Κυριακή 6 Ιούνη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 22
ΔΙΕΘΝΗ
ΙΣΡΑΗΛΙΝΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΗ ΝΗΟΠΟΜΠΗ ΒΟΗΘΕΙΑΣ
«Σύμπτωμα» βαθύτερων ιμπεριαλιστικών και περιφερειακών ανακατατάξεων

Από τη διαδήλωση του ΠΑΜΕ στη Θεσσαλονίκη, άμεση αντίδραση στο ισραηλινό έγκλημα

MotionTeam

Από τη διαδήλωση του ΠΑΜΕ στη Θεσσαλονίκη, άμεση αντίδραση στο ισραηλινό έγκλημα
Ηταν ξημερώματα Κυριακής προς Δευτέρα, όταν άνδρες των ειδικών δυνάμεων του Ισραήλ πραγματοποιούσαν απόβαση στα έξι πλοία της νηοπομπής βοήθειας προς τη Γάζα μετά από μέρες προειδοποιήσεων και ανοιχτών απειλών. Ο απολογισμός σε ανθρώπινες ζωές και σε τραυματίες βαρύς: Οπως, τελικά αποσαφηνίστηκε, εννιά Τούρκοι υπήκοοι σκοτώθηκαν, περισσότεροι από 35 άνθρωποι τραυματίστηκαν, στην πλειοψηφία τους επίσης Τούρκοι. Περισσότεροι από 680 άνθρωποι από περίπου 40 χώρες συνελήφθησαν. Ακολούθησαν πιέσεις και κατακραυγή, με αποτέλεσμα η μαζική απέλαση - απελευθέρωσή τους να αποκλιμακώσει, προς στιγμήν, την ένταση.

Και αυτή τη φορά, η ιμπεριαλιστική υποκρισία αναδείχτηκε με γλαφυρό τρόπο. Κυβερνήσεις εξέφραζαν θλίψη και οργή, ζητούσαν πρόσβαση στους υπηκόους τους και άρση του εμπάργκο στη Γάζα, αλλά κανένα σχετικό απτό μέτρο δεν αποφασίστηκε.

Η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι ενδεικτική τόσο των παζαριών, όσο και των ισορροπιών που τηρούνται. Η Ουάσιγκτον μπορεί να μην υιοθέτησε, για πρώτη φορά στα χρονικά, την ισραηλινή επιχειρηματολογία, όμως «παζάρεψε» με την Τουρκία και πέτυχε ένα «αναίμακτο», για τα δεδομένα του περιστατικού, ψήφισμα όπου ζητάται η διερεύνησή του, επικρίνεται, γενικώς, η δολοφονία αμάχων, και αναγνωρίζεται, εμμέσως, ως παράνομη η κράτηση των ακτιβιστών, χωρίς, όμως, να καταδικάζεται πουθενά ονομαστικά το Ισραήλ.

Από την επίθεση του ισραηλινού στρατού στο τουρκικό πλοίο
Από την επίθεση του ισραηλινού στρατού στο τουρκικό πλοίο
Την ίδια ώρα, η ΕΕ, όπως το συνηθίζει, επέλεγε τα ευχολόγια. Αλλωστε, η ΕΕ είναι αυτή που ενώ αιματοκυλιζόταν ο Λίβανος (2006) με απόφαση των ΥΠΕΞ της έπαιρνε ίσες αποστάσεις μεταξύ θύτη και θύματος και δρομολογούσε, ουσιαστικά, την ανάπτυξη πολυεθνικής δύναμης (με ελληνική συμμετοχή) στο νότιο Λίβανο. Ηταν αυτή που «πάγωνε» για ένα μήνα μόνο, δηλαδή όσο κράτησε το λουτρό αίματος από την ισραηλινή εισβολή στη Γάζα στις αρχές του 2009, την αναβάθμιση των σχέσεών της με το Ισραήλ, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η διεύρυνση του κοινού αεροπορικού χώρου. Είναι, με δύο λόγια, αυτή που ενώ είναι ο κύριος εμπορικός εταίρος του Ισραήλ, ουδέποτε έχει ασκήσει την οποιαδήποτε πρακτική πίεση για να τερματιστεί η ισραηλινή κατοχή και όλες οι αιματηρές συνέπειές της, αρκούμενη σε ευχολόγια που διασφαλίζουν τα ιμπεριαλιστικά της συμφέροντα πίσω από κροκοδείλια δάκρυα και ίσες αποστάσεις μεταξύ θύτη και θύματος.

