Επώδυνες για τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους οι συνέπειες από την ακολουθούμενη πολιτική
Στο 3ο μέρος της εισήγησής του ο Θ. Κακκαβάς περιέγραψε την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην κοινωνική ασφάλιση, την υγεία και την πρόνοια, λέγοντας:
«Εχει επιβληθεί ένα καθεστώς καταλήστευσης των πόρων του ΙΚΑ και άλλων ταμείων, προς όφελος των επιχειρήσεων και κυρίως του μεγάλου ιδιωτικού κεφαλαίου (τεράστια φοροδιαφυγή, παγωμένες οφειλές, εισφοροαπαλλαγές, ληστρική εκμετάλλευση αποθεματικών κοινωνικής ασφάλισης). Τέλος, η πολιτική των πελατειακών σχέσεων έχει διαλυτικές επιπτώσεις στα ταμεία.
Οι μειώσεις στο εισόδημα των εργαζομένων, που είναι τώρα πιο έντονες, η διόγκωση της ανεργίας και κυρίως η ραγδαία επέκταση των «ευέλικτων» μορφών εργασίας, με τη σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ, έχουν φοβερές αρνητικές συνέπειες στην κοινωνική ασφαλιστική κάλυψη των εργαζομένων, στα έσοδα των ταμείων και στο σύστημα εισφορών - παροχών της κοινωνικής ασφάλισης. Η διάλυση του πλέγματος των ρυθμίσεων για τις εργασιακές σχέσεις θα συμπαρασύρει και το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης. Αν εφαρμοστεί αυτή η πολιτική, τότε πολύ πιο δύσκολα θα δημιουργεί κάποιος τις προϋποθέσεις για να συνταξιοδοτηθεί, το ποσό της σύνταξης θα είναι πολύ μικρότερο και τα έσοδα των ταμείων θα τιναχτούν στον αέρα.
Η παραπέρα διεύρυνση των ανασφάλιστων, με την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, θα σπρώξει ένα μεγαλύτερο μέρος στο κοινωνικό περιθώριο ή στην ιδιωτική ασφάλιση.
Από το 1986 και ύστερα έχουμε μια πολιτική σκληρών περικοπών στις παροχές κοινωνικής ασφάλισης, υγείας και πρόνοιας.
- Με τον Ν.1759/88 καταργήθηκε ο θεσμός των προσωρινών συντάξεων αναπηρίας ΙΚΑ και μειώθηκαν αισθητά τα επιδόματα ασθενείας ΙΚΑ.
- Με τους νόμους 1902/90, 1976/91 και 2084/92, που οι εργαζόμενοι τους ονόμασαν αντιασφαλιστικούς, σημειώθηκαν δεινά πλήγματα στις λεγόμενες θεσμικές ρυθμίσεις της κοινωνικής ασφάλισης, που διασφαλίζουν στοιχειώδεις παροχές στις μεγάλες ομάδες εργαζομένων, όπως είναι τα κατώτατα όρια συντάξεων ΙΚΑ, οι αναπηρικές συντάξεις ΙΚΑ, με τον υπολογισμό τους με βάση το μέσο όρο των αποδοχών της τελευταίας πενταετίας, αντί δεκαετίας που ίσχυε και τη σταδιακή κατάργηση του υπολογισμού των δώρων εορτών. Ακόμα, αυξήθηκαν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, ο ελάχιστος χρόνος ασφάλισης και οι εισφορές για όλους τους εργαζόμενους.
- Για τους ασφαλιζόμενους από 1.1.93 θεσπίστηκε ένα καθεστώς έκτρωμα, που προβλέπει το 1/2 των συντάξεων που καταβάλλονται και εισφορές αυξημένες, δυσανάλογες προς τις προβλεπόμενες συντάξεις. Ακόμη προβλέπει όριο ηλικίας συνταξιοδότησης το 65ο έτος, για άνδρες και γυναίκες, σύνταξη για 35 έτη ασφάλισης το 60% των αποδοχών, βάση υπολογισμού της σύνταξης τον μέσο όρο των αποδοχών τελευταίας πενταετίας, χωρίς δώρα εορτών και επικουρική σύνταξη στο 20% των αποδοχών. Τέλος, μεταφέρονται οικονομικά βάρη για την περίθαλψη, που αναλάμβανε ο κρατικός προϋπολογισμός, στα ασφαλιστικά ταμεία.
