Κυριακή 27 Οχτώβρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η μήτρα της «ακροδεξιάς» και ποιος τη συντηρεί

Παπαγεωργίου Βασίλης

Από τις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές του 2002 στον ιστορικό του μέλλοντος, εκτός από τα αποτελέσματα, θα υπάρχει και περίεργη ανάδειξη του «ακροδεξιού κινδύνου». Τα ονόματα Καρατζαφέρης, Ψωμιάδης, Καζάκος, Βορίδης ακούστηκαν και γράφτηκαν εκατοντάδες ή και χιλιάδες φορές, ειδικά τις δύο τελευταίες βδομάδες. Η υπερμεγέθης προβολή τους υπήρξε αντιστρόφως ανάλογη από την προβολή που επιφύλαξαν τα κόμματα του δικομματισμού, τα ισχυρά μέσα μαζικής ενημέρωσης, που επιδρούν στη διαμόρφωση - χειραγώγηση της λαϊκής συνείδησης, στα οξύτατα προβλήματα που απασχολούν το λαό και που ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο στην αντιμετώπισή τους έχει η Τοπική Αυτοδιοίκηση.

Ως διά μαγείας, εξαφανίστηκαν όλα τα θέματα αιχμής που απασχολούν σήμερα τις μεγαλουπόλεις της Ελλάδας. Τα προβλήματα της επαπειλούμενης τσιμεντοποίησης των τελευταίων ελεύθερων χώρων, το κυκλοφοριακό, η δημιουργία περιοχών «γκέτο» όπου στοιβάζονται οι μετανάστες, η εμπορευματοποίηση κοινωνικών υπηρεσιών, οι ιδιωτικοποιήσεις, η επιχειρηματικότητα της ΤΑ, όλα δηλαδή τα προβλήματα που έχουν σχέση με συγκεκριμένες μερίδες της αστικής τάξης (π.χ. εργολάβοι) έμειναν στο περιθώριο. Δε θίχτηκαν καν. Αν δεν είναι αυτό στοιχείο σαπίλας ενός πολιτικού συστήματος, τότε τι μπορεί να είναι;

Είναι εμφανές βέβαια από όλα αυτά ότι η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ με την τακτική της συμβάλλει στην εμφάνιση ακροδεξιού μορφώματος, με στόχο να λειτουργήσει - υποτίθεται - σαν δεξιά σφήνα και ανάχωμα στην προσπάθεια της ΝΔ να κατακτήσει την κυβερνητική εξουσία, αλλά ουσιαστικά για να εγκλωβίζει λαϊκές μάζες στην πολιτική του δικομματισμού με τον «μπαμπούλα» της «ακροδεξιάς». Φαίνεται πλέον ότι το αστικό πολιτικό σύστημα επιδιώκει να ενισχύει τη λειτουργία του με τη χρησιμοποίηση ακροδεξιών - εθνικιστικών «ζόμπι».

Αλλά ανεξάρτητα από τους εμπνευστές των ακροδεξιών στηριγμάτων του πολιτικού συστήματος, χρειάζεται να προσεγγίσουμε τη σχέση αστικής κοινοβουλευτικής «δημοκρατίας» και ακροδεξιών, εθνικιστικών φαινομένων ή και φασιστικών - δικτατορικών καθεστώτων. Το μανιχαϊστικό σχήμα της «καλής» αστικής δημοκρατίας και του «κακού» φασισμού προβάλλεται ως ένα εκβιαστικό δίλημμα, όταν η μήτρα που τα γεννά και τα δυο, παρά τις διαφορές τους, είναι οι ίδιες οι καπιταλιστικές κοινωνίες.

