Κυριαρχούν τα εισαγόμενα ποτά και οι πολυεθνικές
Υψηλό βαθμό συγκέντρωσης και έντονο ανταγωνισμό εμφανίζει ο κλάδος των αλκοολούχων ποτών, καθώς ελέγχεται από λίγες επιχειρήσεις και μάλιστα θυγατρικές πολυεθνικών ομίλων. Το συμπέρασμα αυτό δεν προκύπτει από κάποια εμπειρική εξέταση της κατάστασης, αλλά από πρόσφατη κλαδική μελέτη της εταιρίας ICAP, στην οποία επισημαίνονται και οι σημαντικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μικρές επιχειρήσεις να ανοιχτούν πέρα από τις τοπικές αγορές, λόγω έλλειψης πόρων για την προβολή και διανομή των προϊόντων τους. Οι αρκετές, μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται κυρίως στην παραγωγή ούζου και μερικές σε μπράντι και λικέρ.
Η μελέτη αναφέρει ότι η συνολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών παρουσιάζει σταθεροποιητικές τάσεις τα τελευταία χρόνια, καθώς την πενταετία 1999 - 2003 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης ήταν 0,6%, με τη ζήτηση να καλύπτεται κυρίως από εισαγόμενα προϊόντα με εξαίρεση το ούζο και το μπράντι. Το ουίσκι κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο στην εγχώρια κατανάλωση με ποσοστό 40,4% το 2003 και ακολουθεί το ούζο με 25,7%, ενώ αυξάνεται σημαντικά τα τρία τελευταία χρόνια η κατανάλωση των λικέρ λόγω της εισαγωγής νέων προϊόντων. Το 2000 το μερίδιο των λικέρ στην κατανάλωση ήταν 6% και το 2003 έφτασε στο 10,3%.
Η ακρίβεια που χτυπά το εισόδημα των εργαζομένων επιδρά και σε αυτόν τον τομέα, καθώς τα τελευταία χρόνια αυξάνεται η οικιακή κατανάλωση (η λεγόμενη «ζεστή» αγορά), λόγω των υψηλότερων τιμών - όπως αναφέρει η μελέτη - που ισχύουν στην «κρύα» αγορά, στα κέντρα διασκέδασης, όπου συνεχίζει να καταγράφεται η μεγαλύτερη κατανάλωση. Η στροφή αυτή ενισχύει τη δυνατότητα των Σούπερ Μάρκετ να ασκούν πιέσεις για μεγαλύτερες παροχές και εκπτώσεις, ώστε να προβάλλουν καλύτερα ορισμένα ποτά στα σημεία πώλησης.
Οι συνθήκες αυτές εντείνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων εταιριών αλλά και απέναντι στις μικρότερες, πολύ περισσότερο που τα επόμενα δυο χρόνια δεν αναμένεται αξιόλογη μεταβολή στην κατανάλωση, η οποία εκτιμάται ότι δε θα ξεπεράσει ανά έτος το 1% - 2% κατά μέσον όρο.