«Και μόνο που σκέφτομαι αυτές τις απειλητικές ερωτήσεις ανατριχιάζω σύγκορμος(...)», έγραφε στο «Τι να κάνουμε;» ο ηγέτης της κοσμοϊστορικής Οχτωβριανής Επανάστασης. Ο Λένιν απαντούσε στα στενόθωρα ερωτήματα, με κείμενο του Πισάρεφ για τη διαφορά ονείρου - πραγματικότητας, στο οποίο υπογραμμίζεται: «Η διαφορά ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα δε φέρνει ζημιά, αρκεί μόνο το πρόσωπο που ονειροπολεί να πιστεύει σοβαρά στο όνειρό του, να παρατηρεί προσεχτικά τη ζωή, να συγκρίνει τις παρατηρήσεις του με τους φανταστικούς πύργους του και γενικά να δουλεύει ευσυνείδητα για να γίνει πραγματικότητα η φαντασία του».
Αν δεν ονειροπολούσε ο μεγαλοφυής ηγέτης των μπολσεβίκων, η Επανάσταση δε θα γινόταν πραγματικότητα. Ούτε θα θριάμβευε το «Τρίτο Μέτωπό» της, όπως χαρακτηριζόταν ο τομέας του Πολιτισμού (με την ολόπλευρη σημασία της λέξης). Ο Πολιτισμός έκανε τη δική του, κυριολεκτικά επική, «έφοδο στους ουρανούς», της οποίας χαρακτηριστικά και ντοκουμέντα θα αναφέρουμε, μόνον ενδεικτικά, καθώς πρόκειται για τεράστιο θέμα. Τεράστιο θέμα, αλλά και δύσβατο ακόμα και για ειδικούς επιστήμονες, μη εξερευνημένο πλήρως, αλλά και σκόπιμα «θολωμένο» από ανεπαρκείς αναλύσεις, συγχύσεις, κυρίως από τις ουκ ολίγες αντισοβιετικές και αντικομμουνιστικές παραχαράξεις.
Στη θέση του Μαρξ εδράζεται η σκέψη του Λένιν και οι αποφάσεις της Επανάστασης για όλα όσα σημαίνουν Πολιτισμό. Χαρακτηριστικό του ήθους και του σεβασμού της Οχτωβριανής Επανάστασης απέναντι στα έργα του Πολιτισμού είναι το άρθρο 1 του Διατάγματος του Συμβουλίου Λαϊκών Επιτρόπων για την «προστασία των αρχαιοτήτων και έργων τέχνης που ανήκουν στον Πολωνικό λαό» (23/1/1918): «Οι αρχαιότητες και τα έργα τέχνης, οι βιβλιοθήκες, τα αρχεία, οι πίνακες και γενικά τα αντικείμενα μουσείων, όπου κι αν βρίσκονται, περνούν κάτω από την προστασία της εξουσίας της Εργατικής και Αγροτικής Κυβέρνησης, μέσω του Επιτροπάτου για τις πολωνικές υποθέσεις και της "Εταιρείας Προστασίας των Αρχαιοτήτων", μέχρι την παράδοσή τους στα πολωνικά λαϊκά μουσεία».
Τα μέτρα προστασίας των αρχαιοτήτων και έργων τέχνης καθορίστηκαν και εφαρμόστηκαν αυθημερόν, με το Διάταγμα της 19/9/1918, που απαγόρευσε «να εξάγονται από οποιοδήποτε μέρος της Δημοκρατίας και να πωλούνται στο εξωτερικό από οποιονδήποτε, χωρίς ειδική άδεια του Συμβουλίου Μουσείων και Προστασίας Μνημείων Τέχνης και αρχαιοτήτων της Πετρούπολης και της Μόσχας». Το άρθρο 2 του Διατάγματος επέβαλε: «Ολα τα καταστήματα, μεταπρατικά γραφεία και μεμονωμένα πρόσωπα, που διεξάγουν εμπόριο έργων τέχνης και αρχαιοτήτων, οι μεσολαβητές σ' αυτό το εμπόριο και τα πρόσωπα που ασχολούνται, έναντι αμοιβής, με την αποτίμηση ή γνωμάτευση για παρόμοια αντικείμενα, οφείλουν να το δηλώσουν μέσα σε τρεις ημέρες από τη δημοσίευσή του αυτού του διατάγματος(...)». Το άρθρο 3 τόνιζε: «Κάθε παράβαση του διατάγματος τιμωρείται με όλη την αυστηρότητα των επαναστατικών νόμων, μέχρι και τη δήμευση όλης της περιουσίας των ενόχων και τη φυλάκισή τους».
