιατί καταγράφονται τα αποτελέσματα αυτών των επεξεργασιών, και στις Θέσεις με έναν ορισμένο τρόπο. Κάθε καθυστέρηση καθίσταται επικίνδυνη πλέον, γιατί έχουν εμφανιστεί φαινόμενα διάρρηξης των σχέσεων του Κόμματος με τις πλατιές λαϊκές μάζες και όχι μόνο.
Η κατ' εξακολούθηση συνθηματοποίηση μιας προγραμματικής θέσης, με άλλα λόγια η σεχταριστική αντιμετώπισή της, γιατί περί αυτού πρόκειται, και για μακρό χρονικό διάστημα, δεν αποτελεί ζήτημα κακής κατανόησης από την πλευρά των μελών του Κόμματος, πολύ περισσότερο όταν βρίσκει ερείσματα στους «από τα πάνω». Είναι πολιτικό (και στη συνέχεια καθοδηγητικό) πρόβλημα.
Και το αναφέρω αυτό, γιατί στο επόμενο κεφάλαιο των Θέσεων και στη Θέση 12 λέγεται κατηγορηματικά ότι: «Ως ένα μεγάλο βαθμό, η καθοδηγητική δουλειά από πάνω μέχρι κάτω δεν βελτιώθηκε και δεν αντιστοιχήθηκε με τις στρατηγικές μας επεξεργασίες, ιδιαίτερα στον κρίκο των τομεακών Οργάνων, όπως είχε εντοπίσει το 20ό Συνέδριο», εκτίμηση η οποία ασφαλώς σχετίζεται με μια ανάλογη της Θέσης 11 που αναφέρεται ότι: «Παρουσιάζεται μαζικά το φαινόμενο ο νέος κομμουνιστής και η νέα κομμουνίστρια να μη διαθέτουν αρκετά ισχυρό μαρξιστικό ιδεολογικό υπόβαθρο κι ένα ευρύ μορφωτικό πολιτιστικό επίπεδο που βοηθάνε ώστε η γραμμή συσπείρωσης για τα οξυμένα καθημερινά προβλήματα να μην επηρεάζεται από την αστική ιδεολογία...».
Ασφαλώς και υπάρχει πάντα η ανάγκη για την οργάνωση της συλλογικής και ατομικής μαρξιστικής - λενινιστικής κατάρτισης, πολύ περισσότερο στις μέρες μας που οι απαιτήσεις έχουν αυξηθεί κατακόρυφα. Η προσωπική ευθύνη δεν είναι αυτονόητη. Εδώ, όμως, δεν πρόκειται γι' αυτό το ζήτημα.
Η εκτεταμένη αναφορά στο ιδεολογικό, μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο των κομματικών μελών καταδεικνύει ότι τελικά οι Θέσεις «ιδεολογικοποιούν» την πολιτική μας γραμμή, μια και υπάρχει η αναφορά και για τη γραμμή συσπείρωσης πάνω στα προβλήματα της καθημερινότητας.
Με δυο λόγια, η ιδεολογικοποίηση της πολιτικής κατατείνει να αναζητά την όποια αναποτελεσματικότητα μιας πολιτικής στο ιδεολογικό πρόβλημα του κομματικού φορέα αυτής της πολιτικής, όταν είναι γνωστό και ιστορικά επαληθευμένο ότι δεν υπάρχει ευθεία αναλογία ανάμεσα στην πολιτική και την ιδεολογία σε ό,τι αφορά τα κομματικά μέλη της πρωτοπορίας όσο και τις λαϊκές μάζες.
Ολες οι μέχρι σήμερα επαναστάσεις παρουσιάζουν αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα. Τόσο οι αστικές όσο και οι προλεταριακές, με κορυφαίο παράδειγμα την Οκτωβριανή Επανάσταση, που η ιστορική καταγραφή γνωστοποιεί ότι το 90% των λαϊκών μαζών ήταν αναλφάβητο και ότι το πολύ μεγάλο μέρος των μελών του Μπολσεβίκικου Κόμματος οργανώθηκε μερικούς μήνες πριν από την εξέγερση.
Και η ελληνική εμπειρία είναι επίσης σχετική και γνωστή. Η ήττα της επανάστασης οφείλεται στο χαμηλό ιδεολογικό επίπεδο των κομματικών μελών και των λαϊκών μαζών; Η υπερβολή μπορεί να κάνει ξεκάθαρο ένα πρόβλημα αλλά το τράβηγμά της στα άκρα, όπως μας διδάσκει ο Λένιν, καταλήγει εκτός μαρξιστικής θεώρησης.
Αξίζει να αναφερθούμε σε ένα σύγχρονο και συγκεκριμένο παράδειγμα. Ποιο είναι το ιδεολογικό πρόβλημα στη στάση μας απέναντι σε δύο βασικές εταιρείες της μεταλλευτικής βιομηχανίας, την «Ελληνικός Χρυσός» και τη «ΛΑΡΚΟ», όταν για την πρώτη δεν προτείνουμε την κρατικοποίησή της, ενώ για τη δεύτερη προτείνουμε το πέρασμα όλων των μετοχών στο Ελληνικό Δημόσιο;
Το ερώτημα, φυσικά, παραμένει. Υπάρχει τόσο σοβαρό ιδεολογικό πρόβλημα στο Κόμμα μας όσο αφήνουν οι Θέσεις να διαφανεί; Η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα από την πλευρά μου είναι απολύτως σαφής: Υπάρχει τόσο πολιτικό όσο και ιδεολογικό πρόβλημα. Και εάν θυμηθούμε το πώς όριζε ο Λένιν την τακτική (ως πολιτική), που υπηρετεί τη στρατηγική, τότε θα εντοπίσουμε και το πραγματικό μας πρόβλημα και θα αποκαταστήσουμε τη σχέση ανάμεσα στη στρατηγική και την τακτική. Μ' αυτόν τον τρόπο θα επιλυθεί και το πρόβλημα της ποθούμενης εξειδίκευσης, η οποία δεν έρχεται από το γενικό της στρατηγικής, αλλά από το συγκεκριμένο της τακτικής. Διαφορετικά η τακτική δεν θα ήταν πολιτική.