Πέμπτη 2 Ιούλη 2015
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΤΖΟΝ ΧΙΟΥΣΤΟΝ
Πιο δυνατός απ' το διάβολο

Από αύριο, ο θερινός «Ζέφυρος» (Τρώων 36, Ανω Πετράλωνα - Θησείο) θα φιλοξενεί την απολαυστικά κυνική νουάρ κωμωδία, με ανεξίτηλο το αποτύπωμα του μεγάλου Αμερικανού σκηνοθέτη Τζον Χιούστον, «Πιο δυνατός απ' το διάβολο» (1953). Η γοητευτική ασπρόμαυρη συμπαραγωγή ΗΠΑ, Βρετανίας και Ιταλίας χαρακτηρίζεται δικαίως μικρό διαμαντάκι. Πέραν του εντυπωσιακού καστ με αναγνωρίσιμους καρατερίστες σαν τον Ρόμπερτ Μόρλεϊ, τον Πέτερ Λόρε, τους Μάρκο Τούλι και Σάρο Ούρτζι, με τον τεράστιο διαχρονικό γόη Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και πανέμορφες γυναίκες σαν την Τζίνα Λολομπρίτζιντα και την Τζένιφερ Τζόουνς, σημειώνουμε ότι το σενάριο της ταινίας έγραψε ο 28χρονος τότε Τρούμαν Καπότε...

Η ταινία, που από οικονομική - αρχικά - αποτυχία έγινε αμέσως κλασικό «καλτ» φιλμ, υποτίθεται ότι θα βασιζόταν σε ένα πρωτότυπο μυθιστόρημα του Τζέιμς Χέλβικ. Η ιστορία αυτού του ημισοβαρού θρίλερ, που θα έθιγε τα «κακά» της αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης, στην αρχή ήταν τοποθετημένη σε μια μικρή πόλη της Γαλλίας. Ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ αυτό τουλάχιστον είχε υπόψη του, όταν υπέγραφε το συμβόλαιο της ταινίας και εν μέρει την χρηματοδοτούσε. Ο Χιούστον, όμως, που ξαφνικά αποφάσισε να γυρίσει μια κωμωδία σε μια ιταλική κωμόπολη, ακύρωσε το πρωτότυπο σενάριο που κρατούσε στα χέρια του από την πρώτη ήδη μέρα των γυρισμάτων και προσέλαβε το νεαρό Τρούμαν Καπότε, για να ξαναγράψουν μαζί το σενάριο από την αρχή. Τον έφερε στο Ραβάλο της Ιταλίας και το σενάριο γραφόταν παράλληλα με τα γυρίσματα, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των διαλόγων ολοκληρωνόταν λίγο πριν αναλάβει ρόλο η κάμερα.


