Ενδεικτική ήταν η πρώτη Ημερίδα που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Δευτέρα, στην οποία μάλιστα απαγορεύτηκε ρητά στα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του ΔΣ του ΣΕΗ και σε όσα μέλη του ανήκουν σε κόμματα να είναι στην ημερίδα ως εισηγητές. Επιβεβαιώθηκε περίτρανα αυτό που κατήγγειλε η ΔΕΗ, ότι δηλαδή πρόκειται «για μια ξεδιάντροπα αντιδημοκρατική, αντεργατική απόφαση, που προσβάλλει την 95χρονη αγωνιστική πορεία του ΣΕΗ και ανοίγει το δρόμο για τη μετατροπή του σωματείου μας σε φερέφωνο των εργοδοτικών συμφερόντων και της άγριας αντιλαϊκής πολιτικής της κυβέρνησης».
Τη στιγμή που, πολλοί ηθοποιοί δοκιμάζονται από τη φτώχεια καθώς η ανεργία φουντώνει. Οι μισθοί έχουν υποστεί μειώσεις, συμβάσεις δεν έχουν υπογραφεί ακόμη, πολλοί ηθοποιοί εκβιάζονται σε ανασφάλιστη ή και απλήρωτη εργασία που βαφτίζεται εθελοντική, άλλοι έχουν μείνει χωρίς βιβλιάριο Υγείας, ενώ αρκετοί αδυνατούν να πληρώσουν λογαριασμούς, δάνεια, ενοίκια, χαράτσια... Τη στιγμή που το ΥΠΠΟ-Τ, μείωσε στα Κρατικά και έκοψε τις επιχορηγήσεις στο ελεύθερο θέατρο, άφησε στο έλεός τους τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα... Τη στιγμή που ο νόμος για τον κινηματογράφο έχει καταδικάσει την ελληνική κινηματογραφική παραγωγή σε ανυπαρξία, ενώ την ίδια στιγμή κανάλια και εταιρείες παραγωγής έχουν σταματήσει τις ελληνικές σειρές εντείνοντας επιπλέον το πρόβλημα της ανεργίας... Την ίδια στιγμή το ΣΕΗ γυρνάει την πλάτη στα τόσα προβλήματα και καλεί εισηγητές εργοδότες ή με φιλεργοδοτικές απόψεις.
Ενας εξ αυτών ο Μιχάλης Ρέππας, χρόνια τώρα στην υπηρεσία της Ελληνικής Θεαμάτων (ΕΛΘΕΑ), της μεγαλύτερης εταιρείας θεατρικών παραγωγών στην Ελλάδα, που κατέχει τη μερίδα του λέοντος στη θεατρική αγορά με 10 θέατρα στο κέντρο της πρωτεύουσας. Η συγκεκριμένη εταιρεία, δεδομένης της υπερβολικής δύναμης που συγκεντρώνει, τείνει να λειτουργεί μονοπωλιακά και σύμφωνα με αναφορές που έχουν γίνει εξαναγκάζει σε αμοιβές χαμηλότερες από τις συμβάσεις, αλλιώς οι εργαζόμενοι απειλούνται με απόλυση. Η κυρία Ελληνική Θεαμάτων που ακούει στο όνομα Αρχοντούλα Παπαπαναγιώτου θα είναι εισηγήτρια στην αυριανή δεύτερη ημερίδα με θέμα «Απορρύθμιση Εργασιακών Σχέσεων - Θεσμοί και Ηθοποιός».
Δείτε τι είπε λοιπόν μεταξύ άλλων ο Μιχάλης Ρέππας, χωρίς αντίλογο από το ΣΕΗ που έπρεπε να υπερασπίζεται την κρατική χρηματοδότηση στο θέατρο. «Δεν πιστεύω ότι το ελληνικό θέατρο χρειάζεται επιδότηση» είπε με ύφος μεγάλου παράγοντα. «Αλλά όταν υπήρχαν λεφτά θα μπορούσαν να μοιράζονται δίκαια. Με ποσοτικά κριτήρια, για παράδειγμα, μια παράσταση με πάνω από 7 ηθοποιούς να επιχορηγείται. Γιατί τα ποιοτικά κριτήρια είναι μόνο εκ του πονηρού. Είναι σκανδαλώδες να επιχορηγούνται θίασοι του ενός και των δύο ηθοποιών κι εμείς να ανεβάζουμε με 10 και 20 ηθοποιούς με προσωπικό μας ρίσκο... Κάποιοι έχουν στήσει τα προσωπικά τους μαγαζάκια στις πλάτες των φορολογούμενων. Αυτοί δε θα κριθούν ποτέ; Τι απέδωσαν στην ελληνική κοινωνία; Ισως η κρίση στην καταστροφική της δίνη μας κάνει κάτι καλό. Να σπάσει επιτέλους την αδικία και τον παραλογισμό στον κλάδο μας».
