Eurokinissi |
Στο πλαίσιο αυτό, μια σειρά αστικά επιτελεία εκφράζουν τους προβληματισμούς τους για τη μέχρι τώρα απόδοση της στήριξης της κερδοφορίας του κεφαλαίου, αλλά και για το ποια πρέπει να είναι τα επόμενα βήματα, περιγράφοντας ουσιαστικά τα καθήκοντα για τη σημερινή κυβέρνηση, τις επόμενες και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα.
Το τελευταίο διάστημα, λοιπόν, πληθαίνουν οι τοποθετήσεις επιχειρηματιών, στελεχών της αγοράς, εργοδοτικών ενώσεων κ.ά. που χαρακτηρίζουν «χαμένη ευκαιρία» το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο και ολοκληρώνεται τον Αύγουστο του 2026. Ξεχωρίζουν ως κύριο το ότι ο τρόπος αξιοποίησης των άνω των 35 δισ. του ΤΑΑ αλλά και των 32 δισ. ευρώ του ΕΣΠΑ 2021 - 2027 δεν βελτίωσε ουσιαστικά την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα της οικονομίας, ιδιαίτερα σε στρατηγικούς κλάδους.
Αιτιολογούν αυτήν την εκτίμηση με μια σειρά δείκτες, όπως η χαμηλότερη από τα προσδοκώμενα αύξηση των επενδύσεων, που κι αυτή περιορίστηκε στον Τουρισμό και στα ακίνητα, το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, η εξάρτηση της βιομηχανίας από τις εισαγωγές κ.ά. Οι τοποθετήσεις αυτές συγκλίνουν στην άμεση ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού προσανατολισμού της χώρας, κάτι που βέβαια αποτελεί και πεδίο αντιπαράθεσης μερίδων του κεφαλαίου.
Η αγωνία τους μεγαλώνει ακόμα περισσότερο εξαιτίας του ότι μετά την ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών πακέτων ενίσχυσης δεν θα τα διαδεχτούν πανομοιότυπα, αλλά προσαρμοσμένα πλέον στην πολεμική οικονομία. Η αναδιανομή των κονδυλίων είναι ήδη ορατή στον προϋπολογισμό της ΕΕ για την περίοδο 2028 - 2034, που προβλέπει μεταξύ άλλων 500% αύξηση στις δαπάνες για την «άμυνα», ενώ σε ισχύ έχει τεθεί και ο ΝΑΤΟικός στόχος του 5% του ΑΕΠ για κάθε κράτος - μέλος. Στην Ελλάδα η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει 25 δισ. για αντίστοιχες δαπάνες την επόμενη δωδεκαετία.
Παρότι όμως οι επιχειρηματικοί όμιλοι ακονίζουν τα μαχαιροπίρουνά τους για τη νέα «πίτα» δισεκατομμυρίων, κάποιοι θα μείνουν «στην απέξω», ενώ έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορέσουν όλοι να προσαρμόσουν τη δραστηριότητά τους για να απορροφήσουν τέτοιους πόρους. Σπαζοκεφαλιά αποτελεί και το ποσοστό των νέων εξοπλισμών που θα αφορά την εγχώρια παραγωγή, με τις κυβερνητικές αναφορές μέχρι στιγμής να μιλάνε για 25%, ενώ οι επιχειρηματικοί όμιλοι ζητούν τουλάχιστον 30%.
Μεγάλο μέρος της συζήτησης αφορά το κατά πόσο προωθείται επιτυχημένα η στρατηγική επιδίωξη της αστικής τάξης για τη μετατροπή της Ελλάδας σε κόμβο Μεταφοράς και Ενέργειας.
Ο κεντρικός αυτός στόχος περνά μέσα από την ανάληψη πιο ενεργού ρόλου στους σχεδιασμούς των ΕΕ - ΗΠΑ - ΝΑΤΟ, ενώ σκοντάφτει στη γεωστρατηγική αντιπαράθεση με άλλες αστικές τάξεις και ιμπεριαλιστικά μπλοκ. Ιδιαίτερα μετά και τις τελευταίες εξελίξεις με το τουρκολιβυκό σύμφωνο και την αμφισβήτηση θαλάσσιων περιοχών, από διάφορες φωνές εκφράζονται αμφιβολίες για τους κυβερνητικούς χειρισμούς.
Από κοντά έρχεται και η καθυστέρηση των σχεδίων ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ, που αμφισβητείται από την Τουρκία, τα «μπρος - πίσω» με τον «East Med» κ.ο.κ Στο ίδιο πλαίσιο, εντείνονται οι πιέσεις για περαιτέρω παρουσία των ΗΠΑ σε υποδομές της Ελλάδας (π.χ. λιμάνια) και πιο αποφασιστική απεξάρτηση από ρωσικές και κινεζικές επενδύσεις. Σε κάθε περίπτωση είναι δεδομένη η εμβάθυνση της εμπλοκής στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, στους πολέμους και στα παζάρια, με χαρακτηριστικές τις υπογραμμίσεις ότι αυτήν την περίοδο παίζει ρόλο η «ισχύς».
