Η τρίτη ταινία του αφιερώματος του Πολιτιστικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ στον Μπρεχτ, προβάλλεται την Τετάρτη στο «Τιτάνια»
Πρόκειται για την τρίτη ταινία του αφιερώματος που θα ολοκληρωθεί την Τετάρτη 26 Δεκέμβρη (20.30) και Κυριακή 30 Δεκέμβρη (11.30), με την ταινία «Ο Αφέντης Πούντιλα και ο υπηρέτης του ο Μάττι» (Γερμανία, 1960) σε σενάριο Χέλα Βουολιγιόκι σε συνεργασία με τον Μπρεχτ, σκηνοθεσία Αλμπέρτο Καβαλκάντι, σε πρώτη πανελλήνια προβολή.
Ολες οι ταινίες του αφιερώματος για όσους δεν μπορέσουν να πάνε στις προβολές του αφιερώματος, προβάλλονται στον ίδιο κινηματογράφο από την «NEW STAR» και τις υπόλοιπες μέρες με εισιτήριο 5 ευρώ (και για άνεργους 3 ευρώ).
Η ταινία αποτελεί τη μοναδική ιστορία του κομμουνιστή δραματουργού που συνάντησε την επιμέρους αποδοχή της αμερικάνικης βιομηχανίας του θεάματος. Ηταν βασισμένη σε ένα ιστορικό γεγονός που έλαβε χώρα στις 27 Μαΐου του 1942 στην Πράγα της Τσεχοσλοβακίας. Πρόκειται για τη δολοφονία του εγκάθετου του Ναζιστικού Ράιχ διοικητή της Πράγας, Χάιντριχ, γνωστότερου ως «δημίου της Πράγας». Ο Γερμανός Φριτς Λανγκ, εξόριστος επίσης στις ΗΠΑ και ήδη διεθνούς φήμης σκηνοθέτης, ανέλαβε να σκηνοθετήσει την ταινία που θα στηριζόταν στην ιστορία του Μπρεχτ, ενώ το κινηματογραφικό της σενάριο θα επεξεργαζόταν ένας άλλος ριζοσπάστης του Χόλιγουντ, ο Τζον Γουέξλεϊ. Ο Μπρεχτ στις σημειώσεις του αναφέρει ότι ήδη, από την επομένη της δολοφονίας του Χάιντριχ, ο ίδιος και ο Λανγκ, προσανατολίστηκαν προς μια ταινία «με ομήρους» που να σχετίζεται με την επίθεση στην Πράγα. Η δολοφονική απόπειρα κατά του Χάιντριχ, η οποία πραγματοποιήθηκε με εντολή της εξόριστης, αστικής κυβέρνησης της Τσεχοσλοβακίας, υπήρξε μονάχα η αφορμή για το μύθο της ταινίας. Μέσα από το σενάριο της ταινίας ο Μπρεχτ στοχεύει να αναδείξει τη λαϊκή αντίσταση στο κύμα της φασιστικής τρομοκρατίας, αλλά και να θέσει το ζήτημα του επαναστατικού - αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα που πρέπει να έχει ο αντιφασιστικός αγώνας για να είναι αποτελεσματικός, κάτι που η δυτική κινηματογραφία αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι, ακόμα και να υπαινιχθεί. Ο Μπρεχτ και με αυτό το σχέδιο, θέλει να επέμβει με το δικό του τρόπο στις κοινωνικές διεργασίες της εποχής, παροτρύνοντας τους εργαζόμενους και τους προλετάριους σε στάση αγωνιστική. Φαίνεται ότι αρχικά, ο Φριτς Λανγκ ήταν σύμφωνος με όλα αυτά. Ωστόσο, κατά την ανάπτυξη του σεναρίου αναδείχθηκαν διαφορές σε ζητήματα αρχών που όξυναν περαιτέρω - και ανεπανόρθωτα - την αντίθεση ανάμεσα στον Μπρεχτ και το Χόλιγουντ.
