Κυριακή 19 Οχτώβρη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ - ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ
Καρπός της αναπαραγόμενης φτώχειας
  • Από την εποχή της εμφάνισής του ο καπιταλισμός προσπαθεί ανεπιτυχώς να αντιμετωπίσει την απειλή των οικονομικών κρίσεων, πουλώντας και αγοράζοντας προσδοκίες
  • Η «τιτλοποίηση» και το φούσκωμα των προσδοκιών για μελλοντικά κέρδη είναι πάντα το κατώφλι της επερχόμενης κρίσης

Παπαγεωργίου Βασίλης

«Η τελική αιτία όλων των πραγματικών κρίσεων παραμένει πάντα η φτώχεια και ο περιορισμός της κατανάλωσης των μαζών, που αντιτίθεται στην τάση της καπιταλιστικής παραγωγής να αναπτύσσει έτσι τις παραγωγικές δυνάμεις, λες και το όριό της αποτελείται μόνο από την απόλυτη ικανότητα κατανάλωσης της κοινωνίας»

Καρλ Μαρξ

(«Το Κεφάλαιο», τόμος 3, σελ. 610)

Πολλοί βιάζονται να δώσουν απάντηση, εδώ και τώρα, για το χαρακτήρα, το εύρος και τις συνέπειες της κρίσης που μαστίζει τις καπιταλιστικές οικονομίες. Εκείνοι, μάλιστα, που θέλουν, πάση θυσία, να την αποσυνδέσουν από τις κυκλικές οικονομικές κρίσεις που εμφανίζονται εξαιτίας των αντιθέσεων του ίδιου του καπιταλισμού, όχι μόνο απαντούν, αλλά έχουν εντοπίσει - και σε προσωπικό επίπεδο - τους φταίχτες. Είναι, υποτίθεται, τα «χρυσαφένια παιδιά», που, αξιοποιώντας τη θέση τους στις σύγχρονες δομές διοίκησης των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, έκαναν δήθεν του κεφαλιού τους και γι' αυτό έπεσε το σύστημα έξω. Αρα, κατά τη γνώμη τους - και κατά την άποψη όσων υιοθετούν τις θεωρίες του καζινοκαπιταλισμού - δεν υπάρχει θέμα ταξικών αντιθέσεων. Δεν υπάρχει θέμα κρίσης του συστήματος. Τα πάντα διορθώνονται και άρα δε συντρέχουν λόγοι να καταγγελθεί ο ίδιος ο καπιταλισμός ως εκμεταλλευτικό σύστημα, που εξαιτίας των αντιθέσεών του κινείται μόνο μέσα από αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις. Κρίσεις, οι οποίες, πέρα από τη μεγάλη καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, συνεπάγονται ακόμα πιο επώδυνες συνέπειες για την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα.

Οι ακριβείς αξιολογήσεις και αναλύσεις για το βάθος της κρίσης μένει οπωσδήποτε να γίνουν και θα γίνουν. Εκείνο όμως που από την πρώτη στιγμή οφείλουμε να έχουμε καθαρό είναι ότι πίσω από κάθε κρίση βρίσκονται οι σχέσεις παραγωγής της κοινωνίας. Το εκμεταλλευτικό σύστημα, που φέρνει πάντα στην επιφάνεια την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας και τον ατομικό τρόπο ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της. Το γεγονός, δηλαδή, ότι η πλειοψηφία του λαού, οι εργαζόμενοι με την ομαδική-συλλογική τους εργασία παράγουν ολόκληρο τον πλούτο που διαθέτει η κοινωνία, αλλά την ίδια στιγμή, ελέω ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, αυτός ο πλούτος ανήκει στους καπιταλιστές. Επομένως, η προσπάθεια των πολλών φτωχών-εργαζομένων να επιβιώσουν και των λίγων πλουσίων-καπιταλιστών να αποκτήσουν ακόμα περισσότερα από όσα διαθέτουν, στη μεν κοινωνία εκφράζεται με την ιδεολογικο-πολιτική ταξική πάλη και αναμέτρηση, στη δε οικονομία αναπόφευκτα οδηγεί στις κρίσεις. Και με αυτή την έννοια, πίσω από κάθε κρίση, ανεξάρτητα από τον τρόπο που εκδηλώνεται, βρίσκεται πάντα η φτώχεια των εργατικών νοικοκυριών, με την έννοια της αδυναμίας τους να απορροφήσουν τα παραγόμενα εμπορεύματα.