Τεράστια ήταν η συμβολή της Επανάστασης στην άνθηση των εικαστικών τεχνών, με τη συμβολή και της πλειοψηφίας της «Ρωσικής Πρωτοπορίας». Ενδεικτική είναι η Απόφαση (8/6/1918) για χορήγηση 1 εκατομμυρίου ρουβλιών και την προκήρυξη διαγωνισμού για την ανέγερση μνημείου στον τάφο του Μαρξ. Με την Απόφαση της 30/7/18 καταρτίστηκε κατάλογος ανέγερσης μνημείων για τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της επανάστασης και του πολιτισμού. Με το άρθρο 1 προτάσσονται τα μνημεία των Μαρξ - Ενγκελς. Το άρθρο 2 προσθέτει στον μακρύ κατάλογο για μνημεία προσωπικοτήτων της επανάστασης και της τέχνης, σε διάφορες εποχές της ανθρωπότητας, που είχε προτείνει το Τμήμα Εικαστικών Τεχνών του Λαϊκού Επιτροπάτου Παιδείας, και τον Γερμανό επαναστάτη ποιητή, συνεργάτη του Μαρξ, Χάινε.
Το Διάταγμα (26/8/1919) για την «ενοποίηση των θεατρικών υποθέσεων» (κρατικών, συνεταιριστικών, θεάτρων του Κόκκινου Στρατού, των Σοβιέτ, κλπ.), μεταξύ άλλων πρόβλεψε: Τη δημιουργία «Κέντρου Θεάτρου». Την κρατικοποίηση των θεατρικών κτιρίων. Την απαγόρευση εξαγωγής, καταστροφής, πώλησης θεατρικής περιουσίας (κτίρια, σκηνικά, κοστούμια, αντικείμενα) και την παραχώρησή της (από το «Τσέντρο Τεάτρ», με συγκεκριμένους όρους) σε θιάσους καλλιτεχνών, οργανώσεων εργαζομένων, συνδέσμων, συνδικάτων, κλπ. Την κρατική επιχορήγηση από το «Κέντρο Θεάτρου», σε συνεννόηση με τα Λαϊκά Επιτροπάτα Οικονομικών και Κρατικού Ελέγχου, των εθνικοποιημένων θεάτρων με «καλλιτεχνική αξία», βάσει «του προϋπολογισμού που τα θέατρα θα υποβάλλουν» και «των καθορισμένων από το κράτος αμοιβών εργασίας και τιμών εισιτηρίων». Τη διοίκηση των κρατικών θεάτρων «Μπολσόι» και «Μάλι» στη Μόσχα και των «Μάρινσκι», «Αλεξαντρίσκι» και «Μιχαήλοφσκι» στην Πετρούπολη, βάσει του Καταστατικού τους. Την κρατική επιχορήγηση και των «αυτόνομων θεάτρων», που «θα υποβάλλουν ετήσιο καλλιτεχνικό και οικονομικό απολογισμό και θα υπόκεινται σε επιθεωρήσεις κρατικού ελέγχου, από οικονομική άποψη». Στόχος του Διατάγματος ήταν να ενισχυθεί ουσιαστικά (οικονομικά και ηθικά) η θεατρική «έκρηξη» της επαναστατικής και μετεπαναστατικής περιόδου.
Σημαντικός παράγοντας για την άνθηση του πολιτισμού υπήρξε ο ευρύτατος προβληματισμός - διάλογος που αναπτύχθηκε στο Κόμμα, στα επαγγελματικά σωματεία των καλλιτεχνών, σε ερασιτεχνικούς ομίλους, κλπ., για τα αισθητικά κινήματα. Λ.χ. για τις αισθητικές απόψεις των πολυάριθμων πολιτιστικών φορέων που δημιούργησαν καλλιτέχνες και ερασιτέχνες εργαζόμενοι. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση ήταν τα 300 και πλέον παραρτήματα, με 500.000 μέλη, της «Προλετκούλτ» («Προλεταρική Κουλτούρα») που εξέδιδε εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία, διέθετε σχολές, θεατρικά εργαστήρια, κλπ.). Φυσικά, σημαντικές αναφορές για τον πολιτισμό γίνονται σε πολλά κείμενα του Λένιν, άλλων ηγετών της Επανάστασης και Επιτρόπων στον τομέα του Πολιτισμού (λ.χ. του Λουνατσάρσκι).