Παραλογισμός χαρακτηρίζεται από τον ομιλητή η μη επιχορήγηση μεγάλων επιχειρήσεων στο θέατρο, όπως η ΕΛ.ΘΕΑ (Ελληνική Θεαμάτων)που μαζί με άλλες τέτοιες επιχειρήσεις (Badmiton κ.λπ.) έχουν συγκεντρώσει μεγάλο κομμάτι της θεατρικής παραγωγής πιέζοντας τους ηθοποιούς και σκηνοθέτες θιασάρχες, τους εταιρικούς θιάσους και τις μικρές θεατρικές ομάδες, συνολικά τους μικρούς επιχειρηματίες του χώρου. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι πολλοί από τους επιχορηγούμενους θιάσους αποτελούν τις δυνάμεις εκείνες που άφησαν ένα στίγμα στο ελληνικό θέατρο, άλλης ποιότητας ξεκινώντας προδικτατορικά από το «Θέατρο Τέχνης» και φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας, με μια σειρά από θιάσους και σχήματα.
Στη συνέχεια ο Αντώνης Καφετζόπουλος αν και διαφώνησε με τον Μ.Ρέππα για το αν προσέφεραν τα θέατρα αυτά, συμφώνησε όμως απόλυτα με τις περικοπές γενικότερα στον πολιτισμό όπως στα ΔΗΠΕΘΕ, στον κινηματογράφο και στα θέατρα λέγοντας: «Η διάρρηξη των σχέσεων μεταξύ κράτους και καλλιτεχνών για έναν άνθρωπο με στιβαρές αξίες υπέρ της ατομικής ελευθερίας (σ.σ. εννοεί τον εαυτό του) μάλλον θα με κάνει να πανηγυρίσω παρά να λυπηθώ. Είναι καλό που το κράτος στέρεψε και δε θα ταΐζει τα όνειρά μας».
Στο ίδιο μήκος κύματος -«καλύτερα χωρίς επιχορηγήσεις» είπε ο Β. Νούλας (από την «Κίνηση Μαβίλη») ο οποίος δηλώνοντας «απολιτίκ» ομολόγησε ότι δεν ήθελαν καμιά σχέση με το ΣΕΗ, ενώ παραδέχτηκε ότι όταν ανέβαζαν μια παράσταση έλεγαν «μη μας πάρουν χαμπάρι από το ΣΕΗ». Η αλήθεια είναι βέβαια ότι η δήλωση αυτή προκαλεί ερωτηματικά: γιατί απέφευγαν το ΣΕΗ, τι άλλαξε τώρα έτσι ώστε όχι μόνο δεν το αποφεύγουν, αλλά προσκαλούνται και ως εισηγητές;
Αποδεικνύεται πως την ώρα που το ΣΕΗ θα έπρεπε να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της διεκδίκησης των κρατικών επιχορηγήσεων για όλα τα θεατρικά σχήματα (καταξιωμένα ή νέα πειραματικά) εκτός των μονοπωλίων του χώρου, η πλειοψηφία του ΣΕΗ προβάλλει -μέσω των εισηγητών που επέλεξε- την άποψη - αίτημα για χρηματοδότηση αυτών ακριβώς των μεγάλων επιχειρηματιών. Ταυτόχρονα, προσπαθούν να παρουσιάσουν ως ρηξικέλευθη και πρωτοποριακή για την καλλιτεχνική ελευθερία τη διακοπή των κρατικών επιχορηγήσεων διαδικασία που οδηγεί τους καλλιτέχνες και την τέχνη βορά στην ακόμα πιο ξεδιάντροπη και άμεση ιδεολογική παρέμβαση του μεγάλου κεφαλαίου που λυμαίνεται το χώρο της πολιτιστικής βιομηχανίας.
