Κυριακή 12 Αυγούστου 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Το Γ` ΚΠΣ για τον τομέα «Υγεία - Πρόνοια»

Στις 4/4/2001 εγκρίθηκε από την ΕΕ το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα (ΕΠ) «Υγεία - Πρόνοια», που εντάσσεται στον προαναφερόμενο άξονα του Γ` ΚΠΣ και αντιπροσωπεύει το 28,3% του άξονα αυτού.

Ο προϋπολογισμός του προγράμματος ανέρχεται σε 174,909 δισ. δρχ., εκ των οποίων τα 131,182 δισ. δρχ. αποτελούν κοινοτική χρηματοδότηση, ενώ τα 43,728 δισ. δρχ. εθνική χρηματοδότηση.

Η κοινοτική χρηματοδότηση γίνεται μέσω των διαρθρωτικών ταμείων. Συγκεκριμένα, από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ) 75 δισ. δρχ., το οποίο, όπως αναφέρεται, «συμβάλλει ενεργά και άμεσα στη δημιουργία προϋποθέσεων ύπαρξης ικανού αριθμού και κατάλληλων δεξιοτήτων ανθρώπινου δυναμικού, προκειμένου να υλοποιηθούν αποτελεσματικά και να λειτουργήσουν αποδοτικά οι υποδομές και οι παραγωγικές επενδύσεις που συγχρηματοδοτούνται από τα υπόλοιπα Διαρθρωτικά Ταμεία». Στον τομέα Υγεία - Πρόνοια, μεγάλο μέρος στηρίζει το ΕΤΠΑ (Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης) 56 δισ. δρχ., που στόχο έχει, όπως λέει, «τη συμπλήρωση της υποδομής σε κέντρα παροχής ολοκληρωμένης κοινωνικής προστασίας, ανάπτυξη νέων δράσεων στον τομέα της παιδικής προστασίας, υποστήριξη εθελοντισμού και ανάπτυξη συστημάτων προσφοράς κοινωνικών υπηρεσιών, δράσεις λειτουργικού εκσυγχρονισμού των υπαρχουσών μονάδων υγείας κλπ.».

Από τους στόχους που έχουν τα διαρθρωτικά ταμεία, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν μια ενέργεια, διαφαίνεται και ο γενικός στόχος, που πάει να εξυπηρετήσει το Γ` ΚΠΣ. Αυτοί οι πόροι αποτελούν σε κοινοτικό και εθνικό - κρατικό επίπεδο συγκέντρωση της υπεραξίας των εργαζομένων και μετατροπή της σε κεφάλαιο, που χρησιμοποιείται με βάση κεντρικό σχεδιασμό (εθνικό - κρατικό με κοινοτική έγκριση) για τη διευκόλυνση της αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου, στα πλαίσια, όχι μόνον της εθνικής, αλλά και της ευρωενωσιακής αγοράς.

Το οικονομικό πεδίο της χώρας μας, μέσα στο οποίο θα λειτουργήσουν οι χρηματοδοτήσεις του Γ` ΚΠΣ, όπως οι ίδιοι το περιγράφουν, είναι το εξής: «Η αγορά απελευθερώθηκε, ο ρόλος του κράτους περιορίστηκε, τόσο στο κανονιστικό, όσο και στο ιδιοκτησιακό επίπεδο και τα κρατικής ακόμα ιδιοκτησίας ιδρύματα, συμπεριφέρονται όλο και περισσότερο με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια».

Οι ανατροπές στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας - Πρόνοιας, που ξεκίνησε η κυβέρνηση με την Περιφερειακή Συγκρότηση των συστημάτων Υγείας, την κατάργηση του δημόσιου χαρακτήρα των νοσοκομείων, τη δημιουργία ΑΕ για διάφορες υπηρεσίες και τμήματα των νοσοκομείων, τη λειτουργία ιδιωτικών απογευματινών ιατρείων στα νοσοκομεία, την αναμενόμενη δημιουργία του Οργανισμού Διαχείρισης Πόρων Υγείας, εξυπηρετούν τον στόχο αυτό και σ' αυτήν την κατεύθυνση κινούνται.

Για να λειτουργούν όλα αυτά, χρειάζεται και το ανάλογο «ανθρώπινο δυναμικό», το οποίο θα πρέπει «να εκπαιδευτεί» και «να καταρτιστεί», για να γίνει αποδοτικό στις νέες συνθήκες. Γι' αυτό, μεγάλο μέρος των κονδυλίων πηγαίνει γι' αυτό το σκοπό.

Στο αντίστοιχο κεφάλαιο, γίνεται η εξής διαπίστωση:

«Μεγάλο μέρος του αργούντος δυναμικού αποτελείται από νέους που είναι περισσότερο ευπροσάρμοστοι και από αποφοίτους της δευτεροβάθμιας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίοι, αν μη τι άλλο, πρέπει να διαθέτουν συγκριτικά αυξημένη νοημοσύνη και μαθησιακή ικανότητα... για την εξεύρεση ανειδίκευτου κυρίως εργατικού δυναμικού, που να ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας γρήγορης ανόδου, διέξοδος μπορεί να βρεθεί και στις αγορές εργασίας των γειτονικών χωρών».

