Από τη λαϊκή κατακραυγή στις 4 Δεκέμβρη του 1944, ενάντια στην ένοπλη επέμβαση των Αγγλων ιμπεριαλιστών και τη δολοφονία αθώων διαδηλωτών στην πλατεία Συντάγματος |
Για τα άλλα, κύρια, ζητήματα η συμφωνία προέβλεπε:
Για να κατανοήσουμε το χαρακτήρα του συμβιβασμού που έκανε το ΕΑΜ στη Βάρκιζα, οφείλουμε να αναρωτηθούμε αν είχε τη δυνατότητα μιας άλλης επιλογής. Και σ' αυτό το ερώτημα είναι, επίσης, καλύτερο να αφήσουμε ν' απαντήσουν οι αντίπαλοί του, οι οποίοι δεν αφήνουν κανένα περιθώριο παρερμηνειών - τουλάχιστον οι σοβαρότεροι και οι αξιολογότεροι απ' αυτούς. Για παράδειγμα, ο Βρετανός στρατάρχης Αλεξάντερ, ανώτατος διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στη Μεσόγειο την περίοδο 1944-1945, έγραφε στον Τσώρτσιλ στις 21 Δεκεμβρίου του '44: «Εάν υποθέσομε ότι ο ΕΛΑΣ εξακολουθεί τον αγώνα, νομίζω ότι θα είναι δυνατόν να ξεκαθαρίσομε την περιοχή Αθηνών - Πειραιώς και να την κρατήσομε σταθερά, αλλά έτσι δε νικούμε τον ΕΛΑΣ σε σημείο που να τον αναγκάσωμε να συνθηκολογήση. Δεν είμαστε αρκετά ισχυροί για να κάνωμε περισσότερα και να αναλάβωμε επιχειρήσεις στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι Γερμανοί κατά την κατοχή είχαν διατηρήσει έξη έως επτά μεραρχίες στην ηπειρωτική Ελλάδα εκτός από τις τέσσερις περίπου στα νησιά. Ακόμα και έτσι δεν μπόρεσαν να κρατήσουν σταθερά ανοικτές τις γραμμές επικοινωνιών των, και δεν είμαι βέβαιος ότι θα συναντήσωμε λιγώτερο ισχυρά αντίσταση και λιγώτερο αποφασιστική από όσην συνήντησαν εκείνοι. Πρέπει να επιβλέπωμε πολύ προσεκτικά τις προθέσεις των Γερμανών στο ιταλικό μέτωπο. Τα τελευταία γεγονότα στη Δύση και η σιωπή της 16ης μεραρχίας των S.S., που ευρίσκονται μπροστά στην 5η αμερικανική στρατιά, δείχνουν κάποιον ελιγμό που πρέπει να προσέξωμε. Σημειώνω τα γεγονότα αυτά για να κάνω σαφή την κατάστασιν και να σας υπογραμμίσω ότι κατά την γνώμην μου, το ελληνικό πρόβλημα δεν μπορεί να λυθή με στρατιωτικά μέσα. Η λύση θα ευρεθή στον πολιτικό τομέα.
Γενικά, γνωρίζετε, ελπίζω, ότι μπορείτε πάντοτε να υπολογίζετε πως θα κάνω ό,τι μπορώ για να εκπληρώσω τις επιθυμίες σας, αλλά εύχομαι να κατορθώσετε να βρήτε μια πολιτική λύση στο ελληνικό πρόβλημα γιατί έχω πεισθή ότι κάθε στρατιωτική ενέργεια, μετά την εκκαθάριση της περιοχής Αθήνας και Πειραιά θα ξεπερνούσε τις δυνατότητες των σημερινών μας δυνάμεων». Την επομένη ο Τσώρτσιλ απαντούσε: «Δεν υπάρχει θέμα να συνεχίσωμε οποιαδήποτε στρατιωτικήν επιχείρησιν εκτός από την εκκαθάρισιν της περιοχής Αθηνών - Πειραιώς» (Βλέπε: Ουίν. Τσώρτσιλ: «2ος Παγκόσμιος Πόλεμος- Απομνημονεύματα», εκδόσεις: Ελληνική Μορφωτική Εστία, μετάφραση Α. Σαμαράκη, τόμος ΣΤ`, σελ. 336).
