Κυριακή 27 Φλεβάρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση

Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) για τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά ιδρύματα (ΤΕΙ) μετά τη σχετική προσφυγή του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΤΕΕ), ουσιαστικά βάζει τέρμα σε μια ηθελημένη ασάφεια, που με ευθύνη των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ ταλανίζει την πορεία των ΤΕΙ. Η Ολομέλεια του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου δέχεται πρακτικά ότι τα ΤΕΙ ανήκουν στην Ανώτερη Τεχνικοεπαγγελματική Εκπαίδευση, μην αποδίδοντας ιδιαίτερη σημασία στον όρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στην οποία έχει εντάξει τα ΤΕΙ ο νόμος 1404/83.

Η απόφαση αυτή - η οποία, ως γνωστόν, έχει διαρρεύσει, αλλά την ίδια στιγμή, δεν αμφισβητείται από κανέναν, ούτε και από την κυβέρνηση, βασίζεται στην παράγραφο 7 του άρθρου 16 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει τη σαφή διάκριση μεταξύ της τεχνικο-επαγγελματικής εκπαίδευσης (και σε ποιο επίπεδο παρέχεται) και της Ανώτατης Εκπαίδευσης.

Η διάκριση αυτή, βέβαια, δε θα ήταν δυνατόν παρά να επεκταθεί και στη χρονική διάρκεια των σπουδών, που δεν μπορεί να είναι παραπάνω από έξι εξάμηνα, αλλά καθορίζει επίσης και το προφίλ των πτυχιούχων, που μπορεί να είναι στελέχη που τοποθετούνται ανάμεσα στη μέση και την ανώτατη εκπαίδευση. Πρόκειται για τα στελέχη εφαρμογής, όπως συνηθίζει να τα ονομάζει επίσημα η κυβέρνηση.

Οπως ήδη τονίστηκε, η ασάφεια είναι νομοθετική και σκόπιμη. Ο νόμος 1404/83 τοποθετεί, στο άρθρο 1, τα ΤΕΙ στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Παράλληλα ο νόμος 1566/85 αναφέρεται στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και εντάσσει σ' αυτές τα νηπιαγωγεία, τα δημοτικά, τα γυμνάσια, τα λύκεια κάθε είδους και τις μέσες τεχνικο-επαγγελματικές σχολές.

Με τον τρόπο αυτόν η διάρθρωση που προκύπτει είναι η πρωτοβάθμια, η δευτεροβάθμια και η τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ στο Σύνταγμα γίνεται λόγος για ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση. Φυσικά, η ένταξη της ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν είναι χωρίς σημασία αλλά, όμως, δεν μπορεί να αναιρέσει το πνεύμα και το γράμμα του Συντάγματος για το διακριτό ρόλο μεταξύ των δύο. Το γεγονός αυτό τροφοδότησε μια διελκυστίνδα μεταξύ ΑΕΙ και ΤΕΙ, την οποία συντηρούσαν οι κυβερνήσεις.

Τα ΤΕΙ αντικατέστησαν τα ΚΑΤΕΕ, που είχαν δημιουργηθεί από το 1973 σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της Διεθνούς Τράπεζας. Στη δεκαετία '73-'83 έγινε προσπάθεια να αντιστραφεί, μέσω των ΚΑΤΕΕ, η αυξημένη ζήτηση για πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Η αύξηση της ζήτησης οφειλόταν σε δύο βασικούς λόγους: στην πλήρη αποτυχία των ΚΑΤΕΕ και στον ίδιο το χαρακτήρα της ανάπτυξης και οικονομίας στη χώρα μας.

Η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο την επιθυμία και την ανάγκη της νεολαίας για πανεπιστημιακές σπουδές. Η δημιουργία των ΤΕΙ φαινόταν ότι έδινε μια διέξοδο στην κατάσταση που υπήρχε. Από τότε αρχίζει η σταδιακή αύξηση εισαγωγής σπουδαστών στα ΤΕΙ, που στην πορεία ξεπέρασαν και τα ΑΕΙ στο συνολικό αριθμό των εισαγόμενων.

Την ίδια εποχή, όμως, μπαίνουν οι βάσεις για την υλοποίηση εκπαιδευτικών κατευθύνσεων και τη διαμόρφωση ενός μοντέλου εργατικού δυναμικού που σήμερα χαρακτηρίζεται από το σχήμα απασχολήσιμος - καταρτίσιμος. «Η γρήγορα μεταβαλλόμενη τεχνολογία και διάρθρωση των χώρων εργασίας απαιτεί ελαστική επαγγελματική διάρθρωση και μετατρέψιμες γνώσεις. Μεγαλώνουν οι απαιτήσεις για τα ποιοτικά προσόντα της εργατικής δύναμης, όπως η κινητικότητα, η προσαρμοστικότητα στις γρήγορα μεταβαλλόμενες τεχνολογικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, η ικανότητα συγκέντρωσης, σύνθεσης, συνεργασίας». «Το εκπαιδευτικό σύστημα, το περιεχόμενό του και οι μορφές του πρέπει να προσαρμοστούν στις παραπάνω απαιτήσεις».

