Κυριακή 11 Μάη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 9
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Η συνύπαρξη της τάσης «προστασίας - απελευθέρωσης»της αγοράς στην Ελλάδα

Στο προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε συνοπτικά στη μεταπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη, που ήταν σχεδιασμένη με βάση το «Σχέδιο Μάρσαλ» και πώς, μέσω αυτής της πολιτικής, συνυπήρχαν η «κρατική προστασία» και η «απελευθέρωση των αγορών».

«Στην ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού εμφανίζονται επίσης τέτοιες διακυμάνσεις, συνύπαρξη και των δύο τάσεων, δηλαδή και κρατική προστασία της εγχώριας αγοράς και προοδευτική άρση της, που την προώθησαν τόσο οι αστικές κυβερνήσεις του φιλελεύθερου ρεύματος όσο και του σοσιαλδημοκρατικού.

Η αμερικανική "βοήθεια" στην Ελλάδα, μετά τον πόλεμο, από την άποψη της διακίνησης εμπορευμάτων και κεφαλαίων, αποτύπωνε την ελεύθερη διείσδυση των εμπορευμάτων και των κεφαλαίων σε συνθήκες μιας ορισμένης προστασίας της εσωτερικής αγοράς»1.

Η Ελλάδα ήταν μια από τις χώρες που εντάχθηκαν στο «Σχέδιο Μάρσαλ». Η καπιταλιστική της οικονομία ήταν σχετικά με άλλες καπιταλιστικές οικονομίες κρατών της Δυτικής Ευρώπης καθυστερημένη και αδύνατη, ενώ δεν είχε καταφέρει να ανορθωθεί από τις καταστροφές του πολέμου και αργότερα του εμφυλίου πολέμου. Αλλωστε το κύριο μετά την απελευθέρωση ήταν το ζήτημα της εξουσίας, που λύθηκε υπέρ της αστικής τάξης μετά την ήττα του ΔΣΕ στον εμφύλιο. Αντικειμενικά, για την αστική τάξη το ζήτημα της ανάπτυξης έπαιρνε επείγοντα χαρακτήρα. Οι ανάγκες ανόρθωσης της βιομηχανίας, αλλά και της αγροτικής οικονομίας, δηλαδή η δημιουργία συνθηκών διευκόλυνσης της αναπαραγωγής του κεφαλαίου με γοργούς ρυθμούς, αποτελούσε θεμέλιο για την πορεία του συστήματος. Αυτό το γνώριζε καλά η αστική τάξη, αλλά δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει μόνη της χωρίς την έξωθεν βοήθεια.

Η εισροή μεγάλων αποθεμάτων τροφίμων από τις ΗΠΑ έδωσε τη δυνατότητα ένα τμήμα του κεφαλαίου να δραστηριοποιηθεί στο εμπόριο. Ταυτόχρονα η εισροή τεράστιων κεφαλαίων σε μεγάλη κλίμακα και σε σύντομο χρονικό διάστημα επέτρεψε μια γρήγορη οικονομική ανάκαμψη.

«Η Αμερικανική Βοήθεια προς την Ελλάδα που προήλθε από όλες αυτές τις πηγές, από το 1944 ως το 1951, έφθασε και ξεπέρασε αρκετά τα δυο δισεκατομμύρια δολάρια, γιατί στο επίσημο σύνολο των 1.922.700.000 δολαρίων, που είναι η βοήθεια αυτής της περιόδου, δεν περιλαμβάνεται η αξία της άμεσης στρατιωτικής βοήθειας που δόθηκε από τον Ιούλιο του 1950, για την οποία δεν υπάρχουν ακόμη αριθμοί» («ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΡΣΑΛ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ - Ο ΠΛΗΡΗΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΜΑΡΣΑΛ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΙΟΥΛΙΟΣ 1948 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1952», σελ. 11. Πρόκειται για έκδοση η οποία «συνετάχθη και εδημοσιεύθη υπό της Ειδικής Οικονομικής Αποστολής του Οργανισμού Κοινής Ασφαλείας» και «διανέμεται δωρεάν»).

«Το Σχέδιο Μάρσαλ επέδρασε αποφασιστικά στις εξελίξεις στη χώρα. Κατ' αρχήν, συντέλεσε στη σχετικά γρήγορη αποκατάσταση των ζημιών και στην ανάκαμψη μιας οικονομίας σχεδόν πλήρως κατεστραμμένης και εξαιρετικά αδύνατης και χωρίς την καταστροφή. Το 1950, οι δείκτες της αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής φθάνουν τα προπολεμικά επίπεδα (1945: περί το 30%). Οι εισροές του Σχεδίου αποκατέστησαν τα κέρδη του μονοπωλιακού κεφαλαίου...» (Θ. Παπαρήγας, «Ριζοσπάστης» 19/6/1997).

Ουσιαστικά έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας της Ελλάδας, για την ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς και αυτό σε συνθήκες απελευθέρωσης (εισροή κεφαλαίων και εμπορευμάτων από τις ΗΠΑ), αλλά σε συνδυασμό με ορισμένη κρατική παρέμβαση με μέτρα προστασίας της. Ας μην ξεχνάμε ότι αρχές της δεκαετίας του '50 άρχισαν να αναπτύσσονται οι κρατικοί τομείς ηλεκτρικής ενέργειας και τηλεπικοινωνιών.

