Στη συγκάλυψη και συσκότιση των αιτιών που οδήγησαν στην οξυμένη καπιταλιστική κρίση και στην εφαρμογή διαδοχικών μέτρων απέναντι στον ελληνικό λαό στοχεύει το «ερωτηματολόγιο» που απηύθυνε η Επιτροπή Οικονομικών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τη δράση, τα παζάρια, και τις συμφωνίες της τρόικας με τις ελληνικές κυβερνήσεις της...εξεταζόμενης περιόδου. Οπως ήταν απόλυτα αναμενόμενο, ανάλογες είναι και «απαντήσεις» που δόθηκαν από τον υπουργό Οικονομικών, Γ. Στουρνάρα, ο οποίος, απηχώντας τις θέσεις και όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων, σημειώνει ότι «η κατάσταση δεν ήταν βιώσιμη», ότι «ήταν αναγκαία η άμεση λήψη δραστικών μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης».
Πρόκειται για απροκάλυπτο εμπαιγμό, για ερωτήσεις και απαντήσεις που δεν προσθέτουν τίποτα το καινούργιο, ούτε καν για τα διαδικαστικού χαρακτήρα ζητήματα, τα οποία σχετίζονται με τη διαμόρφωση και τη συνυπογραφή των μνημονίων συνεργασίας. Σε αυτό το πλαίσιο, ο υπουργός Οικονομικών «ενημερώνει» για το γεγονός ότι η ΕΕ ήδη από το 2009, «απηύθυνε σύσταση για το τερματισμό του υπερβολικού ελλείμματος», ότι το «κόστος δανεισμού στις αρχές του 2010 ανήλθε σε πολύ υψηλά επίπεδα», ότι η συζήτηση και ψήφιση του μνημονίου έγινε με την «προβλεπόμενη από τον Κανονισμό της Βουλής κατεπείγουσα διαδικασία».
Στο «διά ταύτα» και υπερασπίζοντας το χαρακτήρα και τα αποτελέσματα της πολιτικής που συναποφάσισαν απέναντι στον ελληνικό λαό προς όφελος του κεφαλαίου επισημαίνει ότι «έπειτα από 4 χρόνια μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικής εξυγίανσης, η προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας είναι εντυπωσιακή, οποιοδήποτε κριτήριο και αν χρησιμοποιηθεί», αναφέροντας την ενίσχυση της «ανταγωνιστικότητας» και τη διαμόρφωση ευνοϊκού περιβάλλοντος για «επενδύσεις».
Σε ό,τι αφορά την ερώτηση σχετικά με την «ποιότητα της συνεργασίας» με την τρόικα, ο υπουργός Οικονομικών σημειώνει πως σε «γενικές γραμμές ήταν αποτελεσματική, χωρίς να έχουν εκλείψει οι επιμέρους διαφωνίες και οι διαφορετικές προσεγγίσεις». Σύμφωνα με τον ίδιο «πολύ αρνητικό ρόλο έπαιξαν οι δηλώσεις διαφόρων παραγόντων σχετικά με την πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη», με συνέπεια να υπάρξουν «σημαντικές εκροές καταθέσεων και προβλήματα ρευστότητας», ενώ «αποθαρρύνθηκαν οι επενδύσεις, με αποτέλεσμα την περαιτέρω επιδείνωση της ύφεσης».
Αντίστοιχες είναι και οι απαντήσεις, για τον τομέα της αρμοδιότητάς του, που δόθηκαν και από τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Γ. Προβόπουλο. Σύμφωνα με πληροφορίες, εστίασε στις προσπάθειες για τη διατήρηση της σταθερότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στις αναδιαρθρώσεις των τραπεζών και στην προστασία των καταθέσεων.
«Στενή και έντονη» χαρακτηρίζει τη συνεργασία του με την τρόικα, ενώ ειδική αναφορά κάνει στην εμφάνιση μεγάλων οικονομικών ανισορροπιών μετά την εισαγωγή του ευρώ. Σε άρθρο του σε κυριακάτικη εφημερίδα εξάλλου, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας προσβλέπει στην «τραπεζική ένωση» που συντελείται σε επίπεδο ΕΕ, η οποία «αναμένεται να ενισχύσει την εμπιστοσύνη στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, να συμβάλει στη βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων και να μειώσει μακροπρόθεσμα το κόστος χρηματοδότησης επιχειρήσεων και νοικοκυριών».