Για να απλοποιήσουμε τα πράγματα, θα ξεκινήσουμε από τη γνωστή μαρξιστική θέση, θεμέλιο λίθο του ιστορικού υλισμού, σύμφωνα με την οποία οι παραγωγικές σχέσεις οι οποίες αντιστοιχούν σε ένα ιστορικό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων είναι η πραγματική βάση πάνω στην οποία οικοδομείται, κτίζεται το πολιτικό εποικοδόμημα και οι διάφορες μορφές κοινωνικής συνείδησης. Η θέση αυτή έχει πολύ μεγάλη σημασία για να εξετάσουμε τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ της παραγωγικής βάσης, του συστήματος και του πολιτικού εποικοδομήματος. Αν δούμε ξεκομμένα από τις παραγωγικές σχέσεις τις μορφές που αναπτύσσονται στο πολιτικό εποικοδόμημα, τότε κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε παραμορφώσεις και κατά συνέπεια σε λάθος πολιτικά συμπεράσματα. Ετσι στο ερώτημα ποια σχέση υπάρχει μεταξύ του αστικού πολιτικού κοινοβουλευτικού συστήματος και των φασιστικών - δικτατορικών καθεστώτων, αν πιστέψουμε τους αστούς πολιτικούς τύπου Σημίτη και Λαλιώτη, που σε κάθε τους φράση πιπιλίζουν τη λέξη «δημοκρατία», αν πιστέψουμε τους αστούς αναλυτές, τότε μεταξύ των δυο αυτών μορφών διακυβέρνησης δεν υπάρχει καμιά απολύτως σχέση.

Είναι όμως έτσι τα πράγματα, υπάρχει σινικό τείχος μεταξύ της κοινοβουλευτικής «δημοκρατίας» και των φασιστικών καθεστώτων; Οχι, βέβαια. Μεταξύ των δυο αυτών μορφών διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος, υπάρχει θεμελιώδης σχέση. Και οι δύο μορφές εξουσίας υπηρετούν τον ίδιο θεό, υπηρετούν και υπερασπίζονται τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις, τις κυρίαρχες σήμερα κεφαλαιοκρατικές. Ετσι η Ελλάδα τον 20ό αιώνα έζησε όλες σχεδόν τις μορφές πολιτικής διαχείρισης του κεφαλαίου, από αυτή της αστικής δημοκρατίας, του αυταρχικού τσιφλικάδικου κράτους που δολοφόνησε τους κολίγους της Θεσσαλίας το 1910, το αυταρχικό κράτος του κεφαλαίου που γέμισε με καυτό μολύβι τους εργάτες της Θεσσαλονίκης το Μάη του 1936, τα φασιστικά καθεστώτα του Πάγκαλου, του Μεταξά και των συνταγματαρχών. Πέρα από τις διαφορές τους και τις διαβαθμίσεις τους στα ζητήματα λειτουργίας του αστικού πολιτικού συστήματος (κοινοβουλευτική δημοκρατία, δικτατορία), το κοινό τους σημείο ήταν ότι υπηρετούσαν όλα το ίδιο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, υπήρξαν πολιτικές μορφές διεκπεραίωσης των γενικών υποθέσεων της αστικής τάξης της Ελλάδας. Καμιά από τις πολιτικές αυτές μορφές, είτε η αστικοδημοκρατική είτε η ανοιχτά φασιστική, δεν αμφισβήτησε τα ξένα - ιμπεριαλιστικά υποστυλώματα του ελληνικού κεφαλαίου. Αντίθετα τα υπηρέτησαν και είναι γνωστό πλέον ότι οι μορφές που ελάμβανε κατά καιρούς το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας υπήρξαν το προϊόν και η θέληση της άρχουσας τάξης, με την αμέριστη στήριξη και ανάμειξη των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Αρα και το σύστημα της αστικής κοινοβουλευτικής «δημοκρατίας» και τα ανοιχτά φασιστικά καθεστώτα είναι παιδιά που βγήκαν από την ίδια μήτρα, είναι και τα δύο παιδιά των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, τις οποίες υπηρετούν και οι δύο πολιτικές εκφράσεις, και η «δημοκρατική», και η φασιστική, πιστά, παρά τις διαφορές τους στη μορφή διακυβέρνησης.