Και τι σχέση μπορεί να έχει αυτό με τις τιμές των μετοχών που πέφτουν ή τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις που κλείνουν;

Το σχήμα του κέρδους

Το σχήμα είναι απλό. Οι καπιταλιστές, έχοντας μοναδικό τους στόχο το κέρδος και με δεδομένο ότι αυτό δημιουργείται κατά τη διαδικασία της παραγωγής των εμπορευμάτων, επιδιώκουν να παράγουν όσο περισσότερα εμπορεύματα είναι δυνατόν να παραχθούν στις μονάδες που έχουν στην ιδιοκτησία τους. Μόλις πουλήσουν τα εμπορεύματα, παίρνουν πίσω το αρχικό τους κεφάλαιο, τσεπώνουν μαζί και την υπεραξία από την εκμετάλλευση των εργαζομένων, τα ποσά αυτά τα ξαναρίχνουν την παραγωγή για να ξαναρχίσει πάλι η ίδια διαδικασία από την αρχή. Να παραχθούν και πάλι όσο γίνεται περισσότερα εμπορεύματα, να πουληθούν στην αγορά, οι εισπράξεις να επανατοποθετηθούν στην παραγωγή κ.ο.κ.

Τα «όλο και περισσότερα εμπορεύματα» όμως, που παράγονται στο σύνολο των επιχειρήσεων, δεν είναι δυνατόν να πουληθούν, ούτε ταυτόχρονα ούτε και όλα. Η μεγάλη μάζα των αγοραστών, που είναι οι εργαζόμενοι της κοινωνίας, δηλαδή, τα θύματα του εκμεταλλευτικού τρόπου παραγωγής, ποτέ δε διαθέτει το αναγκαίο εισόδημα για να κάνει τις σχετικές αγορές. Η καταραμένη φτώχεια, που έλεγε και ο Μαρξ. Εδώ ακριβώς ανακαλύπτουμε και τη ρίζα που «γεννά» το αναπόφευκτο της οικονομικής κρίσης. Στο βαθμό που τα εμπορεύματα δεν πουληθούν ή δεν πωλούνται, ο καπιταλιστής δεν επανεισπράττει το κεφάλαιό του και άρα δεν μπορεί να συνεχιστεί η παραγωγική διαδικασία.

Από τη στιγμή που δεν μπαίνει κεφάλαιο στην επιχείρηση, η παραγωγή είτε υπολειτουργεί, είτε κατεβάζει ρολά. Αρα, ξεσπάει μια οικονομική κρίση, επειδή το σύνολο της παραγωγής εμπορευμάτων είναι πάνω από τη συνολική αγοραστική δυνατότητα που έχουν οι καταναλωτές-εργαζόμενοι. Αυτό που λέμε κρίση υπερπαραγωγής. Για να ισορροπήσουν τα πράγματα και να ξεκινήσει ο κύκλος από την αρχή, πρέπει να κλείσουν επιχειρήσεις, να γίνουν μαζικές απολύσεις, να πέσει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Αποτέλεσμα του αδιεξόδου που δημιουργείται από αυτή την κατάσταση είναι και οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου να χάνουν τη δυνατότητα να εκπληρώσουν το στόχο τους, που είναι να αξιοποιούν ολόκληρο το 24ωρο κάθε δεκάρα από το κεφάλαιό τους ώστε να απομυζούν κέρδη. Η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων επαναφέρει τις αναλογίες στην παραγωγή που μπορεί να απορροφήσει η κοινωνία και ξαναξεκινά ο κύκλος με την αναζοωγόνηση της παραγωγής.

