Τρίτη 2 Απρίλη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΔΙΕΘΝΗ
Εκπληρούμενη προφητεία η «συμφωνία του Οσλο»

«...Με τη συμφωνία της Ουάσινγκτον, η ηγεσία μας πήρε μια εξαιρετικά επικίνδυνη απόφαση. Προφανώς δεν υπήρχαν άλλες επιλογές. Ακόμη και αν δε βγει κάτι ουσιαστικό από αυτήν τη συμφωνία, τουλάχιστον θα έχουμε προσπαθήσει». Αυτά δήλωνε στο «Ρ», ανάμεσα σε πολλά άλλα, το Νοέμβρη του 1993, δύο μόλις μήνες μετά τη χειραψία ανάμεσα στους Γιάσερ Αραφάτ και Γιτζάκ Ράμπιν υπό το βλέμμα του Μπιλ Κλίντον στο Λευκό Οίκο, ο Αλμπερ Αγκαζαριάν, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο παλαιστινιακό Πανεπιστήμιο «Μπιρ Ζάιτ» και σύμβουλος της παλαιστινιακής διαπραγματευτικής ομάδας.

Η «συγκρατημένη αισιοδοξία» του Αγκαζαριάν δεν ήταν διόλου αβάσιμη. Στην πολυσυζητημένη «Διακήρυξη Αρχών» που υπογράφτηκε το Σεπτέμβρη του 1993 και τέθηκε σε εφαρμογή το Μάη του 1994, μετά από την υπογραφή άλλης μιας συμφωνίας στο Κάιρο, η ηγεσία της ΟΑΠ αναγνωρίζει το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ, το οποίο με τη σειρά του, επίσης, την αναγνωρίζει ως επίσημο εκπρόσωπο του παλαιστινιακού λαού. Μετά από σειρά άρθρων, στα οποία και οι δύο συμβαλλόμενοι δεσμεύονται για την επιθυμία τους να συνυπάρξουν ειρηνικά, η μόνη ουσιαστική απόφαση που λαμβάνεται είναι ότι ο ισραηλινός στρατός καλείται να αποχωρήσει από τα κατεχόμενα εδάφη της Λωρίδας της Γάζας και της Ιεριχούς, χωρίς, όμως, να εγκαταλείψει τις θέσεις του «για την προστασία των εποικισμών», ενώ παραμένει υπεύθυνος της ασφάλειας των περιοχών, των οποίων η πολιτική, πολιτιστική, εκπαιδευτική διοίκηση περνά στα χέρια των Παλαιστινίων.

Παρά το γεγονός πως η ΟΑΠ, εγγράφως, τονίζει ότι στόχος της έναρξης αυτής της διαδικασίας είναι τελικά η υλοποίηση των αποφάσεων 242 και 338 του ΟΗΕ, οι οποίες προβλέπουν «άνευ όρων αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων από τα κατεχόμενα εδάφη και από την Αν. Ιερουσαλήμ, η οποία, λόγω του θρησκευτικού χαρακτήρα της, διέπεται από ιδιόμορφο καθεστώς» και με δεδομένο ότι ο ΟΗΕ πάντα χαρακτήριζε «παράνομους» τους εποικισμούς, τα ζητήματα αυτά δεν περιλαμβάνονται στην αρχική «Διακήρυξη Αρχών». Ούτε θίγονται στη συμφωνία της Τάμπα, τον Σεπτέμβρη του 1995, όταν οι Ράμπιν και Αραφάτ συμφώνησαν για περαιτέρω αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων και από άλλες παλαιστινιακές πόλεις της Δ. Οχθης.

Σύμφωνα με τη «Διακήρυξη Αρχών», οι δύο συμβαλλόμενοι καλούνται να ακολουθήσουν ένα πρόγραμμα αλλεπάλληλων διαβουλεύσεων. Τα μείζονα ζητήματα, δηλαδή το θέμα των προσφύγων, των οποίων το δικαίωμα της επιστροφής στην πατρίδα τους αναγνωρίζεται από την απόφαση 194 του ΟΗΕ, η τύχη της Ιερουσαλήμ, το ακριβές έδαφος και καθεστώς μιας μελλοντικής ανεξάρτητης παλαιστινιακής οντότητας δεν αναφέρονται πουθενά και παραπέμπονται προς επίλυση σε έναν τελικό γύρο διαπραγματεύσεων.

