Copyright 2021 The Associated |
Η προχτεσινή απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ (με 232 ψήφους υπέρ, τις 10 από Ρεπουμπλικάνους) να παραπέμψει τον απερχόμενο Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ στη Γερουσία με την κατηγορία της προτροπής σε εξέγερση, με αφορμή την επίθεση οπαδών του στο Καπιτώλιο στις 6 Γενάρη, αποτελεί σημαντικό στοιχείο έκφρασης της εμβάθυνσης του διχασμού και των αντιθέσεων στους κόλπους της αμερικανικής αστικής τάξης. Ο Τραμπ γίνεται ο πρώτος Πρόεδρος που παραπέμπεται σε δίκη δύο φορές, ενώ τώρα αναμένεται να τεθεί και το ερώτημα όχι μόνο της καθαίρεσης αλλά και της διά παντός απαγόρευσης να διεκδικήσει δημόσιο αξίωμα.
Το επόμενο βήμα είναι να συνεδριάσει η Γερουσία, πιθανώς στις 19 Γενάρη, παραμονές της ορκωμοσίας του νεοεκλεγέντος Προέδρου Τζο Μπάιντεν, η οποία θα γίνει σε μια στρατοκρατούμενη πρωτεύουσα, ενώ έντονη αναμένεται η παρουσία του στρατού και σε άλλες πόλεις, υπό το φόβο νέων επεισοδίων. Η διαδικασία στη Γερουσία ωστόσο αναμένεται μακρά, ίσως και μηνών. Ο Μιτς Μακόνελ, απερχόμενος πρόεδρος του συγκεκριμένου Σώματος του Κογκρέσου και επικεφαλής της ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας, εκτίμησε ότι «δεν υπάρχει απολύτως καμία πιθανότητα» να ολοκληρωθεί «μια δίκη που θα διεξαχθεί με τρόπο σοβαρό και δίκαιο» πριν από την τελετή ορκωμοσίας του Μπάιντεν στις 20 Γενάρη. «Αυτό δεν είναι μια απόφαση που παίρνω εγώ, είναι γεγονός», είπε, ενώ δεν ξεκαθάρισε ποια θα είναι η στάση του. Σε υπόμνημά του προς τους Ρεπουμπλικάνους συναδέλφους του το οποίο είδε το φως της δημοσιότητας, αναφέρει: «Δεν έχω πάρει την οριστική μου απόφαση για την ψήφο μου, έχω την πρόθεση να ακούσω τα νομικά επιχειρήματα όταν θα παρουσιαστούν στη Γερουσία»
Ο επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Δημοκρατικών στη Γερουσία, Τσακ Σούμερ, αναφερόμενος στην έναρξη της δίκης δήλωσε ότι ακόμα κι αν η διαδικασία προχωρήσει αφού ο Τραμπ έχει ήδη αποχωρήσει από τον Λευκό Οίκο, «θα διεξαχθεί ψηφοφορία» για την καταδίκη του ως υποκινητή των επεισοδίων. Η καταδίκη μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με τα 2/3 των ψήφων της 100μελούς Γερουσίας, που αυτή τη φορά είναι μοιρασμένη στα δύο, αφού απαρτίζεται από 50 Δημοκρατικούς και 50 Ρεπουμπλικάνους, με προεδρεύουσα (όπως προβλέπει το Σύνταγμα) την νέα αντιπρόεδρο της χώρας Κάμαλα Χάρις.
Σε περίπτωση πάντως που ο Τραμπ κριθεί ένοχος, για να αποκλειστεί από κάθε δημόσιο αξίωμα θα απαιτηθεί και νέα ψηφοφορία, με ίδια πλειοψηφία.
Καθότι πάντως οι ενδοαστικές αντιθέσεις δεν αφορούν απλά τη νομή της εξουσίας, αλλά είναι πολύ βαθύτερες και σχετίζονται με την αντιμετώπιση της καπιταλιστικής κρίσης, την τακτική και τις συμμαχίες που απαιτούνται στον ανταγωνισμό με άλλες δυνάμεις που απειλούν την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ (πρωτίστως την Κίνα), η νέα κυβέρνηση ετοιμάζεται να «τρέξει» το νέο πακέτο στήριξης του κεφαλαίου. Αυτό που εξαγγέλλεται είναι «πακέτο μέτρων οικονομικής επανεκκίνησης» περίπου 1,5 τρισ. δολαρίων, που σχετίζεται και με την αντιμετώπιση των σοβαρών συνεπειών της πανδημίας και θα προβλέπει και κάποια επιδόματα για εργαζόμενους που έχασαν τη δουλειά τους.
Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση Μπάιντεν: «Ελπίζω ότι η ηγεσία της Γερουσίας θα βρει τρόπο να ασχοληθεί με τις συνταγματικές ευθύνες της όσον αφορά την παραπομπή, ενώ θα ασχολείται παράλληλα με άλλα επείγοντα θέματα της χώρας».
Στο μεταξύ, ο απερχόμενος Πρόεδρος Τραμπ εξαντλεί κάθε περιθώριο κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης με την Κίνα και υπέγραψε νέο διάταγμα το οποίο ενισχύει την απαγόρευση αμερικανικών επενδύσεων σε εταιρείες που φέρονται να ανήκουν στις Ενοπλες Δυνάμεις της Κίνας ή να ελέγχονται από αυτές. Το νέο διάταγμα ενισχύει προηγούμενο, του Νοέμβρη, το οποίο απαγόρευε σε Αμερικανούς επενδυτές να αγοράζουν αξιόγραφα που είχαν διατεθεί μέχρι τότε.
Μετά την ανακοίνωση της αμερικανικής προεδρίας, η εταιρεία «S&P Dow Jones Indices» ανακοίνωσε ότι θα αφαιρέσει από τις υπηρεσίες της τη γιγαντιαία κινεζική δημόσια πετρελαϊκή εταιρεία CNOOC το αργότερο μέχρι 1η Φλεβάρη. Παλιότερα, με νόμο του 1999, επί του Δημοκρατικού Κλίντον, είχε ανατεθεί στο υπουργείο Αμυνας των ΗΠΑ να καταρτίζει κατάλογο των επιχειρήσεων που πιστεύεται ότι ανήκουν στον κινεζικό στρατό ή ελέγχονται από αυτόν. Ανάμεσα στις 35 εταιρείες που έχουν συμπεριληφθεί στη μαύρη λίστα του υπουργείου Aμυνας των ΗΠΑ είναι η SMIC, μεγάλη κινεζική κατασκευάστρια ημιαγωγών, και η CNOOC. Δημοσιογραφικές πληροφορίες ανέφεραν πάντως ότι η απερχόμενη κυβέρνηση απέφυγε να προσθέσει τρία κινεζικά μονοπώλια που δραστηριοποιούνται στον τομέα της τεχνολογίας και των υπηρεσιών: Τις εταιρείες «Alibaba», «Baidu» και «Tencent».