Συνήθως, οι διαπιστώσεις για όλα όσα αρνητικά συμβαίνουν στον πλανήτη είναι κοινές μεταξύ των λεγόμενων προοδευτικών και αριστερών δυνάμεων. Πολλές φορές και η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον κοινή. Το αδιέξοδο της καλής κουβέντας προκύπτει όταν αυτή οδηγείται στο "διά ταύτα". Τότε προκύπτει η ερωτηματική άρνηση που συνήθως ακούγεται: "Τι διαφορετικό μπορεί να κάνει η Ελλάδα μπροστά στη θέληση της παγκόσμιας κυριαρχίας των ΗΠΑ και των ισχυρών ευρω-ενωσιακών συμμάχων της;". Η ερώτηση φαινομενικά εύλογη. Μόνο που ακούγεται όχι μόνο από καλοπροαίρετους ανθρώπους, αλλά και από ένα συρφετό ημιμαθών που βολεύτηκαν στη θαλπωρή της προσαρμογής στα κελεύσματα των κάθε φορά ισχυρών.
Ας έρθουμε, λοιπόν, στο προκείμενο. Τι σημαίνει "αδύναμη μικρή Ελλάδα;" και τι "παντοδύναμη μονοκράτειρα Αμερική;". Εάν τα μεγέθη των δυνάμεων καθόριζαν αποκλειστικά τις διεθνείς αντιθέσεις τότε αυτές οι αντιθέσεις θα έμεναν μόνο στο θεωρητικό επίπεδο. Θα είχαμε, δηλαδή, την αυτόματη επιβολή της παγκόσμιας σιωπής. Ομως, ιδιαίτερα μετά τη διάλυση του σοβιετικού πόλου ισχύος και την επιβολή της αμερικανικής επικυριαρχίας, παρατηρούνται συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις και έξαρση του ψυχρού πολέμου. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο μεταξύ μικρότερων κρατών, αλλά και μικρών αμυνομένων εναντίων των δυτικοσυμμαχικών υπερδυνάμεων (όρα Γιουγκοσλαβία).
Ο πρόσφατος πυρηνικός ανταγωνισμός μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν είναι ενδεικτικός για τον κίνδυνο της ανθρωπότητας. Επιστέγασμα της ατελέσφορης μονοκρατορίας της σιωπής των ΗΠΑ και της υπαρκτής Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι ότι εδραιώθηκε πάνω στις στάχτες του γιουγκοσλαβικού πολέμου. Πρόκειται για έναν πόλεμο που συνέβη σε ευρωπαϊκό έδαφος για πρώτη φορά μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που διατηρείται σε σχετικά ψυχρή μορφή με ισχυρή τάση θερμής επέκτασης στα Βαλκάνια. Αυτά μόνο τα δύο παραδείγματα αρκούν για να ανατρέψουν κάθε επιχείρημα περί του ανυπέρβλητου της επιβολής της δυτικοσυμμαχικής σιωπής και του μάταιου κάθε αντίστασης. Η ερωτηματική άρνηση περί του "αν μπορεί να αμυνθεί η Ελλάδα" που παραμένει πεισματικά στα κεφάλια των προσαρμοσμένων, θα μπορούσε να απαντηθεί με την εξίσου ερωτηματική απορία: Καλά, τα χρόνια που το κίνημα ειρήνης, και εσείς μαζί, ζητούσε επιτακτικά την ταυτόχρονη διάλυση και των δύο στρατιωτικών συνασπισμών, ΝΑΤΟ και Σύμφωνου Βαρσοβίας, ήταν σίγουρο ότι θα το πετύχαινε; Η εμπειρία απέδειξε ότι απέτυχε. Ωστόσο, ορθώς το έπραξε. Μήπως, τάχα, η τωρινή μονοκρατορία του ΝΑΤΟ συνιστά την άρνηση κάθε προσπάθειας για τη διάλυσή του; Αυτοί που το αποδέχονται, αποδεικνύουν άθελά τους, ότι στην πραγματικότητα ήθελαν τη διάλυση μόνο του Συμφώνου Βαρσοβίας.
Η επικράτηση του ΝΑΤΟ τους έδωσε τη θλιβερή ιδεοληπτική κάλυψη να προσαρμόζουν την Ελλάδα στους σκοπούς του μιλιταριστικού ιμπεριαλισμού. Η επίκληση ενός ελληνικού ιμπεριαλιστικού κολαούζου που "διεισδύει στα Βαλκάνια" είναι παλιά γνωστή στους κύκλους της ελληνικής ολιγαρχίας. Οσο για τους αδιόρθωτους ημιμαθείς της "Ευρωπαϊκής προοπτικής του 2000", που αναζητούν "λύση" θα μπορούσε να τους ειπωθεί ότι το κίνημα ειρήνης είναι κοινωνικό κίνημα κριτικής και παρέμβασης. Την αγωνία εφαρμογής κυβερνητικής γραμμής την αφήνει για τα συγκολλητικά οπίσθια των ευρωαφιονισμένων καρεκλοκυνηγών. Παρ' όλα αυτά και σε πείσμα τους, με διορατικότητα και σύνεση, διατυπώνει τη γνωστή άποψη της ανάγκης αναζήτησης και ενδυνάμωσης διεθνών ερεισμάτων από την Ελλάδα, πέραν του ΝΑΤΟ και της υπαρκτής Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αυτά υπάρχουν και στα τέσσερα σημεία του ελληνικού ορίζοντα. Υπάρχουν κυρίως μέχρι τον απώτερο Βορρά και τον εγγύς Νότο. Αυτά τα ερείσματα πρέπει να είναι σταθερά, να αγγίζουν τη ραχοκοκαλιά των ισχυρών της Δυτικής Συμμαχίας και να τους υποδηλώνουν ότι θα πέσουν στο ίδιο πηγάδι που οδηγούν την Ελλάδα. Αυτό προϋποθέτει την άνοδο κοινωνικο - πολιτικών δυνάμεων εξουσίας απαλλαγμένων από οικονομικο - πολιτικές ολιγαρχικές δεσμεύσεις και να λειτουργούν στο δίπτυχο: Εθνική ανασυγκρότηση και κοινωνική δικαιοσύνη.
Αντώνης ΔΑΜΙΓΟΣ