Από τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα πως ο ΕΛΑΣ μπορούσε να συνεχίσει με επιτυχία τον αγώνα έξω από την Αθήνα, κάτι που οι Εγγλέζοι ήθελαν πάση θυσία να αποφύγουν. Είναι άλλωστε γνωστό ότι ο κύριος όγκος των δυνάμεών του δεν είχε πάρει μέρος στα Δεκεμβριανά και είχε παραμείνει ανέπαφος. Επρόκειτο ουσιαστικά για τις πιο ετοιμοπόλεμες και εμπειροπόλεμες δυνάμεις του που είχαν- και μετά τη συμφωνία ανακωχής - τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της χώρας. Αν συνεχίζονταν, λοιπόν, οι μάχες έξω από την Αθήνα, οι βρετανικές δυνάμεις τόσο από άποψη όγκου όσο και από άποψη διάταξης και εκπαίδευσης δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν αποφασιστικά τον ΕΛΑΣ. Κατ' αρχάς δεν μπορούσαν να τον χτυπήσουν σε όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας ούτε να συναγωνιστούν μαζί του στον ανταρτοπόλεμο. Στο γεγονός αυτό πρέπει να προστεθεί και το μεγάλο πλεονέκτημα των λαϊκών δυνάμεων που συνοψίζεται στην αναντίρρητη διαπίστωση ότι το ΕΑΜ και το ΚΚΕ συνέχιζαν να απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.
Για τις δυνατότητες του ΕΛΑΣ, αλλά και τις προετοιμασίες που γίνονταν ώστε να αντιμετωπίσει τους Εγγλέζους, μετά την υποχώρηση από την Αθήνα, εξαιρετικής σπουδαιότητας είναι και μαρτυρία του Στ. Σαράφη, ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρει: «Ο ΕΛΑΣ είχε δυνατότητες σε τρόφιμα, πυρομαχικά και έμψυχο υλικό να κάνει πόλεμο για πολύ καιρό κατά των Αγγλων και των κυβερνητικών Ελλήνων και στην περίπτωση αυτή έπρεπε να προετοιμαστεί... στις αρχές του Φλεβάρη ο ΕΛΑΣ ήταν έτοιμος ν' αντιμετωπίσει οποιαδήποτε νέα επίθεση» (Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, σελ. 559-560).
Απ' όλα αυτά αποδεικνύεται περίτρανα ότι η Συμφωνία της Βάρκιζας ήταν μια συνθηκολόγηση, ένας απαράδεκτος συμβιβασμός του ΕΑΜικού κινήματος τόσο από στρατιωτική όσο και από πολιτική άποψη. Αν ο πόλεμος συνεχιζόταν έξω από την Αθήνα, η τύχη του κινήματος θα ήταν διαφορετική. Ακόμη κι αν δεν κατάφερνε να νικήσει ολοκληρωτικά τα βρετανικά στρατεύματα, σίγουρα θα μπορούσε να πετύχει πολύ καλύτερο - ακόμη και πλεονεκτικό για τα λαϊκά συμφέροντα - συμβιβασμό με τον αντίπαλο. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι στις αρχές Φλεβάρη του '45 ξεκίνησε στην Κριμαία η Διάσκεψη των ηγετών των τριών μεγάλων δυνάμεων της αντιχιτλερικής συμμαχίας, που έμεινε στην ιστορία ως «Διάσκεψη της Γιάλτας». Αναμφίβολα, σ' αυτή τη Διάσκεψη, η θέση της Βρετανίας θα ήταν πολύ δύσκολη με ανοικτό το ελληνικό ζήτημα και με πόλεμο ανάμεσα στις στρατιωτικές της δυνάμεις και τον ΕΛΑΣ, τη στιγμή μάλιστα που ο πόλεμος κατά του φασισμού τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ανατολή συνεχιζόταν