Οι διαπιστώσεις αυτές φανερώνουν την επιθυμία του κεφαλαίου για απόκτηση ενός εργατικού δυναμικού, νέου ηλικιακά, για να μπορεί να αφομοιώσει, να αποδώσει και να ενσωματωθεί καλύτερα και πιο γρήγορα, μορφωμένο και χωρίς εργασιακές και κοινωνικές απαιτήσεις λόγω της ηλικίας ή της κοινωνικής και οικονομικής άσχημης κατάστασης που βρίσκεται, όπως οι μετανάστες.

Αδυναμίες, ανάγκες, προβλήματα

Στο κεφάλαιο αυτό, για τις κοινωνικές υπηρεσίες, διαπιστώνονται τα εξής: «Στον τομέα της Υγείας, με την ολοκλήρωση της υποδομής που δημιουργείται με πόρους του Β` ΚΠΣ, ιδιαίτερα στις Περιφέρειες, τα καθαρά ποσοτικά προβλήματα στην παροχή υπηρεσιών αντιμετωπίζονται σε μεγάλο βαθμό (η υπογράμμιση δική μας)... η έμφαση μετατοπίζεται... σε θέματα καλύτερης λειτουργίας της υφιστάμενης υποδομής και βελτίωσης της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών..., ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα, σε σχέση με τα οποία έγιναν πολύ λίγα στο Β` ΚΠΣ».

Οι ελλείψεις στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας είναι τόσες πολλές και σε υποδομή και σε βιοϊατρική τεχνολογία και σε ξενοδοχειακό εξοπλισμό και σε προσωπικό όλων των ειδικοτήτων και σε αστικά κέντρα, αλλά και στην περιφέρεια, που δεν καλύφτηκαν ούτε με τα κονδύλια του Β` ΚΠΣ, πολύ περισσότερο, δε θα καλυφθούν με το μονόπλευρο προσανατολισμό για «καλύτερη λειτουργία της υφιστάμενης υποδομής» των κονδυλίων του Γ` ΚΠΣ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο τελευταίος νόμος για τα ΠΕΣΥ μιλάει για κατάργηση, συγχώνευση και αναδιοργάνωση των νοσοκομείων ή τμημάτων και κλινικών τους και για αξιοποίηση της υπάρχουσας υποδομής στην ΠΦΥ, δηλ. τα λιγοστά πολυιατρεία του ΙΚΑ και των άλλων ασφαλιστικών ταμείων και τα ΚΥ αγροτικού τύπου.

Για την Πρόνοια

«Στον τομέα της Πρόνοιας υπάρχουν ακόμη σοβαρά κενά, τόσο από την άποψη της υποδομής και της κατανομής της στο χώρο, όσο και από την άποψη της κάλυψης του πληθυσμού και της στάθμης των προσφερόμενων υπηρεσιών. Ετσι, η προσπάθεια πρέπει να στραφεί σε μια ρεαλιστική αξιολόγηση των αναγκών (υπογραμμίσεις δικές μας) κατά είδος υπηρεσίας και στο χώρο και σ' ένα σχεδιασμό, που θα έχει ως αντικείμενο να καλύψει κατά περίπτωση τα ποσοτικά και ποιοτικά κενά», αναφέρεται σχετικά.

Οι ελλείψεις σήμερα στον τομέα της Πρόνοιας είναι τόσες και τέτοιες και διαρκώς αυξανόμενες λόγω της αντιλαϊκής πολιτικής, που δεν μπορούν να καλυφθούν, γι' αυτό και τις αναγνωρίζουν. Η κατεύθυνση, όμως, που έχουν για την αντιμετώπισή τους, μέσω των κονδυλίων του Γ` ΚΠΣ, είναι η παροχή προνοιακής φροντίδας μόνο σε ορισμένες κατηγορίες, τους τελείως εξαθλιωμένους και όχι σε όλους που την έχουν ανάγκη. Με τον τρόπο αυτό, μειώνουν τις δημόσιες - κρατικές δαπάνες, συνεχίζουν να προπαγανδίζουν περί «του κοινωνικού προσώπου» ΕΕ και κυβέρνησης, εντείνουν το βαθμό εκμετάλλευσης εργαζομένων (μέσα από αυτή τη διαδικασία κερδίζει περισσότερα το κεφάλαιο) και, ταυτόχρονα, αφήνουν ανοιχτό το δρόμο για επενδύσεις του κεφαλαίου, σε τομείς όπου μέχρι τώρα δραστηριοποιούνταν κυρίως το κράτος.

Οι ίδιοι ομολογούν...

