Η αφίσα της ταινίας |
Το «ευτυχώς» έχει να κάνει, με το ότι ανάμεσα σε αυτές τις επαναλήψεις, υπάρχουν και μερικά μεγάλα ή λιγότερα μεγάλα αριστουργήματα. Ενα από αυτά τα αριστουργήματα είναι και «ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν». Φιλμ που, το 1968, απέσπασε το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, αφού στο μεταξύ είχε τύχει εξαιρετικής υποδοχής από το κοινό και τους ειδήμονες. (Η παραγωγή του έγινε το 1966 από τα στούντιο της Πράγας).
Ενας απλός, ήρεμος και, σε μεγάλο βαθμό, αθώος έφηβος, καταναλώνει τη ζωή του (και καταναλώνεται και ο ίδιος, βέβαια) με τα προσωπικά του. Η αναζήτηση της προσωπικής του ταυτότητας, κυρίως στο ζήτημα του σεξ, του έχει γίνει βραχνάς. (Ως ένα σημείο δικαιολογημένα, καθώς βρίσκεται στο προχωρημένο στάδιο της εφηβείας του). Ενας βραχνάς, που μετατρέπει το μερικό σε γενικό. Ο μικρόκοσμός του, είναι ολόκληρος ο κόσμος!
Και, ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης, και η πατρίδα του, φυσικά, είναι κάτω από τη γερμανική κατοχή. Ο νεαρός Τσέχος, που, ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του, εργάζεται σαν βοηθός σταθμάρχη, είναι άνθρωπος ανιδιοτελής και καθαρός. Ετσι, απλά, όπως κυλάει ένα ποτάμι, και πάντα προς την ίδια φορά, νομοτελειακά, θα έλεγε κανείς, ακριβώς γιατί είναι απλός και καθαρός άνθρωπος, και ιδιαίτερα νέος άνθρωπος, η αναζήτηση για την προσωπική του αυτογνωσία, τον οδηγεί - και τον εντάσσει - στο σύνολο. Αυτός, που απλώς «έβλεπε τα τρένα να περνούν», παρεμβαίνει. Και παρεμβαίνει αποφασιστικά. Και καθοριστικά. Και μάλιστα με προσωπική θυσία!
Αυτή η απλή ιστορία, γυρισμένη με απλό ρεαλιστικό τρόπο, με απέραντη τρυφερότητα και ανθρωπισμό, με ακριβό χιούμορ και εξαιρετική φαντασία, είναι μια κινηματογραφική όαση, μέσα στο βομβαρδισμένο τοπίο της σημερινής βίαιης κινηματογραφικής βιομηχανίας. Είναι, επίσης, ένα σεμνό δείγμα του δρόμου που είχε πάρει η τέχνη στις σοσιαλιστικές χώρες, στην πρώτη απόπειρα της ανθρωπότητας να περάσει στο ανώτερο στάδιο οργάνωσης της κοινωνίας, το σοσιαλισμό. Η ταινία, πέρα από τις καλλιτεχνικές της αρετές ή μάλλον ακριβώς για τις καλλιτεχνικές της αρετές, προσφέρεται για πολύ θετικά συμπεράσματα. Γιατί είναι ένα δείγμα της σοσιαλιστικής τέχνης. Που κυρίαρχο στοιχείο της είναι ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος ο πραγματικός, όχι ο κατασκευασμένος.
Ο σκηνοθέτης της, Ζίρι Μέντζελ (γεννήθηκε το 1938), είναι επίσης συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης θεάτρου. Απομόνωσε τους ήρωές του σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό και κεντώντας ψιλοβελονιά τις λεπτομέρειες, στο φωτισμό, στα ρούχα, στις κινήσεις και στους διαλόγους, έφτιαξε ένα κινηματογραφικό κονσέρτο, που όλα τα «όργανα», τα πάντα, δουλεύουν στην εντέλεια. Καθένα ξεχωριστά και την ίδια στιγμή όλα μαζί οργανωμένα. Και δουλεύουν, είτε προσωπικά είτε σαν «ομάδα», λιτά και αθόρυβα. Πουθενά στην ταινία δεν υπάρχει ανισομέρεια. Δεν ξεχωρίζει κάτι ή κάποιος σε βάρος του συνόλου.
Η ταινία, που στηρίζεται στο μυθιστόρημα του πολύ γνωστού Τσέχου συγγραφέα Μπόχαμιλ Χράβαλ, ο οποίος, το 1997, σε ηλικία 82 ετών, έπεσε από το παράθυρο του νοσοκομείου στο οποίο νοσηλευόνταν (ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε αν ήταν ατύχημα ή αυτοκτονία), σωστά συγκαταλέγεται στα εξαιρετικά κομμάτια του τσεχοσλοβάκικου, αλλά και του παγκόσμιου, κινηματογράφου. (Μην μπερδευτείτε με το ομότιτλο μυθιστόρημα του Ζορζ Σιμενόν. Καμία σχέση τα δυο μυθιστορήματα. Ο άνθρωπος του Ζορζ Σιμενόν έβλεπε να «περνούν» άλλου είδους τρένα)! Η αξία της ταινίας έχει να κάνει, ανάμεσα στα άλλα, και με το μινιμαλισμό της. Δεν είναι «φορτωμένη». Περιορίζεται στα απαραίτητα. Και μέσα από αυτά, και με αυτά, γίνεται οικουμενική.
Παίζουν: Βάκλαβ Νέκαρ. Ζόζεφ Σομρ, Βλαστιμίλ Μπρόντσκι, Βλαντιμίρ Βαλέντα.