Γόρδιος δεσμός

Αυτό το «γόρδιο δεσμό» το κεφάλαιο προσπαθεί να τον «λύσει» από τον καιρό της εμφάνισης της πρώτης κρίσης, γύρω στο 1825, μέχρι και σήμερα. Εκεί στοχεύουν και οι παρεμβάσεις του αστικού κράτους. Εκεί οφείλονται στην πραγματικότητα και οι σημερινοί κλυδωνισμοί στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τα ...εργαλεία παρέμβασης στον οικονομικό κύκλο που έχουν χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς είναι πολλά, ωστόσο μέχρι σήμερα οι καπιταλιστές, και οι διαχειριστές τους, δεν έχουν καταφέρει να απαλλαγούν από τον εφιάλτη των κρίσεων.

Από την εποχή του πρώιμου καπιταλισμού, θέση-κλειδί για την εξέλιξη στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και την ανάπτυξη του συστήματος έπαιξαν οι τραπεζίτες και ο τραπεζικός δανεισμός. Αυτό που λέμε Πίστη. Ο τραπεζίτης «προσφέρει», έναντι τόκου (που είναι το δικό του κέρδος και μέρος της υπεραξίας απο την παραγωγική διαδικασία), τα κεφάλαια που έχει ανάγκη ο καπιταλιστής, προκειμένου να συνεχιστεί η παραγωγική διαδικασία. Τα δίνει, ποντάροντας στα μελλοντικά έσοδα και κέρδη της επιχείρησης. Με δυο λόγια, το βιομηχανικό και το τραπεζικό κεφάλαιο προχωρούν σε μια μεταξύ τους συνεργασία, προκειμένου οι εκπρόσωποι και των δύο τμημάτων της άρχουσας τάξης να βάλουν χέρι στην υπεραξία που αποσπάται από τους εργαζόμενους στη διαδικασία της παραγωγής.

Το κυνήγι του κέρδους, όμως, δεν έχει τελειωμό. Απαιτεί συνεχώς περισσότερα κεφάλαια και περισσότερες αγοραπωλησίες. Ετσι κάποια στιγμή οι καπιταλιστές (είτε επειδή δεν μπορούν να πληρώσουν τα δάνεια που έχουν πάρει, είτε επειδή οι συνθήκες τους υποχρεώνουν να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους) αποφασίζουν να συνεταιριστούν με τους τραπεζίτες που διαθέτουν περισσότερα κεφάλαια από τους ίδιους. Οι τράπεζες γίνονται μέτοχοι σε διάφορες επιχειρήσεις, αποβλέποντας τώρα όχι μόνο στον τόκο από τα δάνεια, αλλά σε συμμετοχή τους στα μελλοντικά κέρδη της επιχείρησης. Στην ουσία, και εδώ έχουμε μια αγοραπωλησία. Ο ένας αγοράζει μετοχές για να αποκτήσει στο μέλλον κέρδη και ο άλλος πουλάει στον τραπεζίτη ένα μέρος από τα κέρδη που θα αποκτήσει στο μέλλον.

Οταν έρθει η στιγμή που και η τράπεζα έχει ανάγκη να αποκτήσει η ίδια περισσότερα κεφάλαια από αυτά που διαθέτει, τότε προσφεύγει και αυτή με τη σειρά της στο δανεισμό. Από πού; Μα, από μία άλλη τράπεζα. Η δεύτερη αυτή τράπεζα θα προσφέρει τα ζητούμενα κεφάλαια-δάνεια, ποντάροντας επίσης στα μελλοντικά κέρδη που θα έχει η πρώτη και η οποία δε θεωρείται πια τυχαία. Εκτός από τα κέρδη που θα αποκτήσει στο μέλλον από τις κλασικές τραπεζικές εργασίες, θα έχει κέρδη και από τις μετοχές-χαρτοφυλάκια που κατέχει σε διάφορες επιχειρήσεις. Η συναλλαγή αυτή μεταξύ των δύο τραπεζών μπορεί να έχει διάφορες εκβάσεις. Μία από αυτές είναι το χρέος της μίας προς την άλλη να καλυφθεί και με έναν αριθμό μετοχών που έχει στη διάθεσή της από τη συμμετοχή σε διάφορες επιχειρήσεις. Δηλαδή, η τράπεζα που δανείστηκε θα πληρώσει στη δανείστριά της, μεταβιβάζοντας (πουλώντας) μετοχές από τις οποίες προσδοκάται η είσπραξη κάποιου μελλοντικού κέρδους.

