Αλλη μια κάλπικη αντιπαράθεση έστησαν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ την Παρασκευή στη Βουλή, στο πλαίσιο Ερώτησης του Ν. Ανδρουλάκη για την ακρίβεια και το ιδιωτικό χρέος, η οποία απαντήθηκε από τον Κυρ. Μητσοτάκη.
Ο Ν. Ανδρουλάκης αναλώθηκε σε σειρά συγκρίσεων με τους ...μέσους όρους της ΕΕ και της Ευρωζώνης (λες και εκεί τα λαϊκά στρώματα δεν βιώνουν τη σχετική και απόλυτη φτώχεια και δεν είναι θύματα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης), ενώ επέμεινε για γνωστά μέτρα - παρωδία όπως «αρχές που να λειτουργούν, που να βάζουν πρόστιμα», ή σχετικά με το ιδιωτικό χρέος «να υπάρχει ισχυρός κώδικας δεοντολογίας για τα funds», «να έχει ο πολίτης πρόσβαση στον φάκελό του» και άλλα τέτοια στα όρια της φαιδρότητας.
Παίρνοντας τη μία πάσα μετά την άλλη, ο Μητσοτάκης επανέλαβε για χιλιοστή φορά ότι το «αυξημένο κόστος ζωής» «αποτελεί ένα φαινόμενο διεθνές» που «απασχολεί όλα τα κράτη», αποδίδοντάς το στην πανδημία, στην «ενεργειακή κρίση ως απότοκο του πολέμου στην Ουκρανία» και τώρα στην «παγκόσμια μάχη των δασμών».
Αράδιασε εξάλλου μια σειρά μαγειρεμένα στοιχεία για να ισχυριστεί ότι «η Ελλάδα συνολικά είχε χαμηλότερο πληθωρισμό αυτά τα 5,5 χρόνια απ' ό,τι η Ευρώπη», και ότι ...μόνο «σε ορισμένες υποκατηγορίες του γενικού δείκτη τιμών, πράγματι τα πήγαμε χειρότερα από την Ευρώπη». Ανέφερε τα τρόφιμα, όπου στην ΕΕ «οι τιμές αυξήθηκαν περίπου 40%» και στην Ελλάδα ...μόλις 37,6%. «Τα πήγαμε καλύτερα στην Ενέργεια, τα πήγαμε χειρότερα στα ενοίκια», πρόσθεσε, στη λογική «και μη χειρότερα».
Για «λύση» παρουσίασε τις αυξήσεις - ψίχουλα που ανακοίνωσε ήδη από τη ΔΕΘ, με βάση πάντα το περιλάλητο «ύψος του δημοσιονομικού χώρου», όπως είπε, και «το επίπεδο των πόρων που η ελληνική οικονομία μπορεί να διαθέσει» «για να μπορούμε να είμαστε συνεπείς με τους ευρωπαϊκούς μας στόχους, να μην τεθεί ξανά η ελληνική οικονομία σε καθεστώς επιτήρησης και να μπορούμε να πετυχαίνουμε διαρκείς αναβαθμίσεις, οι οποίες μειώνουν το κόστος δανεισμού και αυξάνουν την αξιοπιστία της χώρας», επιβεβαιώνοντας τα μνημόνια διαρκείας και τις στερήσεις στον λαό ώστε να απελευθερώνονται έξτρα πόροι για το κεφάλαιο.