Ο «συνασπισμός» της Σαουδικής Αραβίας βομβάρδισε εμιρατινά πλοία στο λιμάνι Μουκάλα
Από τις εικόνες που έδωσε η Σαουδική Αραβία για τα εμιρατινά πλοία που ξεφόρτωναν στρατιωτικό εξοπλισμό στην Υεμένη |
Σε άλλη μια εξέλιξη που επιβεβαιώνει ότι όλη η Μέση Ανατολή φλέγεται, ο διεθνής «συνασπισμός» υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας, που υποστηρίζει τη «διεθνώς αναγνωρισμένη» κυβέρνηση του Προέδρου της Υεμένης Ρασάντ Αλ Αλίμι, προχώρησε σε βομβαρδισμό στο λιμάνι Μουκάλα με στόχο δύο μεταγωγικά πλοία που είχαν αποπλεύσει από τα ΗΑΕ.
Σύμφωνα με Σαουδάραβες αξιωματούχους τους οποίους επικαλέστηκαν αραβικά ΜΜΕ, η επίθεση αποφασίστηκε επειδή τα δύο πλοία μετέφεραν «χωρίς να είναι εξουσιοδοτημένα» λαθραία όπλα και τεθωρακισμένα στους αυτονομιστές του «Νότιου Μεταβατικού Συμβουλίου».
Η επίθεση της Σαουδικής Αραβίας στο λιμάνι Μουκάλα - για την οποία λέγεται ότι προηγήθηκε ενημέρωση των αμάχων - προκάλεσε σημαντικές υλικές ζημιές και έριξε «λάδι στη φωτιά» της κόντρας με τα ΗΑΕ για τον έλεγχο στρατηγικών περασμάτων, πλουτοπαραγωγικών - ενεργειακών πόρων και εμπορικών οδών.
Η κυβέρνηση του Προέδρου της Υεμένης και του «Προεδρικού Ηγετικού Συμβουλίου», Ρασάντ Αλ Αλίμι, με την υποστήριξη της Σαουδικής Αραβίας, προχώρησε άμεσα σε ρήξη των σχέσεων με τα ΗΑΕ. Απαίτησε την άμεση απομάκρυνση των εμιρατινών στρατευμάτων από το έδαφος της Υεμένης εντός ενός 24ώρου, ανέστειλε τη διμερή «συμφωνία κοινής άμυνας» και έκλεισε τον θαλάσσιο - εναέριο χώρο και τα μεθοριακά περάσματα της Υεμένης (σε όποιες περιοχές ελέγχει) για 72 ώρες.
Παράλληλα η Σαουδική Αραβία εξέφρασε «την απογοήτευσή της» για τις πιέσεις που θεωρεί ότι άσκησαν τα ΗΑΕ στους αυτονομιστές του «Νότιου Μεταβατικού Συμβουλίου (STC), ώστε από αρχές Δεκέμβρη να εξαπολύσουν στρατιωτικές επιχειρήσεις στα νότια σύνορα της χώρας, προελαύνοντας στις στρατηγικές περιφέρειες Χαντραμούτ και Αλ Μάχρα.
«Τα βήματα των ΗΑΕ θεωρούνται ιδιαιτέρως επικίνδυνα, ασύμβατα με τις αρχές του Συνασπισμού για την Αποκατάσταση της Νομιμότητας στην Υεμένη, και δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του Συνασπισμού για επίτευξη ασφάλειας και σταθερότητας στην Υεμένη», ανέφερε η ανακοίνωση του σαουδαραβικού υπουργείου Εξωτερικών.
Στην ίδια ανακοίνωση εκτοξεύονται σαφείς απειλές προς τα ΗΑΕ, καθώς τονίζεται ότι «οποιαδήποτε απειλή για την εθνική ασφάλεια» της Σαουδικής Αραβίας είναι «κόκκινη γραμμή» και ότι «το βασίλειο δεν θα διστάσει να πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα και βήματα για να εξουδετερώσει κάθε απειλή».
Απέναντι σε αυτές τις ραγδαίες εξελίξεις το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΑΕ ζήτησε «υπευθυνότητα» και αποτροπή κλιμάκωσης, τονίζοντας πως οι όποιες ενέργειες πρέπει να λαμβάνονται «στη βάση πιστοποιημένων γεγονότων».
Διέψευσε ότι ο τελικός αποδέκτης των όπλων και των τεθωρακισμένων οχημάτων ήταν οι αυτονομιστές του «Νότιου Μεταβατικού Συμβουλίου», διαβεβαιώνοντας πως αυτός ήταν τα εμιρατινά στρατεύματα στην Υεμένη.
Νωρίς το απόγευμα της Τρίτης ακολούθησε νέα ανακοίνωση από το εμιρατινό υπουργείο Αμυνας που ανέφερε ότι τερματίζει «εθελοντικά» την αποστολή των «αντιτρομοκρατικών μονάδων» στην Υεμένη.
Οι δυνάμεις αυτές παρέμεναν στη χώρα και μετά τη λεγόμενη «ολοκλήρωση της στρατιωτικής παρουσίας το 2019».
Το βράδυ της Τρίτης ο στρατιωτικός διοικητής των Χούθι στη Σαναά, Γιαχία Σάρι, αποκάλυψε ότι τα ΗΑΕ πρότειναν παρασκηνιακά στο κίνημά τους («Ανσάρ Αλλάχ») να επιτεθούν στην πόλη Νίομ της Σαουδικής Αραβίας, έναντι αμοιβής και αποζημίωσης του κόστους μιας τέτοιας επίθεσης. Παρόμοια καταγγελία είχε γίνει και το καλοκαίρι το 2023.
Να σημειωθεί ότι η Σαουδική Αραβία πραγματοποίησε ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση τον Μάρτη του 2015 στην Υεμένη, με αφορμή την υπεράσπιση της (διεθνώς αναγνωρισμένης) κυβέρνησης του τότε Προέδρου Αμπν Χάντι. Στον «διεθνή συνασπισμό» που συγκρότησε συμμετείχαν αρχικά και τα ΗΑΕ, το Κατάρ (μέχρι να αποχωρήσει το 2017), το Μπαχρέιν, το Κουβέιτ και άλλες χώρες, όπως το Σουδάν, το Πακιστάν και το Μαρόκο (μέχρι το 2019).
Μερικά χρόνια μετά, και έπειτα από την επικράτηση των Χούθι στην πρωτεύουσα της Υεμένης, Σαναά, και στο μεγαλύτερο μέρος του βόρειου τμήματος της χώρας, τα ΗΑΕ αξιοποίησαν τη δράση αυτονομιστών στη νότια Υεμένη, εξοπλίζοντάς τους και χρησιμοποιώντας τους για να αυξήσουν τη γεωπολιτική επιρροή τους στην ευρύτερη περιοχή.