Στο Πρόγραμμα για το 8ο Συνέδριο του ΠΚΚ (Μπολσ.) ο Λένιν έγραφε: «Ξέρουμε πολύ καλά τι σημαίνει η πολιτιστική υπανάπτυξη της Ρωσίας, τι συνέπειες έχει αυτή για τη Σοβιετική εξουσία, που κατ' αρχήν έχει δημιουργήσει μια ασύγκριτα ανώτερη προλεταριακή δημοκρατία, έχει δημιουργήσει ένα δείγμα αυτής της δημοκρατίας για όλον τον κόσμο, πως αυτή η υπανάπτυξη υποβιβάζει τη σοβιετική εξουσία και αναπαράγει τη γραφειοκρατία».
Αλλά στις απόψεις των θεωρητικών της «Προλετκούλτ» (Μπογκντάνοφ, Πλετνιόφ, κ.ά.), οι οποίοι διακήρυσσαν την απόρριψη της πολιτιστικής κληρονομιάς των περασμένων εποχών και την ανάγκη δημιουργίας αμιγούς προλεταριακής κουλτούρας, ο Λένιν απαντούσε (στο λόγο του στο 3ο Συνέδριο της Κομσομόλ):
«Αν ενός κομμουνιστή του ερχόταν η ιδέα να καυχηθεί για τον κομμουνισμό του με βάση συμπεράσματα που τα έχει πάρει έτοιμα, χωρίς να έχει πραγματοποιήσει μια πάρα πολύ σοβαρή, πάρα πολύ δύσκολη, μεγάλη εργασία, χωρίς να έχει προσανατολιστεί στα πραγματικά δεδομένα που έχει υποχρέωση να τα αντιμετωπίσει κριτικά, ένας τέτοιος κομμουνιστής θα ήταν πολύ θλιβερός». Και τόνιζε: «Μόνο με την ακριβή γνώση της κουλτούρας που έχει δημιουργήσει η όλη ανάπτυξη της ανθρωπότητας, μόνο με τη μετάπλασή της μπορούμε να χτίσουμε την προλεταριακή κουλτούρα. (...) Η προλεταριακή κουλτούρα πρέπει να αποτελέσει τη νομοτελειακή ανάπτυξη των αποθεμάτων γνώσεων που δημιούργησε η ανθρωπότητα κάτω από το ζυγό της καπιταλιστικής κοινωνίας, της τσιφλικάδικης κοινωνίας, της γραφειοκρατικής κοινωνίας».
Στα προεπαναστατικά άρθρα του για τον Λ. Τολστόι, ο Λένιν χαρακτήριζε τα «μεγαλοφυή έργα» σαν «ένα βήμα προς στην καλλιτεχνική ανάπτυξη ολόκληρης της ανθρωπότητας», που «πάντοτε θα τα εκτιμούν και θα τα διαβάζουν οι μάζες όταν θα δημιουργήσουν για τον εαυτό τους ανθρώπινες συνθήκες ζωής, ανατρέποντας το ζυγό των τσιφλικάδων και των καπιταλιστών».
Ο Λένιν ονειρευόταν η πολιτιστική επανάσταση να αγκαλιάζει και να αγκαλιάζεται από όσο το δυνατόν περισσότερους διανοούμενους και καλλιτέχνες. Γι' αυτό ζητούσε την ενθάρρυνση και ενίσχυση, με κάθε τρόπο, των νέων αναζητήσεων στον τομέα της τέχνης. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα μιας συνομιλίας του με την Κλάρα Τσέτκιν για θέματα του Πολιτισμού: «Στη χώρα μας γίνονται πολλοί πειραματισμοί. Και πλάι στους σοβαρούς έχουμε και πολλούς παιδαριώδεις, ανώριμους, που μας αφαιρούν δυνάμεις και πόρους. Μα όπως στη φύση, έτσι και στην κοινωνία η δημιουργική ζωή απαιτεί σπατάλη».
Βιβλιογραφία:
Β. Ι. Λένιν «Για την πολιτιστική επανάσταση» («Σύγχρονη Εποχή»)
Μαρξ - Ενγκελς «Για την Τέχνη» («Εξάντας»)
Β. Ι. Λένιν «Για τη Λογοτεχνία και την Τέχνη» (εκδόσεις Γερ. Αναγνωστίδη).
Αντώνη Βογιάζου «Σοσιαλισμός και κουλτούρα (1917 - 1932)» («Θεμέλιο»)