Γιατί ξεχωρίζει αυτή η ισραηλινή επιχείρηση

Η ισραηλινή επίθεση στη νηοπομπή βοήθειας δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η μεγαλύτερη, ούτε η αιματηρότερη ισραηλινή πρόκληση. Ο ισραηλινός στρατός, βασιζόμενος στο ρόλο που είχε αναλάβει η χώρα στο πλαίσιο των, επί δεκαετιών, σχεδιασμών, κυρίως του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, στην περιοχή και κατά συνέπεια υπό την κάλυψη των ισχυρών αυτών συμμάχων, έχει επιδοθεί, πολλάκις, σε λουτρά αίματος που προκάλεσαν το θάνατο εκατοντάδων αμάχων και ισοπέδωσαν ολόκληρες περιοχές. Παρ' όλα αυτά, η επιχείρηση της περασμένης Δευτέρας φέρει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: Το πρώτο σχετίζεται άμεσα με την ίδια τη φύση και τους όρους της ισραηλινής στρατιωτικής επιχείρησης και το δεύτερο με το υπόβαθρο στο οποίο διεξήχθη.

Οσον αφορά στην πρώτη παράμετρο υπάρχουν στοιχεία, τα οποία, όπως σχολιάζει και το Ινστιτούτο Στρατηγικών Αναλύσεων Stratfor, καθιστούν «πρωτοφανή» τη συγκεκριμένη ενέργεια. Ο ισραηλινός στρατός επιχείρησε σε διεθνή ύδατα (σύμφωνα με το ελληνικό πλοίο που συμμετέχει στη δύναμη UNIFIL στο Λίβανο, περίπου σε απόσταση 100 ναυτικών μιλίων από τις ακτές της Γάζας). Αυτό, αμέσως, χαρακτηρίζει ως εντελώς παράνομη την παρουσία Ισραηλινών στρατιωτών επάνω στα πλοία, αφού αποτελούν ξένο έδαφος, όπως φυσικά και την κατάσχεσή τους.

Πόσο μάλλον που, σε πρώτο επίπεδο, η «σύγκρουση» δεν είχε ισραηλινο-αραβικό χαρακτήρα: Είχε πολυμερή, καθώς απέναντι από τον ισραηλινό στρατό βρίσκονταν πολίτες πολλών ξένων χωρών, οι οποίοι υπέστησαν κακομεταχείριση και ουσιαστικά αιχμαλωτίστηκαν εκτός ισραηλινού εδάφους. Σε αυτό το πρωτοφανές, και για τα ισραηλινά δεδομένα, σημείο, «πάτησε» και η τουρκική επιχειρηματολογία περί «πειρατείας».

Επιπλέον, οι πολίτες αυτοί δεν ήταν στρατιώτες ή μαχητές. Τέλος, η γνωστή ισραηλινή επωδός περί «αυτοάμυνας», η οποία φυσικά και χρησιμοποιήθηκε, ήταν, ίσως, η πρώτη φορά που δεν κατέστη δυνατό να υιοθετηθεί ούτε από τους πιο στενούς συμμάχους του Τελ Αβίβ, αφού ήταν, πέραν πάσης αμφιβολίας, ανεδαφική.

Ανταγωνισμοί μεταξύ των δύο πρώην (;) στενότατων συμμάχων

Αν και ο ισραηλινός στρατός, επιτιθέμενος στη νηοπομπή, έθετε εαυτόν απέναντι σε πολλές χώρες, είναι ηλίου φαεινότερον ότι ο πυρήνας της αντιπαράθεσης αφορούσε μία: την Τουρκία και εδώ εμφανίζεται το προαναφερόμενο υπόβαθρο της παρούσας κρίσης. Η διμερής αυτή διάσταση ξεκαθαρίζεται, επί της ουσίας, και από τις τοποθετήσεις Ισραηλινών αξιωματούχων, οι οποίοι επισταμένα στηλίτευσαν τις προθέσεις «ορισμένων επιβαινόντων», φωτογραφίζοντας ουσιαστικά μερίδα των Τούρκων συμμετεχόντων στη νηοπομπή. Η «ιδιαίτερη» αυτή «μεταχείριση» έρχεται να προστεθεί στο «ιδιαίτερο ενδιαφέρον» της τουρκικής ηγεσίας για την πορεία της νηοπομπής, καθώς ήταν η μοναδική ηγεσία, που, πριν την επίθεση, είχε προχωρήσει σε επίσημες δηλώσεις για τη σημασία της αποστολής, προειδοποιώντας, επίσης, την ισραηλινή πλευρά «να μην προσπαθήσει να παρέμβει».

