-- Φταίει η «ασυδοσία» των πολυεθνικών του Φαρμάκου. Κανείς δε λέει να καταργήσουμε την ελεύθερη αγορά ή το κέρδος, αλλά χρειάζονται ρύθμιση και κανόνες γιατί το Φάρμακο πρέπει να είναι «κοινωνικό αγαθό».
Και μόνο τα στοιχεία που καταγράφουμε στις διπλανές σελίδες για τη φαρμακοβιομηχανία είναι αρκετά για να ξεσκεπάσουν την υποκρισία όλων εκείνων που με αφορμή τις καθυστερήσεις στην προμήθεια του εμβολίου για τον κορονοϊό ανακάλυψαν ξαφνικά την «ασυδοσία των πολυεθνικών του Φαρμάκου» που «αψηφούν την ΕΕ» και «βάζουν τα κέρδη τους πάνω από την υγεία του λαού», ενώ το Φάρμακο «θα έπρεπε να είναι κοινωνικό αγαθό».
Χαρακτηριστικά είναι και τα όσα καταγράφονται στη «φαρμακευτική στρατηγική για την Ευρώπη» που παρουσιάστηκε από την Κομισιόν, στις 25 Νοέμβρη του 2020:
Eurokinissi |
Να λοιπόν ποια είναι τα «θεμέλια» πάνω στα οποία χτίζουν ΕΕ και κυβερνήσεις: Η εμπορευματοποίηση της Υγείας και του Φαρμάκου, η «αγορά» αξίας δεκάδων δισ. ευρώ, οι ανταγωνισμοί των διαφόρων τμημάτων του κεφαλαίου στο εσωτερικό του κλάδου, με άλλους κλάδους και διεθνώς, η εκμετάλλευση εκατομμυρίων εργαζομένων και επιστημόνων σε όλο τον κόσμο.
Με δυο λόγια, το Φάρμακο - εμπόρευμα, που η έρευνα, η παραγωγή και διανομή του βρίσκονται στα χέρια των επιχειρηματικών ομίλων, έχουν ως σκοπό το κέρδος και γι' αυτό έχουν ως «φυσική προέκταση» τις «λεόντειες» συμφωνίες, τους εμπορικούς πολέμους και τους σφοδρούς ανταγωνισμούς, τον «εθνικισμό του εμβολίου» αλλά και την υποτιθέμενη «αλληλεγγύη» με το βλέμμα σε νέες «αγορές» και τη γεωπολιτική επιρροή.
(c) Copyright 2021, dpa (www.d |
Να τι έλεγε μόλις τον περασμένο Σεπτέμβρη η Κομισιόν για την άρνησή της να δώσει στη δημοσιότητα τα συμβόλαια με τις φαρμακευτικές, τα οποία έως και σήμερα κρατάει ως επτασφράγιστο μυστικό και αποδεικνύονται «βραχνάς» για την πορεία του εμβολιασμού: «Οι συμβάσεις προστατεύονται για λόγους εμπιστευτικότητας, κάτι που απαιτείται λόγω του ιδιαίτερα ανταγωνιστικού χαρακτήρα αυτής της παγκόσμιας αγοράς. Με τον τρόπο αυτό προστατεύονται ευαίσθητες διαπραγματεύσεις, καθώς και επιχειρηματικές πληροφορίες, όπως χρηματοοικονομικές πληροφορίες και σχέδια ανάπτυξης και παραγωγής».
Ολα αυτά δεν έπεσαν από τον ουρανό: Ολοι αυτοί που «ξινίζουν» σήμερα τα μούτρα τους με την «ανήθικη», όπως τη χαρακτηρίζουν, στάση των πολυεθνικών, η ΕΕ, οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών και οι αστικές πολιτικές δυνάμεις όλων των αποχρώσεων, στήριξαν και στηρίζουν την εμπορευματοποίηση της Υγείας και του Φαρμάκου, αβαντάρουν με εκατοντάδες νόμους και οδηγίες την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων στον τομέα της φαρμακοβιομηχανίας, θωρακίζουν με κάθε μέσο τα συμφέροντά τους στον διεθνή ανταγωνισμό.
Γι' αυτό είναι πρόκληση στην Ελλάδα να εμφανίζονται ως όψιμοι υπερασπιστές του Φαρμάκου - κοινωνικού αγαθού στελέχη της σημερινής και των προηγούμενων κυβερνήσεων, που με δική τους ευθύνη η ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη - τα χρήματα δηλαδή που πληρώνει άμεσα από την τσέπη του ο λαός για φάρμακα - έχει εκτοξευτεί στα 1,6 δισ. ευρώ το 2019, εξασφαλίζοντας τεράστια κερδοφορία στα μονοπώλια του Φαρμάκου.
