«Χρυσές δουλειές» στους μονοπωλιακούς ομίλους που δραστηριοποιούνται σε όλους τους ξεχωριστούς κλάδους του ενεργειακού τομέα υπόσχεται το λεγόμενο «Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα», που δίνεται σήμερα, το πιθανότερο, προς δημόσια διαβούλευση από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το οποίο περιλαμβάνει τους βασικούς άξονες πάνω στους οποίους θα κινηθεί η ενεργειακή πολιτική της χώρας μέχρι το 2030.
Η ενίσχυση της συμμετοχής των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο συνολικό ενεργειακό μείγμα ηλεκτροπαραγωγής, η δημιουργία ευνοϊκού εδάφους για την εκμετάλλευση των εγχώριων πηγών υδρογονανθράκων, η αύξηση συμμετοχής του φυσικού αερίου σε μια σειρά από χρήσεις εκτός της ηλεκτροπαραγωγής, η ενίσχυση χρήσης των βιοκαυσίμων και φυσικά η συρρίκνωση της συμμετοχής του εγχώριου λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρισμού, αποτελούν τα βασικά του στοιχεία.
Πιο συγκεκριμένα, η λιγνιτική παραγωγή μειώνεται από το 33% περίπου που είναι σήμερα στο 17% το 2030, που σε όρους παραγόμενης Ενέργειας η μείωση αντιστοιχεί σε 1.600 MW και την ίδια στιγμή ενισχύεται το μερίδιο συμμετοχής των ΑΠΕ που ανέρχεται στο 32%. Ακόμη, για τις ΑΠΕ προβλέπεται η συμμετοχή τους να φτάσει στο 30% για την κάλυψη των αναγκών θέρμανσης και ψύξης, αλλά και να καλύπτουν άνω του 14% των αναγκών του τομέα των μεταφορών.
Μάλιστα, όπως προβλέπει το κυβερνητικό σχέδιο, όσον αφορά τους στόχους για τις ΑΠΕ «θα πρέπει να επιτευχθούν σε επίπεδο δεκαετίας ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης σωρευτικά για αυτές τις τεχνολογίες που δεν εμφανίστηκαν στη χώρα μας κατά το παρελθόν», ενώ αναμένεται να εγκατασταθούν τα επόμενα χρόνια στη χαμηλή τάση πάνω από 500 MW φωτοβολταϊκών συστημάτων σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, μέσω των «ενεργειακών κοινοτήτων».
Επιπλέον, όπως αναφέρεται στο σχέδιο, σε αυτά τα επίπεδα που θα αναπτυχθούν οι μονάδες ΑΠΕ τα επόμενα χρόνια, θα προκύψουν επιπλέον ανάγκες για αποθήκευση Ενέργειας, προκειμένου να απορροφηθούν οι τεράστιες ποσότητες που θα παράγονται, ανοίγοντας έτσι κι άλλο «παράθυρο ευκαιρίας» σε ομίλους που δραστηριοποιούνται στον συγκεκριμένο τομέα.
Σε ό,τι αφορά το φυσικό αέριο, παρά την προβλεπόμενη μείωσή του στην παραγωγή ηλεκτρισμού, η συνολική χρήση του αυξάνεται κατά 23% περίπου το 2030 σε σχέση με το 2016, αφού αναμένεται να αυξηθεί η διείσδυσή του στα κτίρια από 8% το 2016 σε 18% το 2030.
Ακόμη, για τις μεταφορές, προβλέπεται σημαντική αύξηση της χρήσης βιοκαυσίμων με τριπλασιασμό του μεριδίου τους σε σχέση με σήμερα, ενώ για την ηλεκτροκίνηση στις οδικές μεταφορές προβλέπεται συμμετοχή κατά 10% των ηλεκτροκίνητων επιβατικών οχημάτων σε σχέση με το σύνολο των επιβατικών οχημάτων που θα βρίσκονται σε κυκλοφορία το έτος 2030.
Σημαντικό κομμάτι της «πίτας» από τον ενεργειακό σχεδιασμό της κυβέρνησης προβλέπεται και για τις κατασκευαστικές εταιρείες (αλλά όχι μόνο) μέσω των προγραμμάτων «εξοικονόμησης Ενέργειας», καθώς αναμένεται να «αναβαθμιστεί ενεργειακά» το 10% του συνολικού αριθμού των κατοικιών της χώρας, δηλαδή περίπου 40.000 κατοικίες το χρόνο.
Τέλος, για τους υδρογονάνθρακες, ανάμεσα σε άλλα προβλέπεται η σύσταση σε επίπεδο Περιφέρειας των «Περιφερειακών Παρατηρητηρίων» που θα είναι αρμόδια «για το περιβάλλον και την ασφάλεια της έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων», αν και στην πραγματικότητα αποστολή τους θα είναι η απόδοση «εχέγγυων ασφάλειας» της ανεξέλεγκτης δραστηριότητας των ομίλων.