Τρίτη 25 Νοέμβρη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Η νίκη

72ο ΜΕΡΟΣ

Περάσαμε κάτω από την πελώρια γκρίζα πέτρινη αψίδα των πυλών της Μόσχας, που ήταν σκεπασμένη από ολόκληρες σειρές με χρυσές επιγραφές, βαριούς αυτοκρατορικούς αετούς και ονόματα τσάρων, και μπήκαμε σε μια φαρδιά ίσια δημοσιά, που είχε σκεπαστεί από το πρώτο χιόνι. Ηταν γεμάτη από κοκκινοφρουρούς, που με φωνές και τραγούδια πορεύονταν για το επαναστατικό μέτωπο. Αλλοι χλομοί, λασπωμένοι, γύριζαν από κει στην πόλη. Η πλειοψηφία των κοκκινοφρουρών ήταν εντελώς νεαρά παιδιά. Περνούσαν ακόμα γυναίκες με φτυάρια και κάποτε με τουφέκια ή με το περιβραχιόνιο του Ερυθρού Σταυρού. Ηταν οι καμπουριασμένες και ταλαιπωρημένες από τη δουλιά γυναίκες των φτωχών συνοικιών. Ομάδες στρατιωτών που πήγαιναν χωρίς στρατιωτικό βήμα, πείραζαν φιλικά τους κοκκινοφρουρούς. Εβλεπες αυστηρούς ναύτες, παιδιά που πήγαιναν φαγητό στους πατεράδες και στις μητέρες τους κι όλοι αυτοί που κινιούνταν προς τα κει και αντίστροφα, τσαλαβουτούσαν μέσα στη βαθιά λάσπη, που σκέπαζε τη δημοσιά κάμποσους πόντους. Προσπεράσαμε τα πυροβόλα και τα βληματοφόρα που κυλούσαν με θόρυβο προς το Νότο. Συναντήσαμε, φορτηγά αυτοκίνητα που ήταν σκεπασμένα από τις λόγχες των μαχητών. Από το μέτωπο έρχονταν υγειονομικά αυτοκίνητα και κάποια στιγμή συναντήσαμε ένα κάρο που κινιόταν αργά, τρίζοντας. Απάνω του ήταν κουλουριασμένος και βογκούσε συνέχεια ένας νεαρός, χλομός σαν το κερί. Είχε τραυματιστεί βαριά στην κοιλιά. Στα χωράφια, κι από τις δύο πλευρές της δημοσιάς, γυναίκες και γέροι έσκαβαν χαρακώματα και έστηναν συρματοπλέγματα.

Πίσω, προς το Βορρά, πρόβαλε ένας αδύναμος ήλιος από τα διάκενα που σχημάτιζαν τα σύννεφα. Στην ίσια και βαλτώδη πεδιάδα άστραφτε η Πετρούπολη. Δεξιά υψώνονταν οι άσπροι, επίχρυσοι και ποικιλόχρωμοι τρούλοι και οβελίσκοι. Αριστερά οι ψηλές καμινάδες που ξερνούσαν μαύρο καπνό και πίσω απ' όλα αυτά χαμήλωνε ο ουρανός πάνω από τη Φιλανδία. Απ' όλες τις μεριές διακρίνονταν εκκλησίες και μοναστήρια... Πότε - πότε φαινόταν και κανένας καλόγερος, που κοίταζε σιωπηλά τον προλεταριακό στρατό που 'χε πλημμυρίσει τη δημοσιά.

Στο Πούλκοβο ο δρόμος χώριζε. Εδώ πέσαμε απάνω σ' ένα τεράστιο πλήθος. Από τρεις κατευθύνσεις κατέβαιναν ανθρώπινοι χείμαρροι. Συναντιούνταν ζωηρά γνωστοί και φίλοι και αφηγούνταν εύθυμα μεταξύ τους τις περιπέτειές τους στις μάχες. Τα κτίρια που βρίσκονταν στο σταυροδρόμι ήταν κατατρυπημένα από σφαίρες και το έδαφος, μισό μίλι τριγύρω, ήταν πατημένο και λασπωμένο. Σ' αυτή τη θέση είχε γίνει σκληρή μάχη... Εκεί κοντά τριγύριζαν πεινασμένα τα άλογα των κοζάκων, χωρίς ιππείς, γυρεύοντας άδικα κάποια τροφή. Το χορτάρι όμως είχε εξαφανιστεί από τον κάμπο πριν από πολύν καιρό. Μπροστά μας ένας ατζαμής κοκκινοφρουρός προσπαθούσε να καβαλήσει ένα από τα άλογα μα πάντα έπεφτε, πράγμα που έκανε να γελάνε σαν παιδιά οι χιλιάδες των απλών ανθρώπων.