Κοροϊδεύουν λοιπόν όσοι λένε πως μέσα σε αυτό το πλαίσιο, με τα μέσα παραγωγής να βρίσκονται στα χέρια του κεφαλαίου και το κέρδος να καθορίζει τι και πού θα παραχθεί και θα διανεμηθεί, το Φάρμακο μπορεί τάχα να αποτελεί ταυτόχρονα και «κοινωνικό αγαθό».
-- Για τον σημερινό εκτροχιασμό του εμβολιασμού φταίει η «βραδυκίνητη» ΕΕ, η έλλειψη ενιαίας πολιτικής της σε έναν ακόμα τομέα, η «ατολμία» της.
Στην πραγματικότητα, το επιχείρημα αυτό, το οποίο «φοριέται» πολύ μετά τον εκτροχιασμό του προγράμματος εμβολιασμού - από τους ίδιους που μέχρι πριν από μερικές βδομάδες ισχυρίζονταν ότι «χωρίς την ΕΕ δεν θα είχαμε εμβόλια», μιλούσαν για την «πρόοδο που φέρνει η επιχειρηματικότητα» και το «κίνητρο του κέρδους» - έχει ως στόχο να προωθήσει πιο αποφασιστικά την πολιτική της εμπορευματοποίησης, που οδηγεί στα σημερινά τραγικά αδιέξοδα.
Οι αστικές κυβερνήσεις και η ΕΕ αντιμετωπίζουν και εδώ «την κρίση ως ευκαιρία» για να πάνε την πολιτική αυτή πολλά βήματα παραπέρα, να την προσαρμόσουν στις νέες ανάγκες των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, παίρνοντας υπόψη μια σειρά από πλευρές που έφερε η πανδημία ορμητικά στην επιφάνεια: Την ανάγκη θωράκισης της κερδοφορίας της ευρωενωσιακής φαρμακοβιομηχανίας απέναντι στον διεθνή ανταγωνισμό αλλά και το άνοιγμα νέων πεδίων κερδοφορίας, την πολύπλευρη θωράκιση των καπιταλιστικών οικονομιών όπου περιλαμβάνεται και το ζήτημα της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, και όλα αυτά μετρημένα σε κάθε βήμα με το «ζύγι» του «κόστους - οφέλους» για το κεφάλαιο, που αφορά π.χ. την «οικονομική επιβάρυνση» των συστημάτων Υγείας, των ασφαλιστικών συστημάτων, των κρατικών προϋπολογισμών.
Ολες αυτές οι «προτεραιότητες» του κεφαλαίου - οι οποίες βέβαια έχουν και αντιφατικά στοιχεία και δεν «συμβιβάζονται» απαραίτητα μεταξύ τους - αποτυπώνονται και στα όσα προωθεί η ΕΕ.
Στο πλαίσιο αυτό η «πιο ενιαία πολιτική» της, για την οποία μιλάνε τα αστικά επιτελεία, είναι αυτή για την «Ευρωπαϊκή Ενωση Υγείας», που παρουσίασε η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, στην ομιλία της για την κατάσταση της Ενωσης το 2020, σχέδιο που συγκροτεί μια σειρά μηχανισμών και δίνει αναβαθμισμένο ρόλο σε άλλους, με στόχο την «ανθεκτικότητα» της ιμπεριαλιστικής ένωσης και των καπιταλιστικών οικονομιών απέναντι σε «διασυνοριακές απειλές κατά της υγείας».
Πίσω από τις διακηρύξεις, οι μηχανισμοί αυτοί στόχο έχουν να προωθήσουν παραπέρα την ενιαία αγορά Υγείας, σε επίπεδο ΕΕ.
Ενδεικτικά π.χ. είναι τα όσα προβλέπονται για τους μηχανισμούς αναλυτικής καταγραφής και αξιοποίησης των υγειονομικών δεδομένων. Οι μηχανισμοί αυτοί που στο πλαίσιο μιας άλλης εξουσίας και οικονομίας θα μπορούσαν να συμβάλουν στην έγκαιρη πρόβλεψη των λαϊκών αναγκών και την ενίσχυση της πρόληψης, τώρα, που το κεφάλαιο έχει την εξουσία, αξιοποιούνται ως «βάση» ενίσχυσης για την καπιταλιστική κερδοφορία η οποία τις υπονομεύει, αφού γίνεται λόγος στα κείμενα της Κομισιόν για την «παροχή γόνιμου εδάφους για τη βιομηχανία της Ευρώπης (...) Τόσο η βιομηχανία όσο και οι ρυθμιστικές αρχές απαιτούν πρόσβαση σε δεδομένα μέσω μιας ισχυρής υποδομής δεδομένων για ολόκληρη την ΕΕ, με στόχο την υποστήριξη της καινοτομίας».
