Πέμπτη 5 Γενάρη 2012
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΕΡΙΧ ΦΟΝ ΣΤΡΟΧΑΪΜ
Απληστία

Είναι δύσκολο να φτιάξει κανείς μια πλήρη εικόνα που να ανταποκρίνεται στο μέγεθος και τη μοναδικότητα της βωβής ταινίας, «σταθμού» στην ιστορία του κινηματογράφου μέσα από τη σημερινή, ακρωτηριασμένη κόπια των 140 λεπτών και μόνο. Η αρχική εκδοχή, του «πιο ειλικρινούς μου έργου», όπως αποκαλούσε την ταινία ο σκηνοθέτης της Εριχ φον Στρόχαϊμ, πλησίαζε τις 10 ώρες. Οι πιέσεις του παραγωγού οδήγησαν σε μια δεύτερη, εξάωρη εκδοχή, που θα προβαλλόταν σε δύο μέρη. Ωστόσο, ούτε αυτή η βερσιόν έτυχε της αποδοχής του παραγωγού, με αποτέλεσμα να μειωθεί ακόμα περισσότερο η διάρκειά της και να φθάσει στις τέσσερις ώρες - προβλεπόταν, και έτσι, προβολή σε δύο μέρη. Ανικανοποίητοι οι παραγωγοί απαίτησαν επιτακτικά ακόμα μεγαλύτερη μείωση του χρόνου. Τότε, ο φον Στρόχαιμ παραιτήθηκε, ενώ η τελική εκδοχή της ταινίας - διάρκειας περίπου δυόμισι ωρών - ανατέθηκε στην June Mathis. Οταν ο δημιουργός της είδε την χιλιοκουτσουρεμένη του ταινία στην επίσημη προβολή της τον Ιανουάριο του 1925, έγραψε με οικτρή απογοήτευση: «Δείχνουν μόνο το σκελετό του νεκρού παιδιού μου, είναι σαν να βλέπω ένα πτώμα σε φέρετρο».

Δεν υπάρχει μεγαλύτερης φήμης «χαμένο» φιλμ, από την «ΑΠΛΗΣΤΙΑ». Η δεκάωρη εκδοχή, όπως την οραματίστηκε ο φον Στρόχαϊμ και που ελάχιστοι είδαν στις 12 Γενάρη του 1924, ανήκει πια στο θρύλο και λόγω της πληθώρας των βερσιόν που είδαν το φως, είναι ρευστή η εικόνα για το ποιο είναι το ακριβές περιεχόμενο που καθένας αποδίδει στην έννοια του «μη κομμένου» φιλμ. Γίνεται ωστόσο κατανοητό - από όσα γράφτηκαν κατά καιρούς για το πρωτογενές υλικό καθώς και τις μετέπειτα βερσιόν - ότι η ταινία αυτή συνιστά κεντρική έννοια στον τομέα της κινηματογραφίας. Η ταινία, ή μάλλον ο θρύλος που την περιβάλλει και ο απόηχός του, έχει ταυτιστεί με τον φον Στρόχαϊμ και την ιδιαιτερότητά του ως δημιουργού.


Το σενάριο βασίζεται στο μυθιστόρημα «Μακ Τιγκ: Μια ιστορία του Σαν Φρανσίσκο» («Mc Teague: A Story of San Francisco») που έγραψε ο Αμερικανός - γιος εκατομμυριούχου - Φρανκ Νόρις (Frank Norris) το 1899 σε κύκλο μαθημάτων δημιουργικής γραφής στο Χάρβαρντ (Harvard). Το μυθιστόρημα είναι καλό, αλλά η ταινία είναι πολύ καλύτερη, δεδομένου ότι ο φον Στρόχαϊμ φόρτισε το λογοτεχνικό υλικό με μια ιδιαίτερα σημαντική εμπειρία ζωής. Ο Εριχ Οσβαλντ Στρόχαϊμ, γιος Βιεννέζου εμπόρου εβραϊκής καταγωγής, μετανάστευσε το 1909 - 24 ετών - στην Αμερική, πρόσθεσε το διακριτικό ευγενείας «φον» στο όνομά του και μέχρι το θάνατό του το 1957, στο Παρίσι, όλος ο κόσμος ήταν πεισμένος για την αριστοκρατική του καταγωγή. Η φτώχεια και η φυσική κακοποίηση στην «ΑΠΛΗΣΤΙΑ» π.χ. λέγεται ότι μπορεί να ανιχνευτεί στα πρώτα χρόνια του σκηνοθέτη στην Αμερική και τον πρώτο, επώδυνο γάμο του.