Οι συνέπειες από την ακολουθούμενη πολιτική είναι επώδυνες για τους εργαζόμενους και συνταξιούχους.
Πρώτη συνέπεια είναι ότι η κοινωνικοασφαλιστική κάλυψη μεγάλων τμημάτων εργαζομένων οδηγείται σε αποδιάρθρωση. Η διεύρυνση των ανασφάλιστων εργαζομένων είναι αλματώδης και η λεγόμενη μαύρη εργασία αποτελεί κυρίαρχο πρόβλημα για τους εργαζόμενους.
Δεύτερη συνέπεια είναι η αποδιάρθρωση του συστήματος συντάξεων. Τα κατώτατα όρια συντάξεων ΙΚΑ από 20 ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη το 1990, έπεσαν σε πραγματικές τιμές στα 15,3 το 1998 και η μέση σύνταξη ΙΚΑ έπεσε στα επίπεδα του 1980. Οι αναπηρικές συντάξεις, στο σύνολο των συντάξεων ΙΚΑ, από το 29,3% το 1990 πέφτουν στο 16,8% το 1999 και οι νέοι συνταξιούχοι αναπηρίας, στο σύνολο των νέων συνταξιούχων ΙΚΑ, έπεσαν από 24% το 1990 στο 13% το 1997. Ηδη ένας στους τέσσερις συνταξιούχους του αστικού τομέα της οικονομίας, αλλά και όλοι σχεδόν οι συνταξιούχοΙ αγρότες, ζουν κάτω από το όριο φτώχειας.
Η κυβέρνηση διαφημίζει, κατά κόρον, τη χορήγηση των γνωστών βοηθημάτων προς τους πολύ χαμηλοσυνταξιούχους (ΕΚΑΣ). Εκτός του ότι συνεπάγονται ελάχιστες δαπάνες, τα βοηθήματα αυτά θεσπίστηκαν για να προωθηθεί ευκολότερα η κατάργηση του θεσμού των κατωτάτων ορίων συντάξεων και να περάσει η αρχή της λεγόμενης επικέντρωσης στις ανάγκες, δηλαδή της καταβολής βοηθημάτων ή επιδομάτων (πολυτέκνων, μητρότητας και άλλα) με βάση εισοδηματικά κριτήρια.
Τρίτη συνέπεια είναι η αποδιάρθρωση της ασφάλισης υγείας. Ηδη οι ελλείψεις σε ιατρικό προσωπικό και εξοπλισμό στα πολυιατρεία του ΙΚΑ είναι τεράστιες και οι ουρές των ασφαλισμένων και συνταξιούχων μεγαλώνουν συνεχώς. Η όλη πολιτική της κυβέρνησης για την εισαγωγή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων για τα δημόσια νοσοκομεία και τα πολυιατρεία των ταμείων θα οδηγήσει σε επιβαρύνσεις των εργαζομένων (συμμετοχή σε ιατρικές πράξεις, εργαστηριακές εξετάσεις και άλλα), σε μεγάλες επιβαρύνσεις των ασφαλιστικών ταμείων, κυρίως με την αύξηση των νοσηλίων, αλλά και στη μεταφορά μεγάλου μέρους των πόρων για την υγεία του ΙΚΑ, ΤΕΒΕ και άλλων ταμείων στις ιδιωτικές κλινικές, πολλές από τις οποίες δεν πληρούν τις απαιτούμενες σύγχρονες προδιαγραφές και στα διάφορα διαγνωστικά κέντρα. Τα δημόσια νοσοκομεία αντιμετωπίζουν τεράστιες ελλείψεις σε υποδομή, νέα τεχνολογία και προσωπικό και παραπέμπουν ασθενείς τους, και αυτά, για υπηρεσίες υγείας, σε ιδιωτικές επιχειρήσεις υγείας. Ηδη οι ιδιωτικές επιχειρήσεις υγείας πολλαπλασιάζουν τις δραστηριότητές τους και, όπως υπολογίζεται, διαχειρίζονται πάνω από το 40% των υπηρεσιών υγείας στη χώρα.