Καθόλου τυχαία άλλωστε στις σχετικές προτάσεις δεν υπάρχει ούτε απλή αναφορά για ενίσχυση των δημόσιων συστημάτων Υγείας. Αντίθετα, σε όλα τα σχετικά κείμενα ξεκαθαρίζεται πως η «Ευρωπαϊκή Ενωση Υγείας» είναι συμπληρωματική των υπόλοιπων πολιτικών της ΕΕ, όπως του λεγόμενου «ευρωπαϊκού κοινωνικού πυλώνα», που με το «φερετζέ» της «κοινωνικής συνοχής» προωθεί μια σειρά από αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στην Ασφάλιση, στην Πρόνοια και την Υγεία, ενώ «θεμέλιό» της έχει την αντιδραστική πολιτική των «στοχευμένων δαπανών» για τα πιο ευάλωτα τμήματα, αντί για κοινωνικές δαπάνες που θα παρέχουν δωρεάν και αναβαθμισμένες υπηρεσίες Υγείας, Πρόνοιας, πρόσβασης σε φάρμακα για όλο το λαό. Πολιτική που αποτελεί τη βάση για τη συνεχή εμπορευματοποίηση των κοινωνικών αναγκών, για την ανάπτυξη και δράση του ιδιωτικού τομέα, για την υποβάθμιση του δημόσιου, με αποτέλεσμα ελλείψεις σε υποδομές, εξοπλισμό και προσωπικό και κάθε λογής «κόφτες», όλα αυτά δηλαδή που πληρώνουν με εκατόμβες νεκρών σήμερα οι λαοί.
Αντίστοιχα είναι και τα όσα προβλέπονται για το Φάρμακο, με την προαναφερόμενη «φαρμακευτική στρατηγική για την Ευρώπη» να αποτελεί, κατά την Κομισιόν, «έναν από τους βασικούς πυλώνες του οράματος της Επιτροπής για την οικοδόμηση μιας ισχυρότερης Ευρωπαϊκής Ενωσης Υγείας».
Στόχος της στρατηγικής αυτής είναι το πώς «θα υποστηρίξει την ανταγωνιστικότητα και την ικανότητα καινοτομίας της φαρμακευτικής βιομηχανίας της ΕΕ. Θα αναπτύξει την ανοικτή στρατηγική αυτονομία της ΕΕ και θα εξασφαλίσει την ευρωστία των αλυσίδων εφοδιασμού (...) Θα εξασφαλίσει μια δυνατή φωνή της ΕΕ στην παγκόσμια σκηνή», στον ανταγωνισμό δηλαδή με τα υπόλοιπα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Ολα αυτά αποτυπώνονται και στους τέσσερις βασικούς πυλώνες της: 1. «Αντιμετώπιση μη καλυπτόμενων ιατρικών αναγκών», 2. «Υποστήριξη της ανταγωνιστικότητας, της καινοτομίας και της βιωσιμότητας της φαρμακευτικής βιομηχανίας της ΕΕ», 3. «Ενίσχυση της προετοιμασίας για κρίσεις και των μηχανισμών ανταπόκρισης, τις διαφοροποιημένες και ασφαλείς αλυσίδες προμηθειών», 4. «Διασφάλιση μιας ισχυρής φωνής της ΕΕ στον κόσμο», μέσω της προώθησης «στάνταρ» που θα αποκλείουν τους ανταγωνιστές.
Αξίζει εδώ να δει κανείς τι λέγεται για το ζήτημα των «μη καλυπτόμενων ιατρικών αναγκών», όπου χωρίς ιδιαίτερη φαντασία εύκολα συγκαταλέγει κανείς τα όσα ζούμε με τα εμβόλια.
Η στρατηγική της ΕΕ ξεκαθαρίζει πως πρόκειται για ανάγκες που μένουν και θα μένουν ακάλυπτες, ακριβώς επειδή οι φαρμακοβιομηχανίες δεν προσδοκούν κέρδη, αφού, όπως χαρακτηριστικά λέγεται στο κείμενο, «σήμερα οι επενδύσεις δεν εστιάζουν αναγκαστικά στις σημαντικότερες μη καλυπτόμενες ανάγκες, λόγω έλλειψης εμπορικού ενδιαφέροντος...».