Οι εντονότατες τουρκικές αντιδράσεις που ακολούθησαν την επίθεση (αίτημα έκτακτης συνόδου του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αίτημα έκτακτης συνόδου του ΝΑΤΟ, προειδοποιήσεις περί «συνολικής επανεξέτασης των ισραηλινο-τουρκικών σχέσεων») θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι αποτελούν την αναμενόμενη αντίδραση της κυβέρνησης μιας χώρας που θρηνεί νεκρούς και τραυματίες. Εντούτοις, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, αν λάβει κανείς υπ' όψιν το ισραηλινο-τουρκικό παρελθόν.

Ισραήλ και Τουρκία έχουν υπογράψει πλήθος στρατιωτικών, εμπορικών, οικονομικών και διπλωματικών συμφωνιών, που καθιστούν τα δύο μέρη «στρατηγικούς εταίρους». Ο «ξαφνικός έρωτας» ήρθε μετά τις ανατροπές στην ΕΣΣΔ και τις σοσιαλιστικές χώρες και φυσικά με την παρότρυνση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, ο οποίος έβλεπε με πολύ καλό μάτι τη στενή συνεργασία των δύο κομβικών του συμμάχων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Βέβαια, ήταν περισσότερο κάτι σαν «αναθέρμανση» της σχέσης, καθώς τη δεκαετία του '50, Ισραήλ και Τουρκία είχαν υπογράψει «περιφερειακό σύμφωνο», με το οποίο αλληλοδεσμεύονταν να συνεργαστούν, και στρατιωτικά αν χρειαστεί, για ν' αντιμετωπίσουν «τυχόν επιθετικότητα του νασερικού παναραβισμού» στην Αίγυπτο.

Η τουρκική αστική τάξη, στις αρχές του '90, που εκφραζόταν σε μεγάλο βαθμό σε σύμπνοια αν όχι μέσα από το στρατιωτικό κατεστημένο, είχε εντοπίσει πολλά υπέρ στη συμμαχία με το Ισραήλ, ιδιαίτερα στον τομέα της ασφάλειας, καθώς την έθετε με τον τρόπο αυτό απέναντι στους ισχυρότερους αντιπάλους της στην ανάδειξη μιας μουσουλμανικής περιφερειακής δύναμης: Τη Συρία και το Ιράν. Αρχής γενομένης από τη «Συμφωνία Ασφάλειας και Συνεργασίας», που υπέγραψε η Τανσού Τσιλέρ το 1994, και το πλαίσιο περαιτέρω διεύρυνσης των σχέσεων που εισήγαγε ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ επισκεπτόμενος το Ισραήλ το Μάρτη του 1996, οι δύο χώρες προχώρησαν σε πολύπλευρη συνεργασία που θα μπορούσε να συνοψιστεί στους εξής άξονες: Διευκόλυνση των εμπορικών και τουριστικών ανταλλαγών, άρση των φορολογικών και οικονομικών δυσκολιών για τη σύμπραξη τουρκικών και ισραηλινών κεφαλαίων, δημιουργία μιας ιδιόμορφης «ζώνης ελεύθερου εμπορίου», ενέργεια (κατασκευή αγωγών που θα μεταφέρουν υποθαλασσίως πετρέλαιο και αέριο στο Ισραήλ από τον τερματικό σταθμό Τσεϊχάν στο ισραηλινό Ασκελόν), αλλά και νερό.

Οι δε στρατιωτικές συμφωνίες είναι ευρύτατου φάσματος. Συγκεκριμένα, Ισραήλ - Τουρκία συμπαράγουν στρατιωτικό υλικό, όπως πυραύλους εδάφους - αέρος και εδάφους - εδάφους, πραγματοποιούν κοινές ασκήσεις, συνεργάζονται στον ηλεκτρονικό πόλεμο ανταλλάσσοντας και σχετική τεχνογνωσία, συνεργάζονται σε επίπεδο μυστικών υπηρεσιών και πραγματοποιούν κοινές ασκήσεις εκπαίδευσης σε «ανορθόδοξο πόλεμο» και «αντιμετώπιση τρομοκρατικών απειλών», δίνοντας, προφανώς, η κάθε πλευρά το δικό της περιεχόμενο στο τι σημαίνει «τρομοκρατία».