Ενα γύρο συνομιλιών, που φυσικά, δεν ήρθε ποτέ, αφού δεν επιλύθηκαν ούτε καν τα πιο απλά ζητήματα, π.χ. ποιο είναι το ακριβές μέγεθος των παλαιστινιακών πόλεων που θα γίνονταν αυτόνομες, η διαχείριση του πολύτιμου νερού, η χρήση των δρόμων, η ασφαλής μετάβαση των Παλαιστινίων από τη μία αυτόνομη περιοχή στην άλλη και ούτω καθεξής. Αντίθετα, αυτό που έγινε ήταν η διαρκής αναβολή των στρατιωτικών αποχωρήσεων από το Ισραήλ, πάντα, υπό το πρόσχημα της ασφάλειας, και οι ακατάπαυστοι γύροι συνομιλιών, οι οποίοι κατέληξαν σε διαρκή αναδιαπραγμάτευση του ίδιου του περιεχομένου των αποφάσεων του ΟΗΕ.

Τα κενά και τα «θολά» σημεία της «Διακήρυξης Αρχών» ήταν εμφανή και πολλά. Εξαρχής, το ΚΚΕ είχε εκφράσει τις επιφυλάξεις του, όχι γιατί αντιτασσόταν στην ειρηνική επίλυση του παλαιστινιακού, αλλά επειδή ήταν προφανές για τον οποιοδήποτε στοιχειωδώς νοήμονα άνθρωπο ότι καμία «ειρηνευτική διαδικασία» δε θα μπορούσε να έχει επιτυχή και δίκαιη κατάληξη όταν δεν εμπεριέχει καμία πρόβλεψη για όλα τα μείζονα ζητήματα. Πόσο μάλλον όταν για όλα αυτά τα ζητήματα υπάρχει σαφής και ξεκάθαρη πρόβλεψη από ειλημμένες αποφάσεις του ΟΗΕ, για τις οποίες στο κυρίως κείμενο της συμφωνίας, δε γίνεται λόγος.

Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς ότι εμπνευστής και ουσιαστικός εγγυητής της «ειρηνευτικής διαδικασίας» ήταν οι ΗΠΑ, που περιθωριοποίησε άμεσα με τη σύμπλευση των ισραηλινών ηγεσιών τους υπολοίπους εγγυητές (Ρωσία, Αίγυπτος), που ουδέποτε έκρυψαν τη στενή σχέση τους με το Ισραήλ, το οποίο ετησίως τροφοδοτούν με 3 δισ. δολάρια, γιατί, όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει στη «Μεγάλη Σκακιέρα» ο γνωστός, πλέον, πρώην σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι είναι «κομβικός σύμμαχος ως φόβητρο απέναντι στους Αραβες για τη διατήρηση της αμερικανικής κυριαρχίας στην ευρύτερη περιοχή που είναι απαραίτητος όρος συντήρησης της αμερικανικής παντοδυναμίας», τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Ούτε αφελής δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι αυτή η «ειρηνευτική διαδικασία» είχε μέλλον.

«Αν δεν καταλήξει σε δίκαιη λύση αυτή η συμφωνία, ο λαός μας θα πρέπει να βρει άλλους τρόπους για να συνεχίσει τον αγώνα του», δήλωνε το 1993 ο Αγκαζαριάν. Και αυτό συμβαίνει σήμερα: ο παλαιστινιακός λαός αγωνίζεται για το αυτονόητο, για αυτό που έχει αποφασίσει ο ΟΗΕ, αλλά ουδέποτε εφάρμοσε το Ισραήλ και φυσικά κανείς δεν πίεσε τις ισραηλινές ηγεσίες να το πράξουν: την ανεξαρτησία, την ελευθερία, την κυριαρχία, την αξιοπρέπειά του.


Ε.Μ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