ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 15 Μάη 2021 - Κυριακή 16 Μάη 2021
Σελ. /40
Κόμμα ικανό να υπηρετεί το σκοπό ύπαρξής του σε κάθε καμπή της ταξικής πάλης

Η όξυνση της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας και όλων των κοινωνικών αντιθέσεων, που εκτιμάται στις Θέσεις, αναμφισβήτητα θέτει νέα, πιο σύνθετα καθήκοντα. Η ανάλυση με όλα τα στοιχεία που τη συνθέτουν, τεκμηριώνει ότι μπαίνουμε σε πιο δύσκολη φάση.

Η νέα καπιταλιστική οικονομική κρίση, οι δυσκολίες ελεγχόμενης απαξίωσης του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου και διευρυμένης αναπαραγωγής του, οι ανακατατάξεις στο διεθνή συσχετισμό δυνάμεων σε μια περίοδο όπου κρίνεται η πρωτοκαθεδρία στο ιμπεριαλιστικό σύστημα - γεγονός που αναμφίβολα ανοίγει τον ασκό του Αιόλου για μια σειρά από επικίνδυνες εξελίξεις για τους λαούς -, η εξελισσόμενη πανδημία και η διαχείρισή της σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, η ένταση της καταστολής που συνοδεύει όλα τα παραπάνω, είναι βασικά στοιχεία που συνιστούν περαιτέρω αντιδραστικοποίηση σε όλη τη γραμμή.

Ορισμένοι επιλέγουν σκοπίμως να υποβαθμίζουν τα νέα αυτά δεδομένα. Αλλοι με ευφυολογήματα ότι υπερτονίζονται οι δυσκολίες και υποτιμούνται οι δυνατότητες του κινήματος. Αλλοι με ακροβασίες, προσπαθούν να φέρουν την πραγματικότητα στα μέτρα τους, να δικαιολογήσουν την αναπαραγωγή της χρεοκοπημένης σταδιοποίησης, κάτω και από το μανδύα των λεγόμενων άμεσων πολιτικών στόχων εντός των τειχών για να υπηρετηθεί - όπως ισχυρίζονται - η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων, παραμένοντας σταθεροί στη μετατροπή του σοσιαλισμού σε διακηρυκτικό στόχο για ένα απροσδιόριστο μέλλον. Ταυτόχρονα, παραμένει από τη μεριά τους ουσιαστικά αναπάντητο, γιατί σε μεγάλο μέρος του ΔΚΚ που έχει κυριαρχήσει για δεκαετίες αυτή η γραμμή, η κατάσταση του εργατικού κινήματος και μιας σειράς ΚΚ παραμένει βαλτωμένη, με διαρκείς οπισθοχωρήσεις.

Το Κόμμα έχει ευθύνη, εκπληρώνοντας το ρόλο του ως επαναστατικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, ανά πάσα στιγμή να εκτιμά την αντικειμενική κατάσταση που διαμορφώνεται. Αναδεικνύονται ως διαρκές καθήκον η ανάλυση της πραγματικότητας που εξελίσσεται, η ανάπτυξη της ικανότητας πρόβλεψης, βασισμένης στην επιστημονικά τεκμηριωμένη κοσμοθεωρία μας, η δημιουργική αξιοποίηση αλλά και ανάπτυξη της θεωρίας στα νέα δεδομένα.

Ισχύει ότι βρισκόμαστε σε μια ιστορική περίοδο όπου, ενώ αναδεικνύεται ολοένα και περισσότερο η αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού, εξακολουθεί να κυριαρχεί για δεκαετίες ένας καταθλιπτικός συσχετισμός δυνάμεων διεθνώς και στη χώρα μας. Αυτό μπορεί να στεναχωρεί ή και να δημιουργεί συναισθήματα απογοήτευσης.

Η πιεστική πραγματικότητα για «λύσεις τώρα», η αγωνία «κάτι έστω να αποσπαστεί», θολώνει αυτό που είναι αντικειμενικό: Οτι σε συνθήκες κυριαρχίας του καπιταλισμού οι κομμουνιστικές ιδέες θα είναι μειοψηφικές. Αυτή η αλήθεια, εφόσον κατανοείται σωστά, μπορεί να ανοίξει πιο ουσιαστικά τη συζήτηση για το ρόλο του Κόμματος σε όλες τις φάσεις της ταξικής πάλης.

Να κατανοείται, δηλαδή, με όρους θεωρίας και πράξης ότι το ζητούμενο στις σημερινές συνθήκες είναι το ατσάλωμα της πρωτοπορίας, η άνοδος της ικανότητας να ηγηθούμε στην οργάνωση της εργατικής - λαϊκής πάλης και να επιδρούμε - επικοινωνούμε με μαζικούς όρους σε ευρύτερες εργατικές - λαϊκές δυνάμεις, δουλεύοντας ως Κόμμα αυτοτελώς καθώς και μέσα στο κίνημα, να αναδεικνύονται πρωτοπόροι αγωνιστές. Αυτοί θα είναι που - εφόσον πείθονται για την επαναστατική προοπτική - θα διευρύνουν τη μαχητική πρωτοπορία, όχι γενικά και αόριστα, αλλά με βάση τις ιεραρχήσεις μας, εκεί που η ισχυροποίηση του Κόμματος θα κρίνει την πορεία της ταξικής πάλης στη σημερινή άμπωτη και στην αυριανή πλημμυρίδα της.