Τέταρτη συνέπεια είναι η αποδιάρθρωση της χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης. Οι επιχορηγήσεις προς τα ταμεία και τα νοσοκομεία μειώνονται χρόνο με το χρόνο. Η επιχορήγηση ΙΚΑ, σε σχέση με τα έσοδά του, από 41,75% το 1990, πέφτει στο 11,70% το 2000.
Οι μειώσεις, εξάλλου, των εισφορών εργοδοτών για την πρόσληψη νέων εργαζομένων, καθώς και οι εισφοροαπαλλαγές προς διάφορες επιχειρήσεις είναι γνωστές. Είναι, επίσης γνωστή η τεράστια εισφοροδιαφυγή σε βάρος του ΙΚΑ κυρίως, που υπολογίζεται σε πάνω από 600 δισ. δρ. το χρόνο και γνωστές οι «παγωμένες» οφειλές προς το ΙΚΑ (καθυστερούμενες οφειλές και πρόσθετα τέλη), που έχουν φτάσει το ένα τρισ. δρχ. Από το άλλο μέρος, συνεχίζεται η εκμετάλλευση των αποθεματικών των ταμείων, μέσω του τραπεζικού συστήματος και της λεγόμενης κεφαλαιαγοράς και η δανειοδότηση πολλών ταμείων προς τις τράπεζες, με επαχθή επιτόκια, που συνεπάγεται σοβαρές επιβαρύνσεις για τα ταμεία.
Ετσι, η ανατροπή της οικονομικής βάσης, κυρίως του ΙΚΑ, αλλά και άλλων ταμείων είναι αναπόφευκτη. Ηδη ο κλάδος συντάξεων του ΙΚΑ είναι από παλιά ελλειμματικός. Ελλειμματικός είναι και ο κλάδος ασθενείας του ΙΚΑ, ο οποίος με τη σχεδιαζόμενη αύξηση των νοσηλίων των νοσοκομείων θα οδηγηθεί σε πλήρες αδιέξοδο, όπως άλλωστε και οι κλάδοι ασθενείας πολλών άλλων ταμείων.
Π.χ. οι δαπάνες του ΙΚΑ για νοσοκομειακή περίθαλψη από 116 δισ. το 1998, στον προϋπολογισμό του 1999 φτάνουν τα 171 δισ. Δηλαδή επαληθεύονται οι εκτιμήσεις ότι η αύξηση των νοσηλίων και η μεταφορά στα ασφαλιστικά ταμεία των υποχρεώσεων θα έχει καταστρεπτικές συνέπειες για το ΙΚΑ.
Βέβαια, αυτό γίνεται γιατί μειώνεται η επιδότηση από τον προϋπολογισμό του κράτους προς τα νοσοκομεία για να μειωθούν τα ελλείμματα και να πιαστούν τα κριτήρια του Μάαστριχτ! Το λογαριασμό θα τον πληρώσουν οι εργαζόμενοι και τα ταμεία. Ουσιαστικά επιστρέφουμε στη δεκαετία του '70, που τα ασφαλιστικά ταμεία και πάλι ήταν αιμοδότες των νοσοκομείων.
Τέλος, σε πλήρες αδιέξοδο οικονομικό έχει περιέλθει το ΙΚΑ - ΤΕΑΜ, μετά την αρπαγή των πλεονασμάτων του, για τις ανάγκες του ΙΚΑ.
Στον τομέα του φαρμάκου οι φαρμακοβιομήχανοι και οι εισαγωγείς έχουν επιβάλει τους δικούς τους όρους. Η αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης οφείλεται κύρια στις συνεχείς ανατιμήσεις των φαρμάκων και σε μικρό βαθμό σε αδικαιολόγητη συνταγογράφηση, που επιβάλλουν κυρίως οι φαρμακευτικές εταιρίες, με τις γνωστές συνεργασίες τους με γιατρούς».