Η ταινία, που από οικονομική - αρχικά - αποτυχία έγινε αμέσως κλασικό «καλτ» φιλμ, υποτίθεται ότι θα βασιζόταν σε ένα πρωτότυπο μυθιστόρημα του Τζέιμς Χέλβικ. Η ιστορία αυτού του ημισοβαρού θρίλερ, που θα έθιγε τα «κακά» της αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης, στην αρχή ήταν τοποθετημένη σε μια μικρή πόλη της Γαλλίας. Ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ αυτό τουλάχιστον είχε υπόψη του, όταν υπέγραφε το συμβόλαιο της ταινίας και εν μέρει την χρηματοδοτούσε. Ο Χιούστον, όμως, που ξαφνικά αποφάσισε να γυρίσει μια κωμωδία σε μια ιταλική κωμόπολη, ακύρωσε το πρωτότυπο σενάριο που κρατούσε στα χέρια του από την πρώτη ήδη μέρα των γυρισμάτων και προσέλαβε το νεαρό Τρούμαν Καπότε, για να ξαναγράψουν μαζί το σενάριο από την αρχή. Τον έφερε στο Ραβάλο της Ιταλίας και το σενάριο γραφόταν παράλληλα με τα γυρίσματα, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των διαλόγων ολοκληρωνόταν λίγο πριν αναλάβει ρόλο η κάμερα.
Υπάρχουν στιγμές στην ταινία, που κανείς αισθάνεται τον Καπότε να καγχάζει τον εαυτό του, επιβάλλοντας απίθανους διαλόγους στους χαρακτήρες. Στην Ιταλιάνα Λολομπρίτζιντα που έκανε την πρώτη της αγγλόφωνη ταινία, στον Μπόγκαρτ που περιγράφει το παρελθόν του: «Ημουν ένα ορφανό μέχρι τα είκοσί μου. Στη συνέχεια, μια πλούσια και όμορφη κυρία με υιοθέτησε» και ιδίως στον Πέτερ Λόρε, με το φημισμένο μονόλογο για το χρόνο: «Ο χρόνος... - λέει ο Λόρε - Τι είναι ο χρόνος; Οι Ελβετοί τον κατασκευάζουν. Οι Γάλλοι τον κρατούν. Οι Ιταλοί τον σπαταλούν. Οι Αμερικάνοι λένε ότι ο χρόνος είναι χρήμα. Οι Ινδουιστές λένε ότι δεν υπάρχει... Ξέρεις τι λέω εγώ; Οτι ο χρόνος είναι ένας απατεώνας».
Μεγάλο μέρος χιούμορ παράγουν οι δύο γλυκύτατες και ταλαντούχες ηθοποιοί, η Τζόουνς, που υποδύεται μια γυναίκα από εκείνες που άθελά τους ξεφουρνίζουν ακριβώς ό,τι τους έρχεται στη γλώσσα και η Λολομπρίτζιντα, που περιφέρεται από το πρωί ως το βράδυ με προκλητικές τουαλέτες, αλλά και η συμμορία του Μόρλεϊ, του απατεώνα με το υπέροχο παγωτατζίδικο κουστούμι, που τριγυρίζει ανάρμοστα ντυμένη για το ζεστό καιρό, ιδρώνει και στριφογυρίζει, ενώ ο Λόρε ατάραχος ρουφά συνεχώς ένα τσιγάρο, με μια βάση που κρατά σαν φλάουτο.
Γεννώνται αμφιβολίες από τη διαδοχή των σκηνών που είναι φωτεινές, τους σπιρτόζικους, κοφτούς και υπαινικτικούς διαλόγους, τους ανδρικούς χαρακτήρες καρικατούρες και τις γυναίκες με το ισχυρό ένστικτο αυτοσυντήρησης και την τετράγωνη λογική. Με την ταινία του αυτή, ο Τζον Χιούστον δείχνει πόσο πολύ έχασε το Χόλιγουντ υποτιμώντας τους καρατερίστες ηθοποιούς...
Παραγωγή: «Beat the Devil» - ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Ιταλία (1953)