Η μόνη φωτεινή εξαίρεση η τοποθέτηση του Στάθη Λιβαθηνού που είπε: «Για την κρίση με τα γνωστά αποτελέσματα στις ζωές όλων δεν έχει κανείς να προσθέσει πολλά. Οσον αφορά όμως την κρίσιμη στιγμή την οποία ζούμε θα μπορούσε κανείς να πει ότι το θέατρο έχει πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά να κάνει. Δεν μπόρεσα να βρω μεγάλα επιτεύγματα θεατρικά στο Μονακό και την Ελβετία τα τελευταία 30 χρόνια. Αντίθετα, στην Αγγλία του '45 που βομβαρδιζόταν και πολύ πιο πρόσφατα στην Σερβία της δεκαετίας του '90 που βομβαρδιζόταν αλλά και στην παγωμένη και πεινασμένη Μόσχα του '22 γεννήθηκαν αριστουργήματα. Σε καμία περίπτωση δε θέλω να πω ότι πρέπει να πεινάσουμε, αλλά είτε το πω είτε δεν το πω, αυτό ήδη συμβαίνει. Φαντάζομαι ότι η κρίσιμη στιγμή είναι μια στιγμή που το θέατρο πρέπει να μπορεί να διαχειριστεί. Κρίση ή κρισιμότητα απ' ό,τι παρακαλουθώ, το κοινό παρόλο το στραπατσάρισμα επιμένει να θέλει να μας τιμά αρκετά με την προσοχή του σε σχέση με τις στιγμές που ζούμε. Το θέατρο όπως και η πόλη είναι οι άνθρωποί του, είναι οι ηθοποιοί, οι σκηνοθέτες, οι συγγραφείς του, όλοι αυτοί που συμμετέχουν στο ομαδικό αυτό άθλημα. Ενας από τους τρόπους που μπορεί κανείς να διαχειριστεί την τρομερά κρίσιμη αυτή στιγμή που η σκηνή μπορεί να γίνει το εξομολογητήριο, να ειπωθούν τόσο σημαντικά πράγματα που έχει ανάγκη να δει ο θεατής για να μπορέσουν αυτά να εκφραστούν, ένας από τους σημαντικότερους πυλώνες, είναι η θεατρική παιδεία, η απόλυτη αλφαβήτα του πολιτισμού, που δεν υπάρχει. Οι δε συγγραφείς πρέπει να έχουν πού να ανέβουν, ποιος να τους ανεβάσει, ποιος να τους καταλάβει, γιατί αυτοί θα εκφράσουν τον προβληματισμό του μέλλοντος».
Ο επίσης εισηγητής συγγραφέας Β. Κατσικονούρης μάλλον επιχειρώντας να απαντήσει στην πιο πάνω τοποθέτηση είπε μεταξύ άλλων: «Για το τι μας συμβαίνει τώρα υπεύθυνοι είναι οι δημοσιογράφοι, οι αναλυτές, ίσως ο Μουρ. Ο Γκάτσος έγραψε την Αμοργό το 1943. Η Αμοργός έμεινε, δεν έμεινε το "θέατρο του Βουνού". Από την προεπαναστατική Ρωσία έμεινε πολύ περισσότερο ο Τσέχωφ παρά ο Γκόρκι... Το ερώτημα για το τι κάνει σήμερα ο θεατρικός συγγραφέας δε θεωρώ ότι είναι ανάγκη να εμφανιστεί ένας νέος Μπρεχτ για να χτυπήσει άμεσα την Ανοδο του φασισμού, λίγος Ομηρος και λίγος Τσέχωφ αρκούν».
Η τοποθέτηση αυτή προκάλεσε την αντίδραση του Στέφανου Ληναίου, ο οποίος σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την απαξίωση μιας ολόκληρης ηρωικής γενιάς, έφυγε. «Ενιωσα εκείνη τη στιγμή» -λέει στο «Ρ» ο Στέφανος Ληναίος- «να προσβάλλεται η μνήμη κάποιων ανθρώπων που έγραψαν ιστορία και σημάδεψαν πάνω στα βουνά, δίπλα στους αντάρτες, την πορεία του Νεοελληνικού Θεάτρου. Και σημάδεψαν και τη δική μας πορεία, όσοι ακόμη ζούμε και αντέχουμε και κάνουμε ό,τι μπορούμε, χωρίς να βάζουμε "μυαλό", ευτυχώς. Κι έκανα κάτι που δεν έχω ξανακάνει ποτέ. Διέκοψα την ομιλία του και είπα αυτό που νομίζω ότι έπρεπε να πω: "Εχετε το δικαίωμα να λέτε ό,τι θέλετε αλλά έχω κι εγώ το δικαίωμα να μη μπορώ να σας ακούω. Γι' αυτό και αποχωρώ"».
Γιατί αλήθεια έπρεπε να βάλει σε αντιπαράθεση ο Β. Κατσικονούρης έργα που γράφτηκαν σε άλλες εποχές σε διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες; Τον Ομηρο με τον Μπρεχτ, τον Τσέχωφ με τον Γκόρκι; «Το ερώτημα για το τι κάνει σήμερα ο θεατρικός συγγραφέας» είπε ο Β. Κατσικονούρης «δεν θεωρώ ότι είναι ανάγκη να εμφανιστεί ένας νέος Μπρεχτ για να χτυπήσει άμεσα την Ανοδο του φασισμού, λίγος Ομηρος και λίγος Τσέχωφ αρκούν». Η διαρκής κριτική ματιά του Μπρεχτ, η σεμνή αγωνιστική και μάχιμη αντίληψή του, η στράτευσή του στο μαρξισμό και το σοσιαλισμό, που έφερε την πολιτιστική «επανάσταση» στη Δυτική Ευρώπη του 20ού αιώνα, εξακολουθεί να ενοχλεί, καθώς πάντα θα συνομιλεί με την εργατική τάξη, με όλους τους εκμεταλλευόμενους ανθρώπους και λαούς. Γιατί ο κομμουνιστής Μπρεχτ μας καλεί να αντιληφθούμε το θέατρο ως διαλεκτικό μέσο αλλαγής του κόσμου κι αυτό δεν αρέσει καθόλου.
