Σκέφτομαι, κατά καιρούς, διάφορα ή άλλα εξωτερικά γεγονότα, μου φέρνουν στη μνήμη, προφανώς, πράγματα μη ξεχασμένα, αλλά κάπου καταχωνιασμένα.
Τον περασμένο Αύγουστο διάβασα, στους κυριακάτικους «Νιου Γιορκ Τάιμς», την παρακάτω μικρή αληθινή ιστορία, ενός πολύ γνωστού επιφυλλιδογράφου.
Πριν μερικά χρόνια εγκαταστάθηκε δίπλα στο σπίτι του μια οικογένεια Ρώσων. Η επικοινωνία τους ήταν απλή και περιορισμένη. Βέβαια, με τον καιρό, όλο και προστίθονταν μερικές λέξεις παραπάνω. Ωσπου μια μέρα ο Ρώσος γείτονας, που μάλλον ήταν ο αρχηγός της οικογένειας, του είπε ή καλύτερα τον ρώτησε:
- Είμαστε σε αυτή τη χώρα εφτά χρόνια τώρα. Δουλεύομε όλοι, κάνομε οικονομίες, αλλά δεν μπορούμε να ζήσουμε τόσο καλά, όσο άλλοι που βλέπουμε γύρω μας. Δηλαδή, που δεν τους βλέπουμε να εργάζονται τόσο σκληρά όσο εμείς. Τι δουλιά κάνετε, τέλος πάντων, στην Αμερική και βγάζετε τόσα λεφτά;
Ο Αμερικανός τον κοίταξε κατάματα και του απάντησε:
- Πουλάμε και αγοράζουμε σπίτια.
Είναι κατανοητό ότι η ιδιοκτησία της κατοικίας όπου ζούμε είναι μια μεγάλη οικονομική ανακούφιση, αφού ταυτόχρονα ζούμε με την ανασφάλεια εισοδήματος και υποχρεώσεων. Ωστόσο έχει κανείς την εντύπωση ότι παίζονται διάφορα οικονομικά παιχνίδια με τη μεσολάβηση των τραπεζικών δανείων.
Θυμάμαι πάντα τον Αριστείδη με τα γαλανά μάτια, δεν υπάρχει πια, που τα χρόνια της χούντας νόμιζε ότι με προστάτευε μόνο και μόνο επειδή ήμασταν φίλοι και μου τηλεφωνούσε νωρίς κάθε πρωί, για να βεβαιωθεί ότι υπήρχα.
Με το αυτοκίνητο διασχίσαμε τους κάθετους δρόμους που οδηγούσαν στη θάλασσα, τους παράλληλους με τη Δημοσία Οδό κι εγώ θαύμαζα σπίτια, αυτοκίνητα, δέντρα, αγνοώντας την άγνοιά μου.
- Ολα αυτά ανήκουν στις τράπεζες.
- Γιατί;
- Μα, έχουν αγοραστεί με τραπεζικά δάνεια, μου χάλασε τη διάθεση ο Αριστείδης.