Τα παραπάνω τονίζονται στην εισηγητική έκθεση για το νομοσχέδιο για τα ΤΕΙ, δηλαδή το νόμο 1404/83. Είναι σαφές ότι τίποτε δεν έγινε τυχαία. Ούτε το περιεχόμενο σπουδών, ούτε η διάρθρωση των προγραμμάτων σπουδών, ούτε και η διάρκειά τους. Αλλά ούτε, επίσης, και η ένταξη των ΤΕΙ στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, χωρίς το χαρακτήρα της Ανώτερης Εκπαίδευσης.

Είναι φανερό ότι τα ΤΕΙ δημιουργήθηκαν όχι μόνο για να αποτελέσουν μια εναλλακτική λύση στην αυξημένη πανεπιστημιακή ζήτηση, αλλά και για να παράσχουν εξειδικευμένες γνώσεις, μετατρέψιμες, στο νέο εργασιακό περιβάλλον που το μεγάλο κεφάλαιο δημιούργησε. Ταυτόχρονα, να τραβήξουν προς τα κάτω τα ΑΕΙ.

Είναι ήδη γνωστό και αποδεκτό από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) προωθεί τον τριετή κύκλο σπουδών ως πρώτη βαθμίδα της ΑΕ. Με διαχυμένη την έννοια της ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης μέσα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, δημιουργούνται οι συνθήκες για μια ενιαία τριτοβάθμια εκπαίδευση, που θα συμπεριλαμβάνονται τα ΤΕΙ και τα ΑΕΙ στη βάση της τριετούς φοίτησης. Πάνω στον τριετή κύκλο σπουδών θα οικοδομούνται στη συνέχεια οι μεταπτυχιακές σπουδές, φυσικά για τους λίγους.

Η κρίση, όμως, που ξέσπασε στα ΤΕΙ δεν οφείλεται στις νομικές ατέλειες της νομοθετικής εξουσίας ή στις παραλείψεις του Συντάγματος. Είναι κρίση υπαρκτή, βαθύτατη και είναι έκφραση των κοινωνικών αντιθέσεων μέσα στην κοινωνία στο επίπεδο της εκπαίδευσης. Η προσαρμογή της εκπαίδευσης στις άμεσες απαιτήσεις του μεγάλου κεφαλαίου, στις εργασιακές σχέσεις που θέλουν να διαμορφώσουν σε βάρος των εργαζόμενων είναι η πηγή αυτής της κρίσης.

Ο,τι, λοιπόν, προσπάθησαν να διαμορφώσουν οι κυβερνήσεις επί μια σχεδόν εικοσαετία, στο χώρο των ΤΕΙ, ουσιαστικά βρίσκεται στον αέρα. Με απρόβλεπτες τις συνέπειες για τις εκατοντάδες χιλιάδες σπουδαστές, για τις οικογένειές τους, για το ίδιο τους το μέλλον, για τα επαγγελματικά δικαιώματα των ήδη πτυχιούχων.

Η κρίση που διέρχονται τα ΤΕΙ είναι το προοίμιο της κρίσης που θα δούμε και στα ΑΕΙ, εάν η ΕΕ και η κυβέρνηση υλοποιήσουν τις εκπαιδευτικές κατευθύνσεις που έχουν αποφασίσει. Δεν ξεπερνιέται με νομοθετικές ρυθμίσεις, που θα αλλάζουν απλώς το όνομά τους. Ούτε αντιμετωπίζεται με μια σχηματική εξομοίωση με τα ΑΕΙ, αλλά ούτε και με την ψήφιση της οποιασδήποτε τροπολογίας, που θα κατοχυρώνει κατ' αρχήν τα επτά εξάμηνα ως την ελάχιστη διάρκεια των σπουδών.

Οι πτυχιούχοι των ΤΕΙ θα εξακολουθούν να βγαίνουν στην αγορά εργασίας με στενές και εξειδικευμένες γνώσεις, που θα απαξιώνονται πολύ γρήγορα και θα τους φέρνουν στη συνέχεια και την επαγγελματική απαξίωση.

Οι σπουδαστές των ΤΕΙ θα εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν το απαράδεκτο φαινόμενο να καλύπτονται οι διδακτικές ανάγκες από έκτακτο προσωπικό, που αποτελεί το 70% του συνολικού διδακτικού προσωπικού.

Τα προγράμματα σπουδών θα εξακολουθούν να είναι υποβαθμισμένα, ενώ η υπάρχουσα υλικοτεχνική υποδομή αδυνατεί να καλύψει τις πραγματικές τους ανάγκες για έναν πραγματικά νέο ρόλο. Στην πραγματικότητα η κρίση των ΤΕΙ έρχεται να μας τοποθετήσει μπροστά σε ένα σοβαρότερο πρόβλημα. Στο πώς πρέπει να διαμορφωθεί η ανώτατη εκπαίδευση και με ποιους όρους.