Το καλοκαίρι του 1944 ο Βασίλης Ρώτας μεταφέρει το πνεύμα θεάτρου στα βουνά, ανταποκρινόμενος στο επίμονο αίτημα των αγωνιστών για θέατρο. Το θίασο αποτελούν επαγγελματίες ηθοποιοί, αλλά και ο συγγραφέας Γεράσιμος Σταύρου, ο ηθοποιός Γιώργος Δήμας, οι Βάσης και Αννα Ξένου, Νικηφόρος Ρώτας, Αλ. Ξένος. Την ίδια περίοδο δρα στα βουνά της Ηπείρου ένας ακόμη σημαντικός θίασος που συγκρότησε το συμβούλιο της ΕΠΟΝ Νομού Αρτας, με επικεφαλής τον ποιητή και φιλόλογο Γ. Κοτζιούλα, και με την υποστήριξη της VIII Μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Ο θίασος έγινε γνωστός ως «Λαϊκή Σκηνή». Την προσπάθεια του «Λαϊκού θεάτρου» συνεχίζει το «Θέατρο του Λαού της Αθήνας» που ιδρύεται μετά το Δεκέμβρη του 1944. Κλιμάκια περιοδεύουν στην Κοζάνη, στο Βόλο και στη Λάρισα. Στην Κοζάνη ο θίασος παρουσιάζει το μονόπρακτο του Γιάννη Ρίτσου «Η Αθήνα στα άρματα», την «Ελληνική εποποιία» και την επιθεώρηση «Αθήνα - Κοζάνη» (δραματικά μονόπρακτα του Ασημάκη Γιαλαμά) και την «Αίτηση σε γάμο» του Τσέχοφ. Τη μεταπολεμική πορεία του «Λαϊκού Θεάτρου» συνεχίζει ο θίασος των «Ενωμένων καλλιτεχνών» (1945-1946), με δύο κλιμάκια. Στο ένα με σκηνοθέτη τον Γιαννούλη Σαραντίδη συμμετέχουν οι ηθοποιοί Αιμίλιος Βεάκης, Αντώνης Γιαννίδης, Μιράντα Μυράτ, Γιώργος Γληνός, Θόδωρος Μορίδης, κ.ά. Στο άλλο κλιμάκιο οι Αλέκα Παΐζη, Ασπασία Παπαθανασίου, Αλέξης Δαμιανός, Τίτος Βανδής, Λυκούργος Καλλέργης, Δήμος Σταρένιος, Νάσος Κεδράκας κ.ά., με σκηνοθέτη πάντα τον Γιώργο Σεβαστίκογλου.
Το ρεπερτόριο των θιάσων ανταποκρίνεται στον πρωτοποριακό τους χαρακτήρα. To πρώτο κλιμάκιο ξεκινάει με τον «Ιούλιο Καίσαρα» του Σαίξπηρ, ενώ το δεύτερο κλιμάκιο με το «Μακρινό δρόμο» του Αρμπούζοφ και συνέχισε με την «Καινούρια πολιτεία» του Πρίσλεϊ και «Θάψτε τους νεκρούς» του Σόου. Το πρώτο κλιμάκιο παρουσιάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα τους «Εχθρούς» του Γκόρκι και κάποια άλλα έργα Σοβιετικών συγγραφέων, με θέμα την αντίσταση κατά των Γερμανών. Παρουσιάζει επίσης τους «Αδελφούς Καραμάζοφ» του Ντοστογιέφσκι. Χαρακτηριστικές είναι οι επιθέσεις εναντίον Σικελιανού και Καζαντζάκη για προοδευτικά και αγωνιστικά έργα τους από δεξιές εφημερίδες: «χυδαιότατον εαμίτην» χαρακτηρίζουν τον Αγγελο Σικελιανό και τη «Σίβυλλάν του», για «εμετικόν Καποδίστρια» του «ακόμη εμετικώτερου Καζαντζάκη», για έργο «εαμοκομμουνιστικής προπαγάνδας». Για «φλύαρο και αντεθνικόν κατασκεύασμα του ποτάστρου του εαμοκομμουνισμού συναγωνιστή Σικελιανού».