Ετσι, ένα κομμάτι από το μέρος του προσδοκώμενου κέρδους της επιχείρησης (ή των επιχειρήσεων), που ο βιομήχανος «πούλησε» στην τράπεζα όταν συνεταιρίστηκε μαζί της, στην πραγματικότητα «πουλιέται» σε μια άλλη τράπεζα, η οποία ποντάρει και αυτή, με τη σειρά της, στα μελλοντικά κέρδη αυτής της επιχείρησης (ή των επιχειρήσεων).

Με την ίδια ακριβώς λογική η δεύτερη τράπεζα θα απευθυνθεί σε κάποια τρίτη για να αποκτήσει πρόσθετα κεφάλαια και πάει λέγοντας. Στην πορεία βέβαια, όταν έρχεται ο λογαριασμός, η πείρα δείχνει ότι η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να είναι αέναη. Κάποιες τράπεζες αποσπούν μεγαλύτερα κεφάλαια και κέρδη και επικρατούν έναντι κάποιων άλλων. Τότε έχουμε εξαγορές και συγχωνεύσεις, απορροφήσεις και πτωχεύσεις. Φαινόμενα που δεν αφορούν μόνο τις τράπεζες, αλλά το σύνολο των επιχειρηματικών μονάδων, που βρίσκονται σε μια συνεχή κινητικότητα και αδιάκοπο μεταξύ τους ανταγωνισμό.

Το φορτίο και η φορτωτική

Από τη στιγμή που εμφανίστηκε η τραπεζική πίστη και άρχισε να εξαπλώνεται η μετοχική μορφή ιδιοκτησίας στις επιχειρήσεις, οι επιμέρους τίτλοι αυτής της ιδιοκτησίας, οι μετοχές, αποτέλεσαν αντικείμενο αγοραπωλησίας. Στην αρχή από χέρι σε χέρι, μετά στα χρηματιστήρια. Στον επονομαζόμενο «ναό του καπιταλισμού», όπου, κατά κύριο λόγο, βρίσκουν διέξοδο κερδοφόρας δράσης τα μη αξιοποιούμενα στην παραγωγή κεφάλαια και εκδηλώνονται τα μεγάλα ξεκαθαρίσματα ανάμεσα στις διάφορες ομάδες του κεφαλαίου. Η ουσία των συναλλαγών στα χρηματιστήρια είναι αυτό που με μια κουβέντα λέγεται «τιτλοποίηση» των προσδοκώμενων εσόδων-κερδών. Οποιος διαθέτει στα χέρια του κάποιο «χαρτί», που αναμένεται στο μέλλον να δώσει έσοδο, γίνεται «τίτλος» και πωλείται ή αγοράζεται (διαπραγματεύεται) αυτόνομα, ανάλογα με το κέρδος που εκτιμάται ότι θα φέρει.

Τα «χαρτιά-τίτλοι» στην αρχή ήταν μόνο μετοχές, στην πορεία «τιτλοποιήθηκαν» τα δημόσια χρεόγραφα, τα διάφορα εμπορεύματα, τα νομίσματα κ.ο.κ. Βέβαια, όπως αποκάλυψε ο Μαρξ από την εποχή ακόμα του «Κεφαλαίου», στην προσπάθεια απόσπασης όλο και μεγαλύτερων κερδών, οι μετοχές-«χαρτιά», που στην πραγματικότητα δίνουν μόνο δικαίωμα για την είσπραξη ενός μέρους της μελλοντικής υπεραξίας των επιχειρήσεων και τίποτα παραπάνω, μετατρέπονται, χωρίς να είναι, σε «απόδειξη κατοχής» πραγματικού κεφαλαίου. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται μια αυτόνομη αγορά κερδοσκοπίας, όπου κυριαρχεί το πλασματικό κεφάλαιο, με τις τιμές των τίτλων να αυξομειώνονται, ανεξάρτητα από την πραγματική πορεία της μονάδας ή του χρεογράφου το οποίο υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν. Είναι, έλεγε ο Μαρξ, σα να αποκτά αξία το χαρτί της φορτωτικής, χώρια και πέρα από την αξία του μεταφερόμενου φορτίου.

