Στο έργο «Πράξη χωρίς λόγια Ι», μια φιγούρα ανδρική, πολιορκημένη από ένα εκτυφλωτικό φως, διπλώνει και ξεδιπλώνει ένα μαντίλι, σέρνει με κόπο το εύθραυστο σώμα του, υπακούοντας μηχανικά στον ήχο ενός σφυρίγματος που τον καλεί να κινηθεί από τη μια άκρη της σκηνής στην άλλη, να «πράξει» με τα αντικείμενα που φέρουν μέσα τους το Χρόνο, να «πράξει» με την επανάληψη του Τίποτα.
Στο «Λίκνισμα» μια πρόωρα γερασμένη γυναίκα, με μάτια λιμασμένα και χέρια λευκά, ενδύεται το μαύρο κλειστό φόρεμά της, εγκαταλείπει τ' όνομά της, κάθεται στην παλιά κουνιστή πολυθρόνα της μητέρας της και αφήνεται στο πηγαινέλα, στο εκκρεμές του χρόνου ως το τέρμα.
Στο «Οχι εγώ» μια φωνή βγαίνει μέσα από ένα στόμα ανοιχτό - στόμα τάφου και αιδοίου, θανάτου και ζωής - «εκκρίνοντας» λέξεις και ήχους, θορύβους και παύσεις που μιλούν, παύσεις που ακραγγίζουν τη σιωπή, έτσι όπως παίζουν με το Αδύνατον. Πώς να κατονομάσεις, άλλωστε, το Εγώ; Πώς το τρίτο πρόσωπο να γίνει πρώτο;