Ο δρόμος αριστερά, απ' όπου υποχωρούσαν τα υπολείμματα των κοζάκων, οδηγούσε σ' ένα χωριουδάκι στην κορυφή ενός χαμηλού λόφου, απ' όπου ξανοιγόταν μεγαλόπρεπη η θέα του απέραντου γκρίζου, σαν την ήσυχη θάλασσα, κάμπου, με τα βαριά σύννεφα που κρέμονταν από πάνω του. Ολοι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από ανθρώπινα πλήθη, που έρχονταν από την πρωτεύουσα. Μακριά, αριστερά υψωνόταν ο χαμηλός λόφος του Κράσνογιε Σελό, όπου υπήρχαν οι εγκαταστάσεις για τη θερινή κατασκήνωση της φρουράς και βρισκόταν το αυτοκρατορικό αγρόκτημα.

Την ομοιομορφία του κάμπου τη χαλούσαν, εκεί κοντά, κάτι μοναστήρια περιφραγμένα με πέτρινους τοίχους, μερικές απομονωμένες φάμπρικες, καθώς και διάφορα άσυλα και καταφύγια, κάτι μεγάλες οικοδομές με εγκαταλειμμένους κήπους...

"Να εδώ έπεσε η Βέρα Σλούτσκαγια", είπε ο σοφέρ όταν ανεβήκαμε στο γυμνό λόφο. "Ναι, ναι, αυτή η μπολσεβίκα μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου. Αυτό συνέβη σήμερα, νωρίς το πρωί. Βρισκόταν στο αυτοκίνητο με τον Ζάλκιντ και με έναν ακόμα σύντροφο. Είχε σταματήσει η μάχη και πήγαιναν για τα χαρακώματα της πρώτης γραμμής. Συζητούσαν και γελούσαν, όταν έξαφνα από τη θωρακισμένη αμαξοστοιχία με την οποία ταξίδευε ο ίδιος ο Κερένσκι, κάποιος είδε το αυτοκίνητο κι έριξε με το πυροβόλο. Το βλήμα πέτυχε τη Σλούτσκαγια και τη σκότωσε...".

Ετσι φτάσαμε μέχρι το Τσάρσκογιε Σελό, όπου πηγαινοέρχονταν θορυβώδικα οι ήρωες των προλεταριακών τμημάτων. Τώρα, στο μέγαρο που συνεδρίαζε το Σοβιέτ, δούλευαν πυρετώδικα. Στην αυλή συνωστίζονταν κοκκινοφρουροί και ναύτες, στις πόρτες ήταν σκοποί, έμπαιναν κι έβγαιναν αδιάκοπα σύνδεσμοι και κομισάριοι. Στο διαμέρισμα του Σοβιέτ έβραζε το σαμοβάρι και πάνω από πενήντα εργάτες, στρατιώτες, ναύτες κι αξιωματικοί στέκονταν γύρω απ' αυτό, έπιναν τσάι και συζητούσαν ζωηρά. Στη γωνιά δύο εργάτες, χωρίς να ξέρουν, φαίνεται, από τέτοια δουλιά, προσπαθούσαν να βάλουν μπρος έναν πολύγραφο. Στο τραπέζι που βρισκόταν στο κέντρο, ο πελώριος Ντιμπένκο έσκυβε απάνω στο χάρτη, σημειώνοντας με κόκκινο και μπλε μολύβι τη διάταξη των στρατευμάτων. Στο άλλο χέρι κρατούσε, όπως πάντα, την πιστόλα από μπλε ατσάλι. Υστερα κάθισε στη γραφομηχανή κι άρχισε να χτυπάει τα πλήκτρα με το ένα δάχτυλο. Μόλις σταματούσε τη δουλιά ακόμα και για ένα δευτερόλεπτο, έπιανε το πιστόλι και με αγάπη γύριζε το μύλο του.

Δίπλα στον τοίχο βρισκόταν ένα ντιβάνι όπου ήταν ξαπλωμένος ένας νεαρός εργάτης. Δύο κοκκινοφρουροί ήταν σκυμμένοι από πάνω του, μα οι υπόλοιποι δεν έδιναν καμιά σημασία. Ηταν τραυματισμένος στο στήθος και σε κάθε χτύπο της καρδιάς πεταγόταν μέσα από τα ρούχα του φρέσκο αίμα. Τα μάτια του ήταν κλειστά, το νεαρό και γεμάτο γένια πρόσωπό του είχε γίνει χαλκοπράσινο. Ανάπνεε αργά και δύσκολα και σε κάθε εκπνοή σιγοψιθύριζε: "Θα γίνει ειρήνη... θα γίνει ειρήνη...".

ΑΥΡΙΟ ΤΟ 73ο ΜΕΡΟΣ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