Τα δάνεια στα νοικοκυριά

Στην πορεία ανάπτυξης του συστήματος και με μοναδικό στόχο την άντληση ακόμα μεγαλύτερων κερδών, το βερεσέ - που ίσχυε μόνο στον μπακάλη της γειτονιάς, αλλά αποτελεί και αυτό μια μορφή δανεισμού - έγινε εργαλείο των κεφαλαιοκρατών στην προσπάθειά τους να πωλούν περισσότερα εμπορεύματα και άρα να κερδίζουν πιο πολλά. Στην αρχή είχαμε δεφτέρια, μετά συναλλαγματικές, ενώ στη συνέχεια εμφανίστηκε ο μαζικός τραπεζικός δανεισμός για τα νοικοκυριά. Δάνεια στεγαστικά, καταναλωτικά, προσωπικά, για άδειες και σπουδές και μαζί ένα πλήθος από πλαστικό χρήμα (κάρτες), «υπηρεσίες» που έχουν αποδειχθεί χρυσωρυχείο για τις τράπεζες, αλλά και έμμεση χρηματοδότηση της παραγωγικής διαδικασίας. Η ευκαιρία δε θα μπορούσε να πάει χαμένη. Από τη στιγμή που τα δάνεια αυτής της μορφής παγιοποιήθηκαν, οι συμμετέχοντες στα χρηματιστήρια άρχισαν να αγοράζουν και να πωλούν και αυτή την προσδοκία κέρδους, «τιτλοποιώντας» τα αναμενόμενα τραπεζικά κέρδη από αυτά τα δάνεια.

Αυτό το παιχνίδι με τους τίτλους και τις προσδοκίες απόσπασης κέρδους που γίνονται «τίτλοι» αναπτύσσεται παράλληλα με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, αφού όσο αναπτύσσεται το σύστημα, αυξάνονται τα κεφάλαια που έχει στη διάθεσή της η άρχουσα τάξη και μαζί αυξάνεται ο τραπεζικός δανεισμός, αλλά και τα κεφάλαια που μένουν εκτός παραγωγικής διαδικασίας.

Ολα τα παραπάνω, που μπορεί να φαίνονται ιστορία, είναι και η αρχή της «φούσκας», την οποία οι ...αρμόδιοι ανακαλύπτουν πάντα τις παραμονές των κρίσεων. Αυτή είναι η αρχή και για τον ντόρο των ημερών μας. Μια φούσκα που αυξομειώνει τον όγκο της ανάλογα με τη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού, αλλά η οποία πάντα κινείται στο αυστηρό πλαίσιο που επιτάσσουν οι εκάστοτε ανάγκες του κεφαλαίου και οι, κάθε τόσο, προσπάθειες των εκπροσώπων του να αποτρέπουν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης.

Αναπόφευκτες οι κρίσεις

Από τη στιγμή, όμως, που πηγή για το ξέσπασμα της κρίσης είναι οι σχέσεις παραγωγής, που συντείνουν στην αδυναμία των εργαζομένων να απορροφούν αδιάλειπτα το σύνολο των παραγόμενων εμπορευμάτων λόγω των χαμηλών τους εισοδημάτων, είναι απόλυτα βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα κάνουν την εμφάνισή τους οι κρίσεις. Που θα έχουν αντανάκλαση και στην πτώση τιμών των μετοχών και άλλων τέτοιων χαρτιών, ακριβώς γιατί οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να αποδώσουν κέρδη, ενώ απαξιώνεται σε μεγάλο ή μικρότερο βαθμό το κεφάλαιό τους.

Είναι κρίσεις της καπιταλιστικής οικονομίας, που, ανεξάρτητα από τον τρόπο που εμφανίζονται, πίσω τους κρύβεται πάντα η υπερσυσσώρευση κεφαλαίων για την οικονομική ολιγαρχία και η φτώχεια, η αδυναμία των μαζών να καταναλώνουν ακόμα και τα αναγκαία για τη διαβίωσή τους προϊόντα.