Η ανάδειξη των, ισλαμικής απόχρωσης, πολιτικών δυνάμεων στην ηγεσία της χώρας δεν έφερε κάποια σημαντική αλλαγή ως προς τη στρατηγική αυτή συμμαχία. Τα «πρώτα σύννεφα» στη συμμαχική σχέση εμφανίστηκαν μετά την επίθεση στους δίδυμους πύργους και στην εξαπόλυση, από τις ΗΠΑ και άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, επίθεσης κατά μουσουλμανικών χωρών. Και αν η εισβολή και κατοχή του Αφγανιστάν ήταν πολύ μακριά για να ενοχλήσει την Αγκυρα, η εισβολή στο Ιράκ το 2003 και ο ολοένα πιο «επιθετικός απέναντι στο Ισλάμ», παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις, τόνος της αντιτρομοκρατικής εκστρατείας προκαλεί δυσφορία στην Τουρκία, και την αστική της τάξη, που νιώθει τη λαϊκή οργή και διαβλέπει απώλειες στα συμφέροντά της στην ευρεία γειτονική περιοχή. Ετσι, αρνείται να χρησιμοποιηθούν οι βάσεις της για εξαπόλυση επιθέσεων.

Η κατοχή στο Ιράκ και η ανοιχτή υποστήριξη των ΗΠΑ προς τις κουρδικές δυνάμεις στο βόρειο Ιράκ, όπου, σύμφωνα με αλλεπάλληλες πληροφορίες, έχουν μεταβεί και Ισραηλινοί ειδικοί προκειμένου να εκπαιδεύσουν τους Κούρδους αντάρτες για επιχειρήσεις δολιοφθοράς, τόσο στο, κατοικούμενο από Κούρδους, έδαφος του Ιράν, όσο και στις αντίστοιχες περιοχές της Συρίας, ανησυχεί την Τουρκία, που έχει ανοιχτό το «κουρδικό μέτωπο» και δεν μπορεί ν' αποκλείσει το ενδεχόμενο να μετατραπεί σε στόχο. Παρ' όλα αυτά, η ισραηλινο-τουρκική «συμμαχία» δε φαίνεται ακόμη να κλονίζεται. Παραμένει σθεναρή και κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Λίβανο το 2006, οπότε η τουρκική αντίδραση, σε σύγκριση με σήμερα, είναι «σχετικά χλιαρή».

Πόσο μάλλον, που μόλις λίγες μέρες πριν την έναρξη της ισραηλινής επίθεσης, Τουρκία και ΗΠΑ υπέγραψαν συμφωνία υπό τον όρο «Κοινό Οραμα» για τη Μέση Ανατολή, όπου λίγο - πολύ δεσμεύονται για διασφάλιση του δικαιώματος αυτοάμυνας του Ισραήλ, μια συμφωνία που ουσιαστικά εξειδικεύει ως προς την Τουρκία, τη συμφωνία ΝΑΤΟ - Ισραήλ το 2004. Κατά ορισμένες πηγές μάλιστα, το να ελέγχεται η θαλάσσια δίοδος μεταξύ Τουρκίας - Ισραήλ, δηλαδή όλα τα παράλια του Λιβάνου, ήταν μια προοπτική θετική για τα συμφέροντα του τουρκικού κεφαλαίου λόγω του σχεδιασμού κατασκευής των προαναφερόμενων αγωγών.

Η τακτική Ομπάμα «απελευθερώνει» την έκφραση τουρκικής δυσφορίας

Η «καλή ατμόσφαιρα», όμως, μοιάζει να τελειώνει στις αρχές του 2009. Η αντίδραση της τουρκικής ηγεσίας στην ισραηλινή εισβολή στη Γάζα είναι ασυνήθιστα έντονη για τον καλό «σύμμαχο» στο Τελ Αβίβ και έκτοτε οι τόνοι βρίσκονται σε σταθερά ανοδική πορεία, ενώ η διμερής συνεργασία σε διάφορους τομείς μοιάζει να εισέρχεται σε περίοδο, στην καλύτερη περίπτωση, «αργών ρυθμών» ή ακόμη και «παγώματος». Τι ακριβώς άλλαξε;

Το ζήτημα είναι ξεκάθαρο ότι δεν αφορά αποκλειστικά τις δύο χώρες. Αν και σύμφωνα με αναλύσεις στην ίδια την Τουρκία, η τουρκική αστική τάξη βλέποντας να μην έρχεται η ένταξη στην ΕΕ και διαπιστώνοντας απόσταση, λόγω της συμμαχίας με το Ισραήλ, από τους Αραβες γείτονες, άρχισε να «λοξοκοιτάζει» μετρώντας υπέρ και κατά για τα συμφέροντά της.