Αρχικές σκέψεις ήθελαν την ταινία να έχει δομή επική και όχι δραματική. Ενας αφηγητής που, από τη δική του οπτική, αφηγείται την παράλληλη ανάπτυξη των τριών ξεχωριστών ιστοριών, οι οποίες τέμνονται σε κάποια σημεία. Η πρώτη ιστορία είχε να κάνει με τον άνδρα που δολοφόνησε τον Χάιντριχ, η δεύτερη με την κοπέλα που ο πατέρας της κρατείται όμηρος της Γκεστάπο και η τρίτη με τον «κουίσλινγκ» που ολόκληρη η πόλη μισεί. Ο επικός χαρακτήρας της ταινίας τελικά ισοπεδώθηκε από μια πολύπλοκα διαρθρωμένη αστυνομική ιστορία γεμάτη ίντριγκες. Ισοπεδώνεται επίσης και το ουσιαστικό νόημα της μοναδικής σεκάνς, στην αρχή του φιλμ, στην οποία συναντάμε το δήμιο Χάιντριχ να επιπλήττει τους Τσέχους βιομηχάνους για τις αντιστασιακές προκηρύξεις που κυκλοφορούν στους χώρους δουλειάς στα εργοστάσια και προτρέπουν τους εργάτες να σαμποτάρουν την παραγωγή πολεμοφοδίων για το Ανατολικό Μέτωπο και τους πληροφορεί για τα αντίποινα. Στην ενότητα αυτή εκδηλώνεται ξεκάθαρα το ομόκεντρο στη σχέση καπιταλισμού/φασισμού και ναζισμού.
Παρά το γερό «στρογγύλεμα» που πραγματοποιήθηκε στα μπρεχτικά στοιχεία της ταινίας, το στίγμα του κομμουνιστή δραματουργού εντοπίζεται ατόφιο σε μεμονωμένες σκηνές. Στη σκηνή, που ο καθηγητής/όμηρος των ναζί αποχαιρετά την κόρη του, λίγο πριν τον πάρουν για εκτέλεση και την παρακαλά να μεταφέρει στο μικρό της αδελφό τα τελευταία του λόγια, σαν πολύτιμη υποθήκη του πατέρα: «Οταν οι ισχυροί εισβολείς εκδιωχθούν, όταν η χώρα γίνει ελεύθερη και κυβερνιέται από το λαό, θα είναι μια χώρα που όλοι, οι άνδρες, οι γυναίκες και τα παιδιά, θα έχουν αρκετό φαγητό και αρκετό χρόνο για να διαβάζουν και να σκέπτονται και να μιλάνε μεταξύ τους για πράγματα που αφορούν την ευημερία τους. Οταν έρθει αυτή η μέρα, να μην ξεχάσεις ότι ελευθερία δεν είναι όσα έχει κανείς δικά του, ένα καπέλο - ας πούμε - ή ένα κομματάκι ζάχαρη... Αληθινά, πρέπει κανείς να αγωνίζεται για την πραγματική ελευθερία. Και πρέπει να με θυμάσαι, όχι επειδή είμαι ο πατέρας σου, αλλά για το ότι και εγώ έπεσα σ' αυτόν τον μεγάλο αγώνα».
Το συμπέρασμα που βγαίνει από τα παραπάνω είναι μια ενεργοποιημένη, προλεταριακή αγωνιστική στάση. Η ταινία, όμως, με τον τρόπο που λειτουργεί στη σκηνή του αποχωρισμού, δεν κινητοποιεί προς αυτήν την κατεύθυνση. Ο Αϊσλερ επένδυσε μουσικά την εν λόγω σκηνή με την επαναστατική του σύνθεση «Το Τραγούδι της Κομιντέρν» που «έχωσε» με πανουργία στο φιλμ, ντύνοντας το χορωδιακό του τέλους υπό τον τίτλο «Ποτέ συνθηκολόγηση». Πάντως, έστω κι αν ο Μπρεχτ δεν επιδοκίμασε το τελικό αποτέλεσμα, η ταινία «Και οι δήμιοι πεθαίνουν» συνιστά μία από τις καλύτερες αμερικάνικες παραγωγές ενάντια στο φασισμό, χάρη στη συμβολή του...