Ο Ζίγκφριντ Κράκαουερ στο βιβλίο του «Από τον Καλιγκάρι στον Χίτλερ» αναφέρει ότι παρά την αδιαμφισβήτητη μαεστρία στο «σύμπαν», στο οποίο κινείται η «ΟΠΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ» αποδεικνύεται λιγότερο επαρκές από το θεατρικό ανέβασμα. Κι αυτό, γιατί, ενώ η θεατρική σκηνοθεσία απομονώνει τα επεισόδια του έργου κατά τρόπο που να τονίζεται ο οργιαστικά καλειδοσκοπικός του χαρακτήρας, η κινηματογραφική μεταφορά εξαλείφει όλες τις τομές, προς το συμφέρον μιας συνεκτικής ολότητας.
Ο Mackie, βγαίνοντας από το πορνείο του λιμανιού της μετρέσας του Jenny, γνωρίζει και - καθ' οδόν - ερωτεύεται την Polly - την κόρη του Peachum, που αποφασίζει να παντρευτεί. Διατάζει, λοιπόν, τους υποτακτικούς του να φροντίσουν για τη διοργάνωση μιας αρμόζουσας γαμήλιας γιορτής... έτσι, την ίδια νύχτα λεηλατούνται πάμπολλα μαγαζιά του Λονδίνου... Το πολυτελές πάρτι του γάμου δίνεται σε μια έρημη, υπόγεια αποθήκη με επίτιμο προσκεκλημένο τον αστυνομικό επιθεωρητή, ο οποίος κλείνει επιδεικτικά τα μάτια στις παρανομίες και τα εγκλήματα του φίλου του Mackie. Ο Peachum είναι τόσο εξαγριωμένος με το γάμο της κόρης του που απειλεί ότι θα ακυρώσει την επικείμενη ενθρόνιση της «Βασίλισσας», σε περίπτωση που ο αστυνομικός επιθεωρητής δεν στείλει στην αγχόνη τον Mackie Messer... Τον Tiger Brown δεν τον παίρνει να βάλει σε κίνδυνο την επιτυχία της τελετής... και ο Mackie, για να μη συλληφθεί, κρύβεται στο πορνείο στο λιμάνι. Η Jenny, όμως, τον καταδίδει από ζήλεια και τον συλλαμβάνουν. Ο Peachum που έχει χάσει την εμπιστοσύνη στον αστυνομικό επιθεωρητή πρόλαβε ήδη να κινητοποιήσει τους ζητιάνους. Η Polly, εν τω μεταξύ, έβαλε μπρος για ένα εκπληκτικό μέλλον. Ανοίγει μια τράπεζα και στηρίζει την επιχειρηματολογία της στο ότι η νόμιμη κλεψιά αποφέρει απείρως περισσότερα από την παράνομη. Ο σύζυγος της Mackie που έχει ήδη αποδράσει δεν ξεχνά τους καλούς του συνεργάτες. Παίρνει συνεταίρους στην επιχείρηση της γυναίκας του τον Peachum και τον Tiger Brown. Ετσι, μια καινούργια χρηματιστηριακή αυτοκρατορία δημιουργείται και οι τρεις κακοποιοί χρίζονται κολόνες της κοινωνίας.
Ο Χάρι Ποτάμκιν εντοπίζει στη σεκάνς της κινητοποίησης των ζητιάνων μια «θανάσιμη σοβαρότητα που διασκορπίζει κάθε ίχνος αστείου». Για μία και μοναδική φορά, ο ρεαλισμός πλημμυρίζει το προσκήνιο, κάτι που μοιάζει να αποκαθιστά την καλλιτεχνική ελευθερία του σκηνοθέτη. Ο Παμπστ στη σύντομη αυτή σεκάνς καθρεφτίζει την ακαταμάχητη δύναμη των επαναστατικών μαζών. Οι ζητιάνοι που ξεχύνονται σαν χείμαρρος μέσα από στενά και ομιχλώδη σοκάκια αδιαφορούν για τις διαταγές του αρχηγού τους που θέλει να τους επιβάλει να γυρίσουν πίσω. Εκείνοι συνεχίζουν να παρελαύνουν και φθάνουν στο φωτισμένο δρόμο που θα περάσει η βασιλική πομπή. Η αστυνομία δεν μπορεί πια να τους σταματήσει, οι έφιπποι προσπαθούν μάταια να τους απομακρύνουν από την άμαξα της «Βασίλισσας». Για κάποιες στιγμές, όλη η ζωή παγώνει... Κάτω από τα φώτα που επιτείνουν την ασχήμια τους, οι ζητιάνοι καρφώνουν τα μάτια τους στη λευκοντυμένη «Βασίλισσα» που προσπαθεί να υπομείνει το απειλητικό τους βλέμμα. Παραδίδεται, όμως, κρύβοντας το πρόσωπό της πίσω από το γαμήλιο μπουκέτο που σαν μαγικό ξόρκι τους εξαφανίζει! Η βασιλική πομπή συνεχίζει το δρόμο της και οι ζητιάνοι, μέσα στο σκοτάδι, κάνουν μεταβολή και φεύγουν. Ο Ποτάμκιν χαρακτηρίζει το πέρασμα αυτό «συγκεχυμένη προσέγγιση της επαναστατικής παρέλασης».
Παίζουν: Καρόλα Νέχερ, Ερνστ Μπους, Λότε Λένια, Ρούντολφ Φόρστερ, Φριτς Ρασπ, κ.ά.
Παραγωγή: Γερμανία (1931).