Την ίδια ώρα, η συγκρότηση και νέων «θεσμών» εποπτείας για διασφάλιση της απαρέγκλιτης εφαρμογής του τρίτου μνημονίου, βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα των αντιλαϊκών διεργασιών και των οξυμένων ανταγωνισμών στην Ευρωζώνη.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης σχεδόν συντεταγμένα, θέτουν ζήτημα «πολιτικής εμπιστοσύνης», που, όπως φαίνεται, δεν αφορά μόνο στην προσαρμογή του αστικού πολιτικού σκηνικού της χώρας, αλλά και στη διαμόρφωση «κατάλληλων» υποστηρικτικών μηχανισμών, που θα αναλάβουν την εποπτεία, την αξιολόγηση, την πιστή εφαρμογή των αντιλαϊκών μέτρων, βήμα - βήμα.
Σε κάθε περίπτωση, η αξιολόγηση των αντιλαϊκών μέτρων της «επόμενης μέρας», θα είναι ασύγκριτα σκληρότερη σε σχέση με τα προηγούμενα μνημόνια, η καθοδήγηση και η αξιολόγηση θα γίνονται σε καθημερινή βάση, ενώ επί της ουσίας η «δημόσια διοίκηση» θα εποπτεύεται από μηχανισμό της Ευρωζώνης, που θα έχει μόνιμη παρουσία στη χώρα. Δεν είναι τυχαίο ότι υψηλόβαθμοι παράγοντες της Ευρωζώνης κάνουν λόγο για «ανικανότητα» της ελληνικής «δημόσιας διοίκησης», εστιάζοντας στην ανάγκη νέας αναβαθμισμένης «Ομάδας Εργασίας» («Task Force»), η οποία και θα αναλάβει τη σχετική αρμοδιότητα.
Να σημειωθεί ότι η γαλλική κυβέρνηση, στο πλαίσιο της προηγούμενης «Ομάδας Εργασίας» της ΕΕ, είχε αναλάβει το ρόλο του συμβούλου των ελληνικών κυβερνήσεων σε θέματα δημόσιας διοίκησης. Και βέβαια, μέσω της μόνιμης αποστολής υψηλής ειδίκευσης «τεχνικών κλιμακίων», είναι φανερό ότι διεκδικεί ενεργότερο ρόλο στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου...
Αποκαλυπτικό των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων είναι και το... «εσωτερικό έγγραφο εργασίας», του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, το οποίο, σύμφωνα με τον διεθνή Τύπο, επιδόθηκε από τον Β. Σόιμπλε, σε ορισμένους από τους ομολόγους του, στην προχτεσινή συνεδρίαση του Γιούρογκρουπ.
Το γερμανικό έγγραφο, που σκοπίμως «διέρρευσε» αναφέρει «δύο δρόμους» για την Ελλάδα.
Συγκεκριμένα:
Εξάλλου, στις προτάσεις της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ προς τους «θεσμούς», περιλαμβάνεται και αυτή για την πώληση του τελευταίου μετοχικού πακέτου (10%), που έχει απομείνει υπό κρατική ιδιοκτησία στον ΟΤΕ, μεγαλομέτοχος του οποίου είναι το γερμανικό μονοπώλιο της «Deutsche Telekom», με εμφανιζόμενο ποσοστό συμμετοχής στο 40%.