Αυτό ανεξάρτητα από το γεγονός ότι σε περιόδους ανοιχτής φασιστικής δικτατορίας εμφανίζονται ίσως πιο οξυμένα οι αντιθέσεις μέσα στο αστικό πολιτικό σύστημα, με αποτέλεσμα ένα μέρος του αστικού πολιτικού κόσμου να περάσει με το μέρος του φασιστικού καθεστώτος, ένα μέρος να αδρανοποιηθεί και ένα μικρότερο τμήμα να προσεγγίσει την αντιδικτατορική πάλη. Τέτοια εμπειρία έχει πλούσια η ελληνική πολιτική ζωή με τελευταίο παράδειγμα την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών. Το πρωτεύον όμως είναι ότι το σύνολο του πολιτικού συστήματος είναι θεματοφύλακες του κεφαλαίου, ενώ σαν δευτερεύον εκδηλώνεται το φαινόμενο ότι σε περιόδους κήρυξης δικτατορίας ένα μικρό μέρος του πολιτικού κόσμου θέτει στον ένα ή τον άλλο βαθμό ζητήματα δημοκρατικών ελευθεριών. Ο Σημίτης, ο Πρωτόπαππας, ο Λαλιώτης και άλλοι, που έχουν μετατραπεί σήμερα σε εμπόρους που πουλούν φασιστικά ξόανα, τύπου Καρατζαφέρη, για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου πασκίζουν, όπως και ο Καρατζαφέρης, ο καθένας με τον τρόπο του.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτά τα ζητήματα των σχέσεων «αστικής δημοκρατίας» - φασισμού. Η «αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία» δημιουργεί τις προϋποθέσεις για το πέρασμα σε αυταρχικά καθεστώτα μέχρι και την ανοιχτή δικτατορία, όταν το αστικό πολιτικό σύστημα για διάφορους λόγους δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στην προώθηση των συμφερόντων του κεφαλαίου. Τι ακριβώς εννοούμε; Το σύστημα της κοινοβουλευτικής «δημοκρατίας» μπορεί να χειραγωγεί με πιο αποτελεσματικούς τρόπους τη συνείδηση των λαϊκών μαζών, μόνο που οι δυνατότητές του δεν είναι απεριόριστες. Για παράδειγμα, όταν η λαϊκή δυσαρέσκεια δεν μπορεί να καμφθεί, όταν μπορεί να παίρνει μορφή αμφισβήτησης του πολιτικού συστήματος, ανεξάρτητα από το βαθμό πολιτικής συνειδητοποίησης των μαζών, τότε μπροστά στους κινδύνους η κοινοβουλευτική δημοκρατία μπορεί να αντικατασταθεί και από δικτατορία. Φαινόμενα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πρόσχημα σ' αυτό είναι και η διαφθορά, οι υπόγειες σχέσεις χρηματισμού πολιτικών αστικών κομμάτων με διάφορες μερίδες της αστικής τάξης (έχω χρηματοδοτήσει πολιτικούς, είχε δηλώσει ο σημερινός πρόεδρος του ΣΕΒ).

Ολα αυτά είναι τα συμπτώματα σαπίλας του αστικού πολιτικού συστήματος, που, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση κερδών των μεγαλοεπιχειρηματιών και την όξυνση των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων, με μια ανεργία που σπάζει κόκαλα, με την αγροτική ύπαιθρο σε αποσύνθεση, τα μικροαστικά στρώματα της πόλης να συμπιέζονται από την εισβολή των πολυεθνικών και την εχθρική κυβερνητική πολιτική, δίνουν τροφή σε ακροδεξιά, εθνικιστικά φαινόμενα τύπου Καρατζαφέρη. Μόνο που το λίπασμα για να αναπτυχθούν το έχει ρίξει η αστική «δημοκρατία» του Σημίτη, του Λαλιώτη και του Καραμανλή.

Ολα αυτά βεβαίως δεν υπονοούν ότι οπωσδήποτε θα αναπτυχθεί κίνημα με ακροδεξιές ή και φασιστικές προεκτάσεις στην Ελλάδα. Από τη δυνατότητα ως την πραγματικότητα, υπάρχει μεγάλη διαφορά. Αυτό που πρέπει όμως να γίνει καθαρό σε όσους ανησυχούν σχετικά με την «ακροδεξιά», με τις ρατσιστικές αντιλήψεις, είναι ότι το πιο αποτελεσματικό φάρμακο είναι ο καυστηριασμός της μήτρας που γεννοβολάει τις αντιλήψεις αυτές. Που δεν είναι άλλη από τη μήτρα που γεννάει και αναπαράγει τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις. Το κεφάλαιο γεννοβολάει το φασισμό μαζί με την αστική «δημοκρατία» και αυτό πρέπει να καυτηριάσουμε. Απάντηση στο πώς δίνει ο δρόμος του αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου πάλης.


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