Ενώ σε άλλο σημείο τονίζεται ότι «οι καινοτόμες και υποσχόμενες θεραπείες δεν φτάνουν πάντοτε στον ασθενή» αφού «οι εταιρείες δεν είναι υποχρεωμένες να διαθέσουν ένα φάρμακο σε όλες τις χώρες της ΕΕ, μπορεί να αποφασίσουν να μη διαθέσουν τα φάρμακά τους στην αγορά ή να τα αποσύρουν από μία ή περισσότερες χώρες. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, όπως είναι οι εθνικές πολιτικές τιμολόγησης και επιστροφής των εξόδων, το μέγεθος του πληθυσμού, η οργάνωση των συστημάτων Υγείας, καθώς και οι εθνικές διοικητικές διαδικασίες, οδηγώντας έτσι στην εμφάνιση των εν λόγω προβλημάτων κυρίως σε μικρότερες, λιγότερο πλούσιες αγορές».
Με δυο λόγια, οι ανάγκες δεν καλύπτονται επειδή ακριβώς κριτήριο παντού και πάντα, από την έρευνα έως την παραγωγή και τη διανομή, είναι το καπιταλιστικό κέρδος.
Με αυτό το κριτήριο η ΕΕ επιχειρεί να διαχειριστεί και τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα, παρουσιάζοντας «το φαρμάκι ως φάρμακο», προωθώντας μεταξύ άλλων:
-- Ακόμα περισσότερες άμεσες και έμμεσες επιδοτήσεις και προνόμια στις φαρμακοβιομηχανίες, προαναγγέλλοντας «επανεξέταση του συστήματος κινήτρων» και των δημόσιων προμηθειών, ζήτημα που βεβαίως αφορά και το «μοίρασμα της πίτας» ανάμεσα στους επιχειρηματικούς ομίλους, φουντώνοντας και τους ανταγωνισμούς που ξαναπληρώνουν στο τέλος οι λαοί.
-- Μια σειρά από αντιδραστικές αλλαγές στο ζήτημα της έρευνας, όπως π.χ. τις λεγόμενες «συμπράξεις καινοτομίας», «η οποία δίνει στους αγοραστές του δημόσιου τομέα τη δυνατότητα να συστήνουν συμπράξεις για την ανάπτυξη, παρασκευή και επακόλουθη αγορά φαρμάκων με περιορισμένη ζήτηση», ώστε δηλαδή τα καπιταλιστικά κράτη να αναλαμβάνουν τα «βάρη» για την ανάπτυξη φαρμάκων που δεν φέρνουν μεγάλα κέρδη στις φαρμακοβιομηχανίες, οι οποίες θα λαμβάνουν άλλα ανταλλάγματα.
-- Την «ενοποίηση» μιας σειράς τομέων που αφορούν τη διαμόρφωση των όρων για πιο κερδοφόρες «επενδύσεις» στον τομέα της Υγείας και του Φαρμάκου, αφού ως στόχος μπαίνει «να εξαλείψουμε τα στεγανά έτσι ώστε να είναι δυνατή η συνεργασία των διαφόρων δημόσιων αρχών που είναι αρμόδιες για τη χορήγηση αδειών, την αξιολόγηση των τεχνολογιών Υγείας (σ.σ. με βάση την «οικονομική αποδοτικότητά» τους, όπως λέγεται σε άλλο σημείο), την παροχή υγειονομικής περίθαλψης, την ασφάλιση υγείας και τη χρηματοδότηση».
Οσο για το τι σηματοδοτούν όλα αυτά για τις λαϊκές ανάγκες, ενδεικτικό είναι ότι οι συμφωνίες ΕΕ και φαρμακευτικών για τα εμβόλια, αυτές που σήμερα συγκεντρώνουν το «ανάθεμα», παρουσιάζονται στο κείμενο ως «παράδειγμα αποτελεσματικής συνεργασίας μεταξύ των δημόσιων και ρυθμιστικών αρχών, της βιομηχανίας και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών. (που) παρέχει έμπνευση για έναν ανανεωμένο, καινοτόμο φαρμακευτικό τομέα (...) πρωτοπόρο διεθνώς».
Αυτή λοιπόν είναι η «πιο ενιαία» πολιτική της ΕΕ και στο πεδίο της Υγείας και του Φαρμάκου, που προωθείται τώρα πιο αποφασιστικά, αξιοποιώντας και την πανδημία.
Οσο κι αν τα αστικά επιτελεία κάνουν προσπάθεια να κρύψουν το ταξικό της πρόσημο, δεν κρύβεται πως είναι πολιτική που ορίζεται από τα συμφέροντα του κεφαλαίου και γι' αυτό οδηγεί στα ίδια και μεγαλύτερα κάθε φορά αδιέξοδα και τραγωδίες τους λαούς.