Η ταινία πραγματεύεται τη θεματική της εκκεντρικής συμπεριφοράς. Στο κέντρο κινείται ένα ζευγάρι τυχοδιώκτες (Μπόγκαρτ - Λολομπρίτζιντα), που συνοδεύεται από μια συμμορία απροσάρμοστων απατεώνων, την τετράδα Μόρλεϊ, Λόρε, Τούλι και Μπάρναρντ, που σκοτώνουν τον καιρό τους σε μια παραθαλάσσια ιταλική πόλη, περιμένοντας να ολοκληρωθούν οι επισκευές στο σκουριασμένο καράβι που θα τους μεταφέρει στη βρετανική Ανατολική Αφρική, όπου ελπίζουν να υφαρπάξουν γη πλούσια σε ουράνιο. Ολοι έχουν μυστικά σχέδια για τα ευρήματα ουρανίου. Στην παραθαλάσσια πόλη, συναντούν ένα ακόμη, εντελώς αταίριαστο και περίεργο ζευγάρι (Τζόουνς - Αντερντάουν). Τα δύο αυτά ζευγάρια ερωτεύονται χιαστί και μέχρι το τέλος της ταινίας ειλικρινά δεν ξέρουμε ποιος δουλεύει ποιόν. Ο Αντερντάουν, σύζυγος της Τζόουνς, θίγει τους τρόπους της βρετανικής υψηλής τάξης και δε φαίνεται να έχει καν παρατηρήσει ότι η σύζυγός του είναι ερωτευμένη με τον Μπόγκαρτ. Η σύζυγος του Μπόγκαρτ έχει ερωτευτεί τον Αντερντάουν και αυτός φαίνεται να το αγνοεί. Αυτό μοιάζει να είναι και το «μέτρο» της ταινίας, με το θεατή να μην είναι ποτέ βέβαιος αν το ζευγάρι Μπόγκαρτ/Λολομπρίτζιντα διαπράττουν μοιχεία ή απλά προσπαθούν με αυτόν τον τρόπο να ανακαλύψουν τα μυστικά σχέδια του άλλου ζευγαριού για το ουράνιο. Στους πουριτανούς λογοκριτές του Χόλιγουντ δεν άρεσε καθόλου η ιδέα της μοιχείας, έτσι ο Χιούστον και ο Καπότε κατέστησαν αυτό το στοιχείο αινιγματικό.

Υπάρχουν στιγμές στην ταινία, που κανείς αισθάνεται τον Καπότε να καγχάζει τον εαυτό του, επιβάλλοντας απίθανους διαλόγους στους χαρακτήρες. Στην Ιταλιάνα Λολομπρίτζιντα που έκανε την πρώτη της αγγλόφωνη ταινία, στον Μπόγκαρτ που περιγράφει το παρελθόν του: «Ημουν ένα ορφανό μέχρι τα είκοσί μου. Στη συνέχεια, μια πλούσια και όμορφη κυρία με υιοθέτησε» και ιδίως στον Πέτερ Λόρε, με το φημισμένο μονόλογο για το χρόνο: «Ο χρόνος... - λέει ο Λόρε - Τι είναι ο χρόνος; Οι Ελβετοί τον κατασκευάζουν. Οι Γάλλοι τον κρατούν. Οι Ιταλοί τον σπαταλούν. Οι Αμερικάνοι λένε ότι ο χρόνος είναι χρήμα. Οι Ινδουιστές λένε ότι δεν υπάρχει... Ξέρεις τι λέω εγώ; Οτι ο χρόνος είναι ένας απατεώνας».

Μεγάλο μέρος χιούμορ παράγουν οι δύο γλυκύτατες και ταλαντούχες ηθοποιοί, η Τζόουνς, που υποδύεται μια γυναίκα από εκείνες που άθελά τους ξεφουρνίζουν ακριβώς ό,τι τους έρχεται στη γλώσσα και η Λολομπρίτζιντα, που περιφέρεται από το πρωί ως το βράδυ με προκλητικές τουαλέτες, αλλά και η συμμορία του Μόρλεϊ, του απατεώνα με το υπέροχο παγωτατζίδικο κουστούμι, που τριγυρίζει ανάρμοστα ντυμένη για το ζεστό καιρό, ιδρώνει και στριφογυρίζει, ενώ ο Λόρε ατάραχος ρουφά συνεχώς ένα τσιγάρο, με μια βάση που κρατά σαν φλάουτο.

Γεννώνται αμφιβολίες από τη διαδοχή των σκηνών που είναι φωτεινές, τους σπιρτόζικους, κοφτούς και υπαινικτικούς διαλόγους, τους ανδρικούς χαρακτήρες καρικατούρες και τις γυναίκες με το ισχυρό ένστικτο αυτοσυντήρησης και την τετράγωνη λογική. Με την ταινία του αυτή, ο Τζον Χιούστον δείχνει πόσο πολύ έχασε το Χόλιγουντ υποτιμώντας τους καρατερίστες ηθοποιούς...

Παραγωγή: «Beat the Devil» - ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Ιταλία (1953)


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