Αυτές οι ανησυχίες και αντιθέσεις είναι που διαπερνούν σήμερα και τις διεργασίες για την αναμόρφωση του αστικού πολιτικού σκηνικού, τις ζυμώσεις και αντιπαραθέσεις, ακόμα και τα «άπλυτα» που βγαίνουν στη φόρα με τα σκάνδαλα, στην κούρσα από παλιά και νέα κόμματα, πρόσωπα και ομάδες για να κερδηθεί η εμπιστοσύνη της αστικής τάξης.
Με την ανάγκη για διαφύλαξη της «κοινωνικής συνοχής» και για εξουδετέρωση της λαϊκής αγανάκτησης να διαπερνά τις διεργασίες, διόλου τυχαία, παρουσιάζεται ως επιτακτική πια ανάγκη για το σύστημα η συγκρότηση του εναλλακτικού πόλου διακυβέρνησης. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο «κουμπώνει» και η συζήτηση για την αναστήλωση της σοσιαλδημοκρατίας, με τον ειδικό ρόλο που πάντα παίζει στη λαϊκή ενσωμάτωση.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι η αντιπολιτευτική γραμμή δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας κάνει προσπάθεια να ενσωματώσει προβληματισμούς και κριτικές που γίνονται από μερίδες της αστικής τάξης απέναντι στην κυβέρνηση, όπως περιγράφονται παραπάνω. Αν παρακολουθήσει κανείς την επιχειρηματολογία στελεχών του ΠΑΣΟΚ ή του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και «προβληματισμούς» του επιτελείου Τσίπρα - για τον οποίο σχεδιάζεται να ξαναβγεί στο προσκήνιο - όπως αυτοί δημοσιεύτηκαν σε ρεπορτάζ στον αστικό Τύπο, η συνισταμένη είναι κοινή: Αποτυχία της κυβέρνησης να αξιοποιήσει τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, μοίρασμα χρήματος μόνο σε «κολλητούς» και σκάνδαλα, κίνδυνος η χώρα να ξεμείνει από ευρωπαϊκούς πόρους, κάτι που θα οδηγήσει σε νέα μνημόνια. Και, βέβαια, γι' αυτόν τον λόγο όλοι συγκλίνουν στην ανάγκη για «νέο παραγωγικό μοντέλο».
Πάνω σ' αυτές τις ανάγκες τμημάτων της αστικής τάξης, οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας αντιπαραβάλλουν τις ικανότητές τους σε σχέση με αυτές της σημερινής κυβέρνησης της ΝΔ. Ενόψει των επικείμενων διαπραγματεύσεων για τα ευρωπαϊκά κονδύλια, μάλιστα, προειδοποιούν ότι η ΝΔ δεν θα μπορεί να σταθεί με αξιώσεις, αφού τη βαραίνουν σκάνδαλα, ενώ όπως τονίζουν έχει μετατρέψει τη χώρα σε «μαύρο πρόβατο της ΕΕ».
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εντάχθηκε και η συζήτηση για τα 10 χρόνια από το δημοψήφισμα, με τη ΝΔ να θυμίζει ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ οδήγησε τη χώρα «στο χείλος της καταστροφής», ενώ ΣΥΡΙΖΑ - Νέα Αριστερά και Τσίπρας έριχναν ως «δυνατό χαρτί» τους το ότι «έβγαλαν τη χώρα από τα μνημόνια» με μια διαπραγμάτευση εντός της ΕΕ, και ότι τώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανοίγει τον δρόμο για «νέα εποπτεία». Από την πλευρά της η ΝΔ προτάσσει την ανάγκη σταθερότητας, που ισχυρίζεται ότι μόνο αυτή μπορεί να τη διαφυλάξει, μέσα από το «γκάζι» στις αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις. Στην εξωτερική πολιτική, υπερασπίζεται τις πρωτοβουλίες της κατηγορώντας μάλιστα προκατόχους της, ακόμα και την κυβέρνηση Καραμανλή, για «ακινησία».
Τόσο οι στρατηγικές τους επιλογές όσο και τα ποσοστά συγκλίσεων ανάμεσα στη ΝΔ και σε δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας σε ψηφοφορίες στη Βουλή, που ξεπερνούν ακόμα και το 40%, επιβεβαιώνουν ότι πρόκειται για ανταγωνισμούς στο έδαφος της επίθεσης του κεφαλαίου στην εργατική τάξη και στα άλλα λαϊκά στρώματα. Ενας ανταγωνισμός που δεν έχει καμία σχέση με τα εργατικά - λαϊκά συμφέροντα, τα οποία τσακίζονται από την πολιτική που υπηρετούν όλες μαζί οι δυνάμεις του κεφαλαίου.