Η Θέση του ΚΚΕ ξεκινάει από τα βασικά χαρακτηριστικά που πρέπει να διέπουν την ανώτατη εκπαίδευση. Αυτά είναι κυρίαρχα δύο. Η ολόπλευρη παροχή γνώσης και ο εφοδιασμός ερευνητικής ικανότητας. Τα χαρακτηριστικά αυτά πηγάζουν από την ίδια τη φύση της ΑΕ. Τα ΑΕΙ πρέπει να διαμορφώνουν επιστήμονες υψηλής επιστημονικής κατάρτισης που ταυτόχρονα θα έχουν τη δυνατότητα να διεξάγουν έρευνα για παραγωγή νέας, πρωτότυπης γνώσης. Τα προγράμματα σπουδών, κατά συνέπεια, πρέπει να εξασφαλίζουν αυτές τις δύο βασικές προϋποθέσεις.

Την ίδια στιγμή όμως ολόπλευρη παροχή γνώσης σημαίνει και ολόπλευρη γνώση των νόμων κίνησης της ύλης, της φύσης, της κοινωνίας, απόκτηση κοσμοθεωρητικής αντίληψης των σχέσεων του ανθρώπου με τη φύση και την κοινωνία.

Μια τέτοια αντίληψη μπορεί να οικοδομηθεί μόνο όταν η εκπαίδευση παρέχει τις αναγκαίες γνώσεις που απαιτούνται σε κάθε ιστορική περίοδο, όταν αφομοιώνονται και κατανοούνται οι βασικές γνώσεις των θεμελιωδών επιστημών.

Το γεγονός αυτό οδηγεί αναπόφευκτα στην απόκτηση μιας ισχυρής βάσης γενικών γνώσεων, πάνω στις οποίες θα στηρίζονται οι επαγγελματικές και οι ερευνητικές κατευθύνσεις και ειδικότητες.

Στην εποχή μας θεωρείται κατ' εξοχήν ασυμβίβαστη με την πρόοδο της κοινωνίας και την εξέλιξη των επιστημών η διάσπαση της ενότητας της γνώσης και της τεχνικής, της γνώσης και της τεχνολογίας. Η τεχνολογία είναι το προϊόν της βαθιάς κατάκτησης της γνώσης. Είναι, λοιπόν, αντιεπιστημονική η προσέγγιση που θέλει το διαχωρισμό των επιστημόνων σε θεωρητικούς επιστήμονες και σε επιστήμονες εφαρμογής. Η άποψη ότι η τεχνολογία ανήκει ή παράγεται από τεχνολόγους είναι μια λαθεμένη άποψη.

Ολα τα παραπάνω συνηγορούν και απαιτούν τη διαμόρφωση μιας και ενιαίας βαθμίδας στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Η τοποθέτηση αυτή είναι μια ρεαλιστική τοποθέτηση που έχει ως προϋπόθεση μόνο μια παράμετρο για την εφαρμογή της. Την ύπαρξη πολιτικής βούλησης από την πλευρά της κυβέρνησης, των κομμάτων και όλων των ενδιαφερόμενων φορέων. Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να κινηθούν τα ΤΕΙ και τα ΑΕΙ.

Η αρχή μπορεί να γίνει από τον καθορισμό των επιστημονικών αντικειμένων. Είναι γνωστό ότι τα ΤΕΙ ξεκίνησαν με επιστημονικό αντικείμενο που ταυτόχρονα υπήρχε και στα ΑΕΙ, ανεξάρτητα αν στην πορεία προστέθηκαν και άλλα, απαραίτητα και σημαντικά για την ελληνική κοινωνία. Καμιά πρόοδος δε θα παραβλεφτεί από σκοπιμότητες ή συντεχνιασμούς.

Ο καθορισμός των επιστημονικών αντικειμένων θα αποκρυσταλλωθεί σε αναβαθμισμένα και ανανεωμένα προγράμματα σπουδών.

Μπορούν, ταυτόχρονα, να καθοριστούν τα αντίστοιχα τμήματα, όσα περισσότερα είναι αναγκαία και απαραίτητα. Το κριτήριο είναι η κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, της παραγωγικής διαδικασίας και της εξέλιξης των επιστημών. Η δυναμική της ανάπτυξης.

Στη διαδικασία αυτή θα καλυφθούν οι ανάγκες σε διδακτικό προσωπικό, σε υλικοτεχνική υποδομή, ενώ οι σπουδαστές των ΤΕΙ θα έχουν τη δυνατότητα να κατοχυρώσουν τις σπουδές τους, ως συνέχεια, στην ενιαία ανώτατη εκπαίδευση.

Οσοι πτυχιούχοι έχουν εξέλθει ως σήμερα από τα ΤΕΙ θα έχουν τη δυνατότητα μέσα από ένα σύστημα συνεχιζόμενης εκπαίδευσης να εξομοιωθούν με τους πτυχιούχους της ΕΑΕ. Σαφής η διαδικασία που προτείνεται, δεν είναι εύκολη. Είναι όμως η μόνη. Και κυρίως είναι η μόνη, που κατοχυρώνει το μέλλον της νεολαίας, ιδιαίτερα των σπουδαστών των ΤΕΙ.


Παναγιώτης ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
Μέλος του Τμήματος Παιδείας της ΚΕ του ΚΚΕ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