Εκτός αυτού, προφανώς, δεν είναι τυχαίο ότι η τουρκική αλλαγή συμπίπτει χρονικά με την αλλαγή στην προεδρία των ΗΠΑ και τη διατύπωση από τον Ομπάμα μιας «νέας τακτικής απέναντι στον αραβικό μουσουλμανικό κόσμο».

Μιας τακτικής που δεν αμφισβητεί την ουσία του σχεδίου περί «ευρείας Μέσης Ανατολής» που είχε εκπονήσει η προεδρία Μπους και προέβλεπε προώθηση, πάση θυσία μέσα από οικονομικές, εκπαιδευτικές συμφωνίες, αλλά ακόμη και με αλλαγές καθεστώτων, φίλα προσκείμενων ηγεσιών σε όλη την, πολύτιμη γεωστρατηγικά και ενεργειακά, περιοχή, αλλά πρόκειται για μια «επαναπροσαρμογή - συγκεκριμενοποίηση των βασικών στόχων τους», όπως εγκαίρως είχε εκτιμήσει η Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ «Για τη Διεθνή Κατάσταση με αιχμή τη Μέση Ανατολή και το Ιράν», το Μάη του 2006.

Η προεδρία Ομπάμα επιδίδεται, από την πρώτη στιγμή, σε μια προσπάθεια «γήτευσης» της αραβικής και μουσουλμανικής γνώμης, έτσι ώστε να μετριάσει την κάκιστη εικόνα που έχει διαμορφωθεί από την κατοχή σε Ιράκ - Αφγανιστάν και το συνεχόμενο αιματοκύλισμα στην Παλαιστίνη, επιδιώκοντας να διατηρήσει την προνομιακή θέση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή και να περιορίσει τα περιθώρια διείσδυσης άλλων ιμπεριαλιστικών και περιφερειακών δυνάμεων, όπως η Γαλλία, η Ρωσία ή και η Κίνα. Στο πλαίσιο της προσπάθειας αυτής, η Ουάσιγκτον προσπαθεί επίμονα να προωθήσει μια δήθεν διευθέτηση, έστω προσωρινή και επιφανειακή, του Παλαιστινιακού.

Το σχέδιό της, όμως, προσκρούει στην ισραηλινή αδιαλλαξία, όπως ήταν αναμενόμενο, καθώς η ισραηλινή ηγεσία αντιλαμβάνεται ότι, στην παρούσα φάση, οι στόχοι του αμερικανικού ιμπεριαλισμού δεν ταυτίζονται απόλυτα με τις περιφερειακές της βλέψεις, κάτι που σημαίνει ότι η Ουάσιγκτον δε θα δίσταζε να ανοίξει διαύλους διαλόγου και με άλλες ανερχόμενες περιφερειακές δυνάμεις, όπως η Τουρκία ή το Ιράν (εξ ου και οι προτάσεις διαλόγου) και να ψαλιδίσει την απεριόριστη ατιμωρησία της οποίας χαίρει η ισραηλινή συμπεριφορά. Οσο οι ΗΠΑ πιέζουν για «αναθέρμανση» στις ισραηλινο-παλαιστινιακές σχέσεις και αφήνουν χώρο στο «διάλογο» με το Ιράν, τόσο η ισραηλινή ηγεσία γίνεται πιο προκλητική εκτοξεύοντας απειλές και για τα δύο θέματα, στέλνοντας σαφώς μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις ότι δεν είναι διατεθειμένη να εγκαταλείψει αμαχητί τον προνομιακό της ρόλο στην περιοχή.

