Από συλλαλητήριο που διοργάνωσε το ΠΑΜΕ ενάντια στις απολύσεις και την ανεργία |
Τα παραδείγματα είναι πολλά. Στα νοσοκομεία, για παράδειγμα, που μέχρι πριν από λίγα χρόνια ο κάθε πολίτης μπορούσε δωρεάν να πάει να λύσει κάποιο πρόβλημα υγείας του, κάτι τέτοιο αποτελεί παρελθόν. Τα δημόσια νοσοκομεία λειτουργούν με όρους αγοράς. Πρέπει να αναζητούν και να έχουν, πέραν του δημοσίου, δικά τους έσοδα ώστε να εξασφαλίζεται η δυνατότητα της λειτουργίας τους. Και τα έσοδα αυτά εισπράττονται τώρα πια από τους επισκέπτες αρρώστους των νοσοκομείων. Το ίδιο συμβαίνει και με την Παιδεία, όπου ένα από τα χαρακτηριστικά των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων, είναι η ενίσχυση του ρόλου των φροντιστηρίων και άρα η αύξηση των κονδυλίων που ξοδεύουν τα νοικοκυριά. Παρόμοια εικόνα υπάρχει και με τους Παιδικούς Σταθμούς και με τη χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων, και με τα ταμεία ανεργίας κ.ο.κ.
Στη σχετική απόφαση της ΕΕ που χρονολογείται από το 1997 σημειώνεται ότι «για τη διαφύλαξη της κοινωνικής προστασίας, είναι αναγκαία η μεταρρύθμιση των συστημάτων και η προσαρμογή τους στη σημερινή κοινωνία». Και, βέβαια, στην εποχή της έντασης του ανταγωνισμού μεταρρύθμιση και προσαρμογή σημαίνει ότι οι προσφερόμενες από το δημόσιο υπηρεσίες που μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν δωρεάν δεν είναι δυνατόν να εξακολουθήσουν να χορηγούνται με τον ίδιο τρόπο. Δωρεάν υπηρεσίες δικαιούνται πλέον μόνο οι οικονομικά ανήμποροι. Αυτοί που με χαρτί της εφορίας ή της ενορίας μπορούν να πιστοποιήσουν την απορία τους ή εκείνοι που αποδεδειγμένα έχουν σπρωχτεί στο περιθώριο της κοινωνίας. Δηλαδή οι εντελώς εξαθλιωμένοι.
Μαζί με τα παραπάνω, ορισμένα ακόμα από τα μέτρα, που δημιουργούν την εντύπωση ότι στοχεύουν να στηρίξουν τους εργαζόμενους, αποβλέπουν στην επιτάχυνση των αντιδραστικών αλλαγών.
Αποτελεί μέγιστη πρόκληση μαζί με τη δέσμη των μέτρων που τα ονόμασαν «κοινωνικό πακέτο», να ανακοινώνουν και τη μαζική εισβολή των ελαστικών μορφών απασχόλησης και στο δημόσιο τομέα. Αντί η κυβέρνηση να απολογηθεί για τις 300.000 νέες θέσεις εργασίας που υποσχόταν αλλά ποτέ δεν ήρθαν, προκαλεί τώρα «προσφέροντας» 25.000 θέσεις μερικής απασχόλησης, υλοποιώντας τα απώτερα κυβερνητικά σχέδια στον τομέα της απασχόλησης για το μοίρασμα των υπαρχουσών θέσεων εργασίας σε όλο και περισσότερους εργαζόμενους. Οταν όμως μια θέση εργασίας μοιραστεί σε 2 και 3 εργαζόμενους, διά του δύο ή του τρία θα μοιραστεί και ο μισθός και τα ασφαλιστικά δικαιώματα και οι δυνατότητες επιβίωσης μέσα στο άγριο κοινωνικό πλαίσιο που διαμορφώνει η ασκούμενη πολιτική. Σε ό,τι αφορά την απόφαση για την πλήρη κατάργηση της φορολογίας της μεταβιβαζόμενης αγροτικής γης, κάποιο πολύ «σκληρό ροκ» φαίνεται πως παίζουν οι κυβερνώντες. Με δεδομένο ότι τους φόρους μεταβίβασης τους πληρώνουν οι αγοραστές και ό,τι ύψος αυτών των φοροαπαλλαγών προβλέπει αφορολόγητες μεταβιβάσεις αγροτικής γης αξίας μέχρι 70.000.000 δραχμές, ενώ αν πρόκειται για νέους αγρότες η φοροαπαλλαγή φτάνει τα 180 εκατομμύρια δραχμές, το μέτρο θα ευνοήσει τους επιχειρηματίες - πλουσιοαγρότες που αξιώνουν να αυξήσουν ραγδαία τα μερίδιά τους στις αγροτικές εκμεταλλεύσεις και στην αγροτική παραγωγή.
Οποιος προσεγγίσει τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης από τη σκοπιά των εργαζομένων και όλων όσοι θίγονται από την κυβερνητική πολιτική, το συμπέρασμα είναι ολοφάνερο: Τα μέτρα, με βάση τις απώλειες που έχουν υποστεί μέχρι σήμερα η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα, αποτελούν απροκάλυπτη κοροϊδία. Οχι μόνο δε δίνουν λύσεις προοπτικής, αλλά είναι τόσο μηδαμινά που δεν προσφέρονται καν για μια στοιχειώδη, έστω πρόσκαιρη, οικονομική ανακούφιση, από τη συνεχή υπονόμευση του βιοτικού τους επιπέδου. Τέτοιου είδους μέτρα, που αναλύονται σε άλλες σελίδες του σημερινού «Ρ», αντιπαλεύει ήδη το κίνημα των εργαζομένων με τα αιτήματά του και τα προβάλλει σε σύνδεση με τον αγώνα για την πλήρη ανατροπή της πολιτικής στήριξης του κεφαλαίου που αναπαράγει τις σχέσεις εκμετάλλευσης και κάνοντας τους πλούσιους ακόμα πλουσιότερους, οδηγεί τους φτωχούς σε ακόμα μεγαλύτερη φτώχεια.