Δεν υπάρχουν περιθώρια άσκησης επιπλέον προνοιακής πολιτικής μέσω κρατικού προϋπολογισμού (υπάρχει και το Σύμφωνο Σταθερότητας). Ο,τι γίνει σ' αυτόν τον τομέα, όπως και στους άλλους, θα είναι μέσω του Γ` ΚΠΣ. Αυτό διατυπώνεται σαφώς ως εξής: «Το περίσσευμα εθνικών πόρων θα είναι ανεπαρκές για την άσκηση παράλληλης εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής».

Ομως, και οι ίδιοι αναγνωρίζουν ότι οι κοινωνικές ανάγκες θα αυξηθούν. Λένε ότι «έχουν ήδη γίνει πάρα πολλά προς την κατεύθυνση των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών, αλλά η διαδικασία δεν έχει ολοκληρωθεί. Πολλά απομένουν ακόμη να γίνουν και η πραγματοποίησή τους θα εξακολουθήσει να δημιουργεί σοβαρό κοινωνικό κόστος, με τη μορφή αυξημένης ανεργίας, οικονομικών ανισοτήτων στο χώρο και μεταξύ κοινωνικών ομάδων και ανατροπών στις συνθήκες δουλιάς και ζωής όλων όσοι θα θιγούν από τις αναγκαίες μεταβολές. Ετσι, οι ανάγκες για κοινωνική στήριξη όσων θα επηρεαστούν αρνητικά από τις αλλαγές αυτές είτε γενικότερα είτε σ' ένα μεταβατικό στάδιο, θα εξακολουθήσουν για αρκετά χρόνια να είναι μεγάλες».

Οι αναδιαρθρώσεις αυτές θα πλήξουν το σύνολο της εργατικής τάξης και μεγάλο μέρος της αγροτιάς και των επαγγελματοβιοτεχνών, με διαφορετική, ίσως, ένταση για τα διάφορα τμήματα των λαϊκών στρωμάτων. Γι' αυτό οι αστοί θέλουν έγκαιρα να πάρουν τα μέτρα τους, ώστε να προλάβουν την όξυνση της ταξικής πάλης και να καθυποτάξουν το λαϊκό κίνημα.

Για να αιτιολογήσουν, όμως, το γεγονός πως οι κοινωνικές ανάγκες θα αυξάνουν, αλλά τα κονδύλια γι' αυτές θα μειώνονται, διατυπώνουν τον εξής συλλογισμό: «...οι κοινωνικές ανάγκες είναι κατά βάση συνάρτηση του πληθυσμού, ο οποίος, σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις, θα αυξάνει με χαμηλούς ρυθμούς και ο οποίος το 2006 θα είναι κατά λίγες μόνο εκατοστιαίες μονάδες μεγαλύτερος από το σημερινό. Οι ανάγκες, όμως, σε οικονομική υποδομή είναι περισσότερο συνάρτηση του ΑΕΠ, ο ρυθμός ανόδου του οποίου θα είναι κατά πάσα πιθανότητα πολλαπλάσιος του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού. Ετσι, π.χ. οι φόρτοι σε ορισμένα αεροδρόμια και οι αντίστοιχες ανάγκες σε υποδομή μπορεί να διπλασιάζονται σε μια δεκαετία, ενώ ο αριθμός των ασθενών σε μια περιοχή να αυξάνει οριακά μόνο».

Ο συλλογισμός αυτός είναι μιας πρώτης τάξης συγκάλυψη της φιλομονοπωλιακής πολιτικής. Διότι οι «οικονομικές υποδομές» δε γίνονται με κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες - άσχετα, αν, τελικά, τις ακριβοπληρώνουμε και αυτές - αλλά γίνονται με μοναδικό κριτήριο την εξυπηρέτηση των κεφαλαιοκρατών.

Ομως, και πάλι με δικά τους στοιχεία, δεν προβλέπεται μείωση των ασθενών, το αντίθετο αναμένεται να συμβεί. Στοιχεία, που αναφέρονται στο πρόγραμμα της ΠΟΥ για τον 21ο αιώνα, δείχνουν ότι αναμένεται αύξηση της νοσηρότητας, κυρίως σε καρκίνο, καρδιαγγειακά, μυοσκελετικά και ψυχικά νοσήματα. Μάλιστα, τα καρδιοαγγειακά νοσήματα (παθήσεις καρδιάς και αγγείων του εγκεφάλου) αποτελούν την κύρια αιτία θανάτου στις μεγάλες ηλικίες. Σε σημαντικό αριθμό ασθενών, αφήνουν μέτρια ή μεγάλα προβλήματα, όπως μειωμένη σωματική ικανότητα, χειρότερη επαγγελματική κατάσταση, ψυχολογικές και συναισθηματικές διαταραχές.

Επίσης, η βρεφική θνησιμότητα το 1996 ήταν 7,3 ανά 1.000 γεννήσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ και είναι από τις υψηλότερες στην ΕΕ. Επίσης, αναφέρεται ότι «κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών τα υγειονομικά προβλήματα έχουν μεταβληθεί ριζικά, εξαιτίας της δημογραφικής γήρανσης και της επικράτησης των χρόνιων και εκφυλιστικών νοσημάτων».


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