Η ιστορία αρχίζει στο Σαν Φρανσίσκο, στις αρχές του 20ού αιώνα και η ταινία αφηγείται το πώς δυο κολλητοί φίλοι φθάνουν στο σημείο της αλληλοεξόντωσης για τα λεφτά. Ο Μακ Μακ Τιγκ - νυν οδοντίατρος και πρώην ανθρακωρύχος - γνωρίζει την Τρίνα που αρχικά εμφανίζεται να έχει μια σχέση με το φίλο του, Μάρκους Σούλερ. Ο Μακ ερωτεύεται την Τρίνα και τελικά την παντρεύεται. Εκείνη κερδίζει στο λαχείο 5.000 δολάρια. Εκτοτε αλλάζουν τα πάντα. Με το που κάνει την εμφάνισή του το χρήμα, γίνεται αυτό ο πραγματικός πρωταγωνιστής της ταινίας, η οποία πράγματι συνιστά την πιο αρνητική απεικόνιση του τι μπορεί να κάνει το χρήμα, ως βασικός μοχλός κίνησης, σε «μικροαστούς» (οι ρόλοι της ταινίας είναι από τους πιο χαρακτηριστικούς στον κινηματογράφο). Ο φον Στρόχαϊμ αφηγείται τα παραπάνω γεγονότα στο πρώτο αποκλειστικά μισάωρο της ταινίας. Στη συνέχεια, με το που εμφανίζεται το χρήμα, επικεντρώνεται στη διαφθορά και τη σήψη των ανθρώπινων σχέσεων. Ερμαια της απληστίας οι τρεις κεντρικοί ήρωες... Η απληστία είναι ορμέμφυτο του ανθρώπου; Είναι αποτέλεσμα κοινωνικών επιταγών; 'Η συνδυασμός και των δυο; Ο φον Στρόχαϊμ αφήνει την απάντηση στο θεατή. Οι τρεις τους, συνδεδεμένοι από νεαρή ηλικία με δεσμούς φιλίας και έρωτα, μεταμορφώνονται σε αποκτηνωμένους μεσήλικες που αλληλοεξοντώνονται σταδιακά. «Η κυριολεκτική εξόντωση έρχεται απλά σαν φυσική εξέλιξη», γράφει ο Ζορζ Σαντούλ το 1949 στην «Ιστορία του Παγκόσμιου Κινηματογράφου».

Οι αναφορές στο χρονικό ταλαιπωρίας της ταινίας είναι πάμπολλες, πολύ λίγες όμως είναι οι διασταυρωμένες πληροφορίες, περιγραφές και εκτιμήσεις που αφορούν το κατεστραμμένο πρωτογενές υλικό, υλικό που αποτέφρωσε ένας επιστάτης της MGM, θεωρώντας τις στοιβαγμένες στην αποθήκη μπομπίνες, άχρηστες.

Μια από τις σημαντικότερες ζημιές που προκλήθηκαν από τη συνολική, τραγική μείωση της ταινίας από 10 ώρες σε 140 λεπτά, άπτεται της ροής της τελικής κόπιας που σε άπειρα σημεία μοιάζει βεβιασμένη, με τη δραματουργική ανάπτυξη να υπόκειται σε βιαστικές, συνοπτικές διαδικασίες και με εξέλιξη που να κόβεται απότομα, έξω από ένα λογικό και οργανικό πλαίσιο εξέλιξης στην ιστορία αυτών των τριών χαρακτήρων που προέρχονται από την εργατική τάξη, τους οποίους ο φον Στρόχαϊμ αντιμετωπίζει συγκυριακά και με συμπάθεια, αλλά και σαν τρομαχτικά τέρατα... Η φιγούρα του Μάρκους παραμένει σε όλη τη διάρκεια της ταινίας σχετικά χοντροειδής, χωρίς εξελικτική συμπεριφορά, σε αντίθεση με τους χαρακτήρες της Τρίνα και του Μακ, που παρά τους δραματουργικούς περιορισμούς, αποτελούν δυο από τους πιο σύνθετους και πολύπλευρους χαρακτήρες του κινηματογράφου. Το ότι ιδιαίτερα οι δυο ηθοποιοί καταφέρνουν να ερμηνεύουν τους ρόλους με ρεαλισμό - αν όχι νατουραλισμό - και ταύτιση, με τρόπο που νομίζει κανείς ότι, και εκτός κάδρου συνεχίζουν τη ζωή που «κάνουν» εντός κάδρου, οφείλεται στη διδασκαλία υποκριτικής του, επηρεασμένου από τις θεωρίες του Στανισλάφκσι, φον Στρόχαϊμ.

Εν κατακλείδι, σε ό,τι αφορά τις... ζημιές αναφέρουμε ενδεικτικά ολόκληρα - σημαντικά - κομμάτια που λείπουν. Π.χ. το κομμάτι της Τσιγγάνας Μαρίας, που δουλεύει στο οδοντιατρείο του Μακ και πείθει την Τρίνα να αγοράσει το «αμαρτωλό» λαχείο και τη σχέση της με τον παλιατζή Ζερκόφ (Zerkow). Ζοφερή σχέση - που αποδίδεται κυρίως μέσα από εξπρεσιονιστικά στοιχεία - βασισμένη στην αμοιβαία απληστία - εμμονή της Μαρίας στην φαντασίωση για κρυμμένο χρυσό από τους γονείς της κάπου στην Κεντρική Αμερική - και την αμοιβαία δυσπιστία - ο παλιατζής που θέλει να βάλει χέρι στο χρυσό που δεν υπάρχει, κόβει το λαιμό της Μαρίας και μετά αυτοκτονεί. Αυτό το ζευγάρι παραπέμπει στις πιο χυδαίες ανθρώπινες παρορμήσεις, ενώ ένα άλλο ζευγάρι, γείτονες του Μακ, ο Ολντ Γκράνις (Old Grannis) και η Μις Μπέικερ (Miss Baker) παραπέμπουν με τη συμπεριφορά τους σε ανώτερα ανθρώπινα ένστικτα. Ο Μακ και η Τρίνα ορίζονται κάπου στο ενδιάμεσο...

Παίζουν: Γκίμπσον Γκόουλαντ, Ζασού Πιτς, Τζιν Χέρσχολτ, Ντέιλ Φούλερ κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (1925).


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