Εκεί, στη φτώχεια των Αμερικανών, που διογκώθηκε ταχύτατα καθώς τα εργαζόμενα νοικοκυριά αναγκάστηκαν να πληρώνουν για τις ετήσιες τραπεζικές δόσεις όλο και μεγαλύτερο κομμάτι από το μισθό ή τη σύνταξή τους, βρίσκεται και η απαρχή της τωρινής κρίσης. Μόνο που επειδή έχουν γίνει ιδιαίτερα δαιδαλώδεις και αλληλοεξαρτώμενες οι σχέσεις-συναλλαγές ανάμεσα στις σύγχρονες τράπεζες, στους διάφορους χρηματοοικονομικούς ομίλους, τις επιχειρήσεις και τα διάφορα τμήματα της ολιγαρχίας συνολικά, η κατάρρευση τραπεζών στις ΗΠΑ δεν αφορά μόνο αυτές, αλλά και όλους όσοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν ποντάρει στα μελλοντικά τους κέρδη.

Από την ειδυλλιακή εικόνα...

Πριν ξεσπάσει η κρίση στα ενυπόθηκα δάνεια των ΗΠΑ, η εικόνα ήταν περίπου η εξής: Μετά την οικονομική κρίση του 2001, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ προχώρησε σε αλλεπάλληλες μειώσεις του διατραπεζικού επιτοκίου, του επιτοκίου δηλαδή με το οποίο δανείζονται κεφάλαια οι τράπεζες. Τα μειωμένα επιτόκια δανεισμού θεωρήθηκαν από τις αμερικανικές τράπεζες σαν ευκαιρία να στραφούν, με χαμηλότερα επιτόκια, σε τμήματα του πληθυσμού που, εξαιτίας των ισχνών εισοδημάτων τους, δεν είχαν μέχρι τότε πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό. Μιλάμε για δεκάδες εκατομμύρια νοικοκυριά, τα οποία πίστεψαν ότι έλυσαν το στεγαστικό τους πρόβλημα. Ξεκινάει μια μαζική χορήγηση στεγαστικών δανείων «χαμηλής εξασφάλισης», τα οποία στην πραγματικότητα αποτέλεσαν κεφάλαιο για να ενισχυθεί η οικονομική δραστηριότητα σε διάφορους τομείς της οικονομίας, όπως: Οι αγοραπωλησίες γης, κλάδοι όπως ο κατασκευαστικός, των τσιμέντων, των υλικών οικοδομής, των ειδών υγιεινής και ηλεκτρικών ειδών ή και υπηρεσίες όπως οι μεσίτες, οι δικηγόροι, οι συμβολαιογράφοι κλπ., κλπ.

Οι τράπεζες που είχαν χορηγήσει τα παραπάνω δάνεια, με τη σειρά τους, αντί να περιμένουν χρόνια για την κανονική τους εξόφληση, διαφήμισαν στα πέρατα του κόσμου το εγχείρημά τους, έκαναν τα αναμενόμενα έσοδά τους τίτλους προσδοκίας κερδών για το μέλλον (τα ...«τιτλοποίησαν», δηλαδή) και τα έριξαν στην αγορά των χρηματιστηρίων. Η υψηλή κερδοφορία που παρουσίαζαν τα πρώτα χρόνια οι τράπεζες είχε ως αποτέλεσμα να «φουσκώσουν» οι τιμές των τίτλων τους, η καλή απόδοση των τίτλων τούς έκαναν ανάρπαστους και έφτασαν να διαπραγματεύονται στο πολλαπλάσιο των αρχικών τους τιμών. Επιπλέον, όσοι τους διέθεταν στα χαρτοφυλάκιά τους, κατέγραφαν στους ισολογισμούς τους απίθανες αποδόσεις, γεγονός που έκανε τα «χαρτιά» ακόμα πιο ελκυστικά για ακόμα περισσότερους ενδιαφερόμενους. Είναι ενδεικτικό ότι μία μόνο «επενδυτική εταιρεία υψηλού ρίσκου», η γνωστή πλέον «Bear Stears», είχε στα χαρτοφυλάκιά της τίτλους στεγαστικών δανείων ύψους 10 δισ. δολαρίων.

...στον εφιάλτη

Οσο στην αγορά δε φαινόταν να υπάρχει κάποιο πρόβλημα, οι τιμές στους τίτλους των δανείων φούσκωναν συνεχώς. Οταν, όμως, το καλοκαίρι του 2007 αποκαλύφθηκε ότι εκατομμύρια από τους δανειολήπτες δεν ήταν σε θέση να πληρώνουν κανονικά τις τοκοχρεολυτικές τους δόσεις, τα πάντα άλλαξαν. Οταν, δηλαδή, αποκαλύφθηκε η φτώχεια των εργατικών νοικοκυριών και η αδυναμία τους να συμμετέχουν στην οικονομική αλυσίδα ως ο κρίκος που θα έπρεπε να καταθέτει τις τοκοχρεολυτικές δόσεις, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Μέσα στο 2007 κατασχέθηκαν τουλάχιστον 2.203.295 (!) σπίτια και οι περισσότερες από τις τράπεζες που είχαν χορηγήσει δάνεια «χαμηλής εξασφάλισης» αρχικά καταγράφουν μεγάλες ζημιές, ενώ στην πορεία, η μία μετά την άλλη, κατέρρευσαν. Ανάμεσά τους και χρηματοοικονομικοί κολοσσοί όπως οι «Fannie Mae», «Freddie Mac», «Indymac Bank» κλπ.

Η αλληλουχία είναι ...φυσιολογική: Εξαιτίας της κατάστασης που βιώνουν τα λαϊκά νοικοκυριά στις ΗΠΑ, κατέρρευσαν οι τράπεζες. Εξαιτίας της πτώχευσης των τραπεζών, τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν και όσοι είχαν ποντάρει στα μελλοντικά τραπεζικά κέρδη, όπως για παράδειγμα ο επενδυτικός χρηματοοικονομικός όμιλος «Bear Stears», που λυμαίνεται τις χρηματαγορές από το 1923 και ενώ είχε καταφέρει να «φουσκώσει» την τιμή της μετοχής της στα 133 δολάρια πριν ξεσπάσει η κρίση, τελικά την απέκτησε η «J.P. Morgan» έναντι 2 ευρώ για κάθε μετοχή της. Η απαξίωση των επενδυτικών χρηματοοικονομικών ομίλων στις ΗΠΑ είχε άμεσες συνέπειες σε αντίστοιχες τραπεζικές και χρηματοοικονομικές εταιρείες στην ΕΕ, όπως για παράδειγμα η «Lehman Br.», που επίσης πήρε το δρόμο της αναστολής των εργασιών της κ.ο.κ.

Ιδια ρίζα

Με δυο λόγια, όπως ακριβώς η αδυναμία των εργαζομένων να αγοράσουν τα συνεχώς αυξανόμενα εμπορεύματα οδήγησε την άρχουσα τάξη στη γιγαντιαία επέκταση της τραπεζικής πίστης και στην ανάπτυξη των χρηματιστηρίων, που μας οδήγησε στο σύγχρονο λαβύρινθο του χρηματοπιστωτικού τομέα, έτσι εν τέλει η ίδια ακριβώς αδυναμία, η φτώχεια που έλεγε ο Μαρξ, είναι η ρίζα των κλυδωνισμών που παρατηρούμε στις μέρες μας.

Οι κλυδωνισμοί, αργά ή γρήγορα, θα μετεξελιχθούν - θα μετεξελιχθούν οπωσδήποτε - σε κρίση, που θα έρθει και στη χώρα μας και θα αφορά την πραγματική οικονομία, για να ακολουθήσει στη συνέχεια ένας ακόμα οικονομικός κύκλος και μετά η επόμενη κρίση, ο νέος κύκλος... Μια διαδικασία που θα επαναλαμβάνεται συνεχώς, όσο υπάρχει για τους εργαζόμενους η φτώχεια και οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονται μόνο τόσο όσο χρειάζεται να καλυφθούν οι ανάγκες της κερδοφορίας του κεφαλαίου και δεν αφήνονται να εξελιχθούν ανάλογα με τις ανάγκες της κοινωνίας.


Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