«Για τον ελληνικό καπιταλισμό οι διακυμάνσεις, ή ακόμα και η επιλογή περισσότερο υπέρ της μιας ή της άλλης, σχετίζονται με τη συγκεκριμένη φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης, συμβάδιζαν μεταπολεμικά, με την πορεία ένταξης και ενσωμάτωσης της χώρας στην ΕΟΚ.

Από αυτή τη σκοπιά πρέπει να αντιμετωπίζουμε γενικά το ρόλο του κράτους στην προστασία της εγχώριας παραγωγής, ακόμα και με τη μορφή κρατικού μονοπωλίου, στο εύρος της κρατικής προστασίας, στη ρύθμιση των κανόνων του εμπορίου...

Ιστορικά στη χώρα μας υπήρχαν διαφορές ανάμεσα στις διάφορες μερίδες του κεφαλαίου, με αντανάκλαση και στις πολιτικές δυνάμεις για τον τύπο της ανάπτυξης, π.χ. βιομηχανική ανάπτυξη με την έννοια της εκτεταμένης χρήσης μηχανικής κινητήριας δύναμης και στη συνέχεια με τις πιο προηγμένες τεχνολογίες της, με την έννοια της προτεραιότητας στην παραγωγή μέσων παραγωγής σε σχέση με την παραγωγή καταναλωτικών προϊόντων. Είναι γνωστή η συζήτηση για το αν έπρεπε να δοθεί βάρος στη βαριά βιομηχανία ή στους βιομηχανικούς κλάδους καταναλωτικών προϊόντων και στην αγροτική παραγωγή. Τελικά βεβαίως επικράτησε η λογική της εκβιομηχάνισης, ανεξάρτητα αν κατά καιρούς επικρατούσε σχετικά περισσότερο η μια ή άλλη αντίληψη για το ποιοι κλάδοι θα πρέπει να αναπτυχθούν περισσότερο ή λιγότερο.

Αναλόγως με τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους στην ελληνική και την ευρωπαϊκή αγορά, οι Ελληνες επιχειρηματίες τάσσονται υπέρ ή κατά της απελευθέρωσης αγορών, της σύνδεσης με την ΕΟΚ, της ένταξης στην ΕΕ. Η γενική τάση ήταν το ισχυρότερο τμήμα του κεφαλαίου στην Ελλάδα να τάσσεται με μεγαλύτερο θάρρος υπέρ της απελευθέρωσης των αγορών και της ΕΟΚ-ΕΕ, λόγω των μέσων που είχαν να συμπράξουν ή να συνυπάρξουν με το ξένο κεφάλαιο, γνωρίζοντας βεβαίως ότι μακροπρόθεσμα η τάση είναι της αλληλοδιαπλοκής, ανεξάρτητα ακόμα από τη θέση της χώρας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Οι σχετικά μικρότεροι επιχειρηματίες φοβόνταν ότι θα εκτοπιστούν, αν δεν επιτύχουν μια ορισμένη συγκέντρωση ελληνικών κεφαλαίων και είχαν δίκιο, όμως αυτό δεν οδηγούσε στην εγκατάλειψη της ταξικής τους στάσης. Οι επιχειρηματίες αισθάνονται πάντα πολύ πιο ασφαλείς από πολιτική σκοπιά να είναι συνασπισμένοι μεταξύ τους και σε διεθνή βάση, από το να είναι ξεμοναχιασμένοι απέναντι στο εργατικό λαϊκό κίνημα και στις πολιτικές ανακατατάξεις και αλλαγές σε βάρος των συμφερόντων τους στην ίδια τους τη χώρα»2.

Επομένως η λογική περί «προστασίας της εγχώριας αγοράς» ως μια αντίθετη ως προς την «απελευθέρωση» πολιτική διαχείρισης και ωφέλιμη για την εργατική τάξη και το λαό, είναι ουτοπική και πάντως σε συνθήκες καπιταλισμού αντικειμενικά ανεφάρμοστη. Πάντα θα συνυπάρχουν οι δυο τάσεις, ανάλογα με τη φάση εξέλιξης του καπιταλισμού. Η απάντηση του εργατικού κινήματος δεν μπορεί να είναι «προστασία» ενάντια στην απελευθέρωση, αλλά λαϊκή οικονομία με τα βασικά μέσα παραγωγής σε κοινωνική ιδιοκτησία.

«Το ζήτημα της αξιοποίησης του φυσικού πλούτου της χώρας (ορυκτός, γη, υποθαλάσσιος κλπ.) και της όποιας διαμορφωμένης υποδομής εμείς το βλέπουμε ενταγμένο στον αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό αγώνα, στην τελική του έκβαση στο σοσιαλισμό. Κριτήριό μας δηλαδή είναι οι κοινωνικοοικονομικοί όροι συγκρότησης της παραγωγής, οι όροι με τους οποίους η πρώτη παραγωγική δύναμη, ο άνθρωπος, σχετίζεται με τα μέσα παραγωγής.

Η προβολή της δικής μας αντίληψη για μια ανώτερα οργανωμένη οικονομία, που είναι η σοσιαλιστική, κατανοείται όταν αναδείχνουμε τις δυνατότητες που έχει η χώρα και τις συμμαχίες που πρέπει να επιτυγχάνει σε αντίθεση με την κυρίαρχη μονοδρομική αντίληψη»3.

1, 2, 3 Από τη διάλεξη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2/2002 σελ. 101-103.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