Την ίδια ώρα, η τουρκική ηγεσία μοιάζει να βρίσκει περιθώριο και ευκαιρία για να διεκδικήσει μεγαλύτερο ρόλο στις εξελίξεις και να διασφαλίσει τα συμφέροντα του δικού της κεφαλαίου. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται, τόσο η «ψυχρότητα» με το Ισραήλ όσο και οι προσεγγίσεις της με Συρία - Ιράν, καθώς και η επίτευξη συμφωνίας με το δεύτερο, σε συνεργασία με τη Βραζιλία, για ανταλλαγή μέρους του πυρηνικού του καυσίμου. Μια συμφωνία που δεν ανταποκρίνεται στις «προδιαγραφές» της Διεθνούς Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, αλλά αναμφιβόλως ενίσχυσε το διεθνές διπλωματικό κύρος της Τουρκίας, ενώ μπορεί ν' αξιοποιηθεί, αν παραστεί ανάγκη, από τις εμπλεκόμενες στην αντιπαράθεση με το Ιράν ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ως διέξοδος από μια περαιτέρω κλιμάκωση, μια προοπτική που σήμερα φαίνεται να απορρίπτεται αλλά ουδείς μπορεί να αποκλείσει.

Νέα επικίνδυνα δεδομένα

Οπως όλα δείχνουν, η ισραηλινή επιχείρηση της περασμένης Δευτέρας δεν είναι παρά η «κορυφή του παγόβουνου» υπόγειων διεργασιών και ιμπεριαλιστικών και περιφερειακών αντιθέσεων, που βρίσκονται σε εξέλιξη εδώ και καιρό στην ευρύτερη περιοχή. Το σίγουρο είναι ότι διαμορφώνονται πλέον νέα δεδομένα για ολόκληρη την περιοχή. Δεδομένα εξαιρετικά εύθραυστης και εύφλεκτης ρευστότητας, τα οποία αποτελούν, άλλωστε, και το ιδανικό περιβάλλον για την εκδήλωση περιφερειακών και ιμπεριαλιστικών αντιπαραθέσεων.

Ουδείς μπορεί με βεβαιότητα να πει αν υπάρχει κάποια ξεκάθαρη ιμπεριαλιστική παρότρυνση πίσω από την τουρκική επιλογή υψηλότερων τόνων απέναντι στο Ισραήλ (με αιχμές τη συμφωνία με το Ιράν και την ανοιχτή υποστήριξη της νηοπομπής υπό την αιγίδα της τουρκικής οργάνωσης ΙΗΗ, η οποία έχει στη δεκαετία του '90 υποστηρίξει μουτζαχεντίν σε Τσετσενία, Βοσνία και Αφγανιστάν, σύμφωνα με τον πρώην επικεφαλής της γαλλικής αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας Ζαν Λουί Μπριγκιέρ, μια δραστηριότητα που τότε ήταν καλοδεχούμενη από ΗΠΑ - Ισραήλ). Ταυτόχρονα, ουδείς μπορεί να διανοηθεί ότι ξαφνικά η Αγκυρα προκαλεί κλυδωνισμούς σε μία από τις ισχυρότερες συμμαχίες της, χωρίς να προσβλέπει είτε άμεσα είτε έμμεσα σε κάτι, διά μέσου ορισμένων απτών ή λιγότερων απτών διαβεβαιώσεων.

Στο επίπεδο της περιφερειακής αντιπαράθεσης, το ποιος θα αναδειχτεί τελικά επικρατέστερος μένει να αποδειχτεί. Και εξαρτάται άμεσα από τις εξελίξεις που θα ακολουθήσουν στο έδαφος των ήδη υπαρχόντων αντιθέσεων και των τελικών επιλογών που θα γίνουν από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που διαγκωνίζονται στην περιοχή.Οι ΗΠΑ διατηρούν, παρά τα προβλήματά τους, ισχυρότερο ρόλο, και δε θα πρέπει κανείς ν' αποκλείει το ενδεχόμενο να αυτοπροωθηθούν, τελικά, ως μοναδική επιλογή διαμεσολάβησης και διασφάλισης της τάξης κατευνάζοντας την κλιμακούμενη ένταση (η οποία ουδείς μπορεί να προβλέψει τι διαστάσεις θα λάβει) μεταξύ δύο πολύ στενών τους συμμάχων, δηλαδή μεταξύ Ισραήλ - Τουρκίας. Πρόκειται για τακτική δοκιμασμένη στο παρελθόν σε πλείστες περιπτώσεις, που διασφαλίζει τη διαρκή παρουσία του «διαμεσολαβητή» στην εκάστοτε περιοχή και τα συμφέροντά του και, φυσικά, σε βάρος των λαών, και του παλαιστινιακού. Μονόδρομος επομένως για τους λαούς είναι το δυνάμωμα της αντιιμπεριαλιστικής πάλης, για την ανατροπή του ιμπεριαλισμού, ώστε να ορίζουν οι ίδιοι τις τύχες τους.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