Παρασκευή 1 Ιούλη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 30
ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΑΙΝΙΩΝ
ΖΑΝ ΛΙΚ ΓΚΟΝΤΑΡ
Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω γι' αυτήν

Η πανέμορφη Μαρίνα Βλαντί
Η πανέμορφη Μαρίνα Βλαντί

«Οσο ο Γκοντάρ προσπαθεί να διερευνήσει τα σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα, τόσο οι ταινίες του γίνονται και λιγότερο ρεαλιστικές», έγραφε το Καγιέ Ντε Σίνεμα, το 1967, όταν κυκλοφόρησε η ταινία «Δυο ή Τρία Πράγματα, που ξέρω γι' αυτήν».

Πράγματι, όταν ο Γάλλος σκηνοθέτης αποφάσιζε να «εμβαθύνει», και στη συγκεκριμένη ταινία προσπάθησε, συναντούσε πάντα δυσκολίες να γίνει σαφής. Και αυτό γιατί (παρότι ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του πολιτικοποιημένο, και έως ένα σημείο ήταν), γενικά, είχε μια «θολή» άποψη, για την κοινωνία και την πολιτική. Μια άποψη, που στηριζόταν περισσότερο στο συναίσθημα και τις ενοχές, και λιγότερο στη γνώση των νόμων, που διέπουν την κοινωνία.

Η ταινία προσπαθεί να «μελετήσει» τη νεοεμφανιζόμενη μεταπολεμική μικροαστική τάξη, που συνωστίζεται στα στενά διαμερίσματα των εκατοντάδων πολυκατοικιών, που φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, στα δημιουργούμενα νέα προάστια του Παρισιού. Σε αυτή τη «μελέτη» ο διανοούμενος (μικροαστός και ο ίδιος) σκηνοθέτης, δε χρησιμοποιεί στέρεα μέθοδο, τη διαλεκτική, εννοώ, με αποτέλεσμα η ταινία του να είναι καταγραφή της πραγματικότητας και όχι μελέτη και ερμηνεία της. Λέει, δηλαδή, το αυτονόητο, (δανείζομαι τη γνωστή φράση του Μπρεχτ - τον οποίον και ο Γκοντάρ δείχνει να εκτιμά), ότι «η καρέκλα έχει τέσσερα πόδια», χωρίς όμως να εξηγεί, «γιατί έχει τέσσερα πόδια».

Ο Γκοντάρ, θα μπορούσε, όπως θα έκανε ο κάθε «φιλελεύθερος» μικροαστός, να κατανοήσει - και να δικαιολογήσει, έως ένα σημείο - κάποια γυναίκα η οποία εκδίδεται, για το ψωμί της. (Οι ρομαντικοί συγγραφείς χρησιμοποίησαν κατά κόρο αυτό το παράδειγμα). Βγαίνει, όμως, από τα «ρούχα» του όταν η γυναίκα αυτή κάνει την ίδια εξευτελιστική πράξη, για να «στολίσει» το νεοαποκτηθέν διαμέρισμά της. Και μισεί, στο σύνολό της, τη μικροαστική τάξη, που εξαγοράζεται, για τόσο ευτελή πράγματα. Για τα αντικείμενα, και όχι το ψωμί! «Για να ζήσεις σήμερα στο Παρίσι», δηλώνει το 1967, που έκανε την ταινία, «είσαι υποχρεωμένος, με τον άλφα ή βήτα τρόπο, να εκπορνεύεσαι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, και είσαι, ακόμα, υποχρεωμένος, να υπακούς στους νόμους της πορνείας, που κυβερνούν τον κόσμο μας», δηλώνει απελπισμένος.

Εμείς, όμως, ξέρουμε, πως με καταγγελίες δεν αλλάζει ο κόσμος! Δε φτάνει να καταγγείλεις τη φθήνια των μικροαστών, το απάνθρωπο καπιταλιστικό σύστημα, ούτε το άδικο του πολέμου στο Βιετνάμ (ήταν στο «φόρτε» του εκείνη την περίοδο). Αυτό το κάνει ο καθένας! Η απάντηση βρίσκεται στην αλλαγή του κόσμου. Κάτι, που ο σκηνοθέτης, δε φαίνεται να πιστεύει και να ελπίζει. Με αποτέλεσμα η ταινία του να καταλήγει στην -κλασική, πια - ερώτηση: Και, λοιπόν;

Η ταινία, με τον «αφαιρετικό» τρόπο της «nouvelle vague» («αδιαφορία», για τη γλώσσα του κινηματογράφου, ανατροπές στην αφήγηση κλπ.), καταγράφει, μέσα από την ιστορία δυο γυναικών, την «άδεια» ζωή, των «συνηθισμένων» ανθρώπων, του «νέου» Παρισιού, του 1960! Οπου τα μικρά εισοδήματα, αλλά και η έλλειψη κοινωνικού «στίγματος», σπρώχνουν τον (μικρο)κόσμο στην πορνεία (κάθε είδος και μορφή πορνείας)! Αυτός ο τρόπος ζωής, και σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, είναι εγωκεντρικός και σιχαμένος. Κανένα από τα μεγάλα ή μικρά προβλήματα του κόσμου, (πόλεμος, αδικία, εκμετάλλευση), δεν ακουμπάει, ούτε, φυσικά, «πληγώνει» την εγωιστική μικροαστική κοινωνία. Η οποία, για πολύ ευτελείς σκοπούς, έχει βάλει την ουρά της στα σκέλια και... εκπορνεύεται!

Για να κατανοήσει καλύτερα ο σημερινός θεατής την ταινία του Γκοντάρ, θα θυμίσουμε, πως ένα χρόνο αργότερα, η αγανακτισμένη μικροαστική φωνή του Γάλλου σκηνοθέτη, βρήκε «έκφραση» στον Μάη του 1968, όταν η γαλλική διανόηση (ανάμεσά της και ο ίδιος ο Γκοντάρ), βγήκε στους δρόμους του Παρισιού, και στα πανεπιστήμια, προσπαθώντας να ξεσηκώσει και να καθοδηγήσει την εργατική τάξη. Η οποία εργατική τάξη, έχοντας πείρα επαναστατικών αγώνων, δεν παρασύρθηκε από τα φιλελεύθερα συνθήματα των, συναισθηματικά κινούμενων, διανοουμένων, «στις 18 σοσιαλισμός»! Μπήκε φρουρά και προστάτεψε τα εργοστάσια, από την «αναρχική» μανία της άκριτης καταστροφής.

Παίζουν: Μαρίνα Βλαντί, Τζόζεφ Γκέραντ, Aνι Ντουπερί, Ρότζερ Μόντσορέτ, Ραούλ Λέβι κ.ά.


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