Στα προκλητικά για τους εργαζόμενους επιχειρήματα της υπουργού Απασχόλησης, απάντησε ο Σπύρος Χαλβατζής, μέλος του ΠΓ της ΚΕ και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ
Στα βήματα των προκατόχων της, η νέα υπουργός Εργασίας Φ. Πάλλη - Πετραλιά κινδυνολόγησε προκειμένου να δικαιολογήσει την εξελισσόμενη αντιασφαλιστική επίθεση, ισχυριζόμενη ότι εάν δεν προχωρήσουν οι αλλαγές, τότε κινδυνεύουν οι συντάξεις όχι μόνο των επόμενων γενεών αλλά και των σημερινών εργαζομένων. Ανέφερε ότι η αναλογία εργαζομένων - συνταξιούχων είναι 1.75 προς 1, αντί για 4 προς 1 που είναι απαραίτητη για ένα «υγιές σύστημα».
Η υπουργός είπε ότι θα τηρήσει τη δέσμευση του πρωθυπουργού ότι «δε μεταβάλλονται τα γενικά όρια ηλικίας, δε μειώνονται οι συντάξεις, δεν αυξάνονται οι εισφορές» και ανέφερε ότι θα επιδιωχτεί «η μέγιστη κοινωνική συναίνεση», παραπέμποντας έμμεσα στο «διάλογο» με τους «κοινωνικούς εταίρους» που συνεχίζεται.
Κατά τη Φ. Πετραλιά, φέτος για πρώτη χρονιά προβλέπεται στον κρατικό προϋπολογισμό πίστωση 2.450.000.000 ευρώ για τη χρηματοδότηση του ΙΚΑ, ποσό που αντιστοιχεί στο 1% του ΑΕΠ. Ενώ η συνολική οφειλή από το 2003, που ανέρχεται στο ένα δισ. 172.000.000 ευρώ θα αποπληρωθεί με την έκδοση ειδικών ομολόγων. Η υπουργός υπερασπίστηκε το «τζογάρισμα» των αποθεματικών των ταμείων λέγοντας ότι για τη διαδικασία αυτή υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη. Αναφερόμενη στον «πολυκερματισμό» των ασφαλιστικών ταμείων ισχυρίστηκε ότι αυτός ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τη σπατάλη πόρων και την απώλεια εσόδων.
Η Φ. Πετραλιά υιοθέτησε τη λογική διάσπασης του μετώπου των εργαζομένων λέγοντας ότι η κυβέρνηση επέλεξε «ανάμεσα στην προάσπιση των συμφερόντων της συντριπτικής πλειοψηφίας των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων και στα συντεχνιακά συμφέροντα των λίγων που βολεύονται με τη σημερινή κατάσταση». Ισχυρίστηκε ότι οι ενοποιήσεις των ταμείων θα γίνουν έτσι «ώστε να εξυγιανθούν τα ελλειμματικά ταμεία χωρίς να επιμερίζεται το πρόβλημα στα υγιή» και θα επιδιωχτεί να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για «εξίσωση προς τα πάνω και όχι το αντίστροφο».
Είπε δε ότι πρόθεση της κυβέρνησης είναι να μπει τέλος στη «λογική των συνεχών ρυθμίσεων χρεών προς τα ασφαλιστικά ταμεία» και να καθιερωθεί νέο «πάγιο σύστημα ρύθμισης οφειλών το οποίο να διασφαλίζει τόσο τα συμφέροντα των ταμείων όσο και των συνεπών εργοδοτών». Με τη σειρά της, υπερασπίστηκε το χτύπημα των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων, κάνοντας λόγο για στρεβλώσεις που υπάρχουν στον συγκεκριμένο τομέα.
Στους κυβερνητικούς ισχυρισμούς απάντησε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ Σπ. Χαλβατζής, τονίζοντας πως το μόνο σίγουρο είναι ότι η αφετηρία της κυβέρνησης και του ΚΚΕ είναι διαφορετική, όπως διαφορετικοί είναι και οι στόχοι. Οι διακηρύξεις, είπε, της υπουργού, καμία σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα η οποία λέει ότι η αντιασφαλιστική μεταρρύθμιση είναι μέρος των προωθούμενων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που προωθούνται σε όλους σχεδόν τους τομείς.
Σχολιάζοντας τον κομπασμό της υπουργού, ότι φέτος εγγράφηκαν στον προϋπολογισμό τα απαραίτητα κονδύλια για την κοινωνική ασφάλιση, είπε ότι φθάσαμε στο σημείο το αυτονόητο που έπρεπε να γίνεται επί χρόνια, να εμφανίζεται από την κυβέρνηση ως παραχώρηση προς τους εργαζόμενους, την ίδια στιγμή που το ίδιο το κράτος εξακολουθεί να χρωστάει στα ασφαλιστικά ταμεία 7,8 δισ. ευρώ.
Ο Σπ. Χαλβατζής κατήγγειλε ότι η κυβέρνηση κινδυνολογεί ασύστολα για το ασφαλιστικό αξιοποιώντας και τους σχετικούς αντιασφαλιστικούς νόμους των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ. Καλούμε, πρόσθεσε, τους εργαζόμενους να μην εφησυχάζουν και να μην εμπλέκονται στους διάφορους προσχηματικούς «κοινωνικούς διαλόγους» στους οποίους το μοναδικό ζητούμενο είναι τι θα χάσουν οι εργαζόμενοι. Δεν πρέπει, είπε, να παρασυρθούν από τις τακτικές των ηγεσιών της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ που μόνο στόχο έχουν να χαμηλώσει ο πήχης της διεκδίκησης των εργαζομένων.
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ υπενθύμισε ότι το Κόμμα προειδοποιούσε για την επερχόμενη επίθεση από την εποχή ακόμα της συνθήκης του Μάαστριχτ, την οποία πρόθυμα ψήφισαν το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ και ο ΣΥΝ. Κατήγγειλε δε τη λεηλασία των ασφαλιστικών ταμείων διαχρονικά από το 1950, τονίζοντας ότι οι ληστές έχουν ονοματεπώνυμο και είναι οι κυβερνήσεις που διαδοχικά χειρίστηκαν το θέμα καθώς και οι βιομήχανοι που επωφελήθηκαν από τη ληστεία.