Η διαρκής εξασφάλιση, σε όλη την κλίμακα των καθοδηγητικών Οργάνων έως και την ΚΟΒ, ενιαίων κριτηρίων για την αποτελεσματικότητα της δράσης μας, σχετίζεται με τη βαθύτερη αφομοίωση του γεγονότος ότι η στρατηγική μας αφορά και την καθημερινότητα. Το καθοδηγητικό αυτό πρόβλημα αφορά το κατά πόσο είναι σταθερά στο επίκεντρο τα κριτήρια ισχυροποίησης, αν αυτά εξετάζονται με όρους γενίκευσης πείρας, συλλογικής συζήτησης, διαρκών μέτρων βελτίωσης του περιεχομένου της πολιτικής και μαζικής παρέμβασης, της διάταξης δυνάμεων. Αυτό που έθεσε το 20ό Συνέδριο, ότι το ζήτημα δεν είναι πόσο δουλεύουμε αλλά πώς δουλεύουμε, παραμένει, έχοντας διαμορφωθεί καλύτερες προϋποθέσεις για να λυθεί.

Οι Θέσεις προσδιορίζουν με σαφήνεια την ευθύνη του κάθε Οργάνου, συμβάλλοντας στην άνοδο της απαιτητικότητας από κάθε καθοδηγητικό κρίκο, ώστε να μην αναπαράγεται η μετάθεση ευθυνών και η ανεπεξέργαστη δράση που φτάνει ως την ΚΟΒ.

Τα συμπεράσματα της τελευταίας 30ετίας, όπου το Κόμμα στάθηκε όρθιο, ανασυγκροτήθηκε προγραμματικά και οργανωτικά, ανανέωσε τις γραμμές του, τα καθήκοντα που αποτυπώνονται στις Θέσεις της ΚΕ θεωρώ ότι αποτελούν συμβολή στην ανάπτυξη της θεωρίας για το Κόμμα, στη βάση των λενινιστικών κριτηρίων για το Κόμμα Νέου Τύπου.

Σαφώς δεν κρίνεται σήμερα το διακύβευμα του '91. Ωστόσο, καλούμαστε να δράσουμε σε συνθήκες που έχουν τις δικές τους ξεχωριστές απαιτήσεις. Συνεπώς, κρίνεται η αντιμετώπιση υποκειμενικών αδυναμιών, η καταπολέμηση του εφησυχασμού και του εμπειρισμού, άλλων συνηθειών που μπορεί να αρκούσαν ως τρόπος δουλειάς σε προηγούμενη φάση, αλλά αν δεν αντιμετωπιστούν τώρα δεν θα μας πάνε μακριά.

Σταθερή πυξίδα σε κάθε περίπτωση αποτελεί η ιδεολογική - πολιτική - οργανωτική αυτοτέλεια του Κόμματος, η ανάπτυξη της ικανότητας να δουλεύουμε με τη συλλογικά επεξεργασμένη στρατηγική μας, δρώντας ως πρωτοπορία, καθοδηγητές - διαφωτιστές - οργανωτές μέσα στο κίνημα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.

Αποτελεί καθημερινό ζητούμενο η δράση μας να επιβεβαιώνει την επιλογή στράτευσης. Ανταποκριθήκαμε σε χοντρά διλήμματα και αντιπαρατεθήκαμε στα καλέσματα για συμμετοχή σε κυβερνήσεις αστικής διαχείρισης, στη γραμμή ήττας του ρεφορμισμού και του οπορτουνισμού στο κίνημα, στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και τις νέες αυταπάτες. Αντιτάξαμε την «οργανωμένη απειθαρχία» μέσα στις πρωτόγνωρες συνθήκες της πανδημίας. Ομως, διλήμματα θα μπαίνουν διαρκώς στην εξέλιξη της ταξικής πάλης, και δεν είναι μόνο ή κυρίως τεχνητά. Η αντιμετώπισή τους απαιτεί αντοχή, επαναστατική καρτερία και όχι μικροαστική ανυπομονησία, ικανότητα προσαρμογών αλλά και σύγχρονων θυσιών.

Η καθοδηγητική φροντίδα για την ανύψωση του ιδεολογικού - μορφωτικού επιπέδου, ιδιαίτερα της νεότερης γενιάς κομμουνιστών, θα πάρει πραγματικά προτεραιότητα αν εξασφαλίζεται καθημερινά μέσα στη δράση και όχι έξω από αυτή, και σαφώς απαιτεί αναβάθμιση της εσωκομματικής λειτουργίας. Το εσωκομματικό σύστημα μόρφωσης σε όλη την κομματική κλίμακα είναι αναντικατάστατο και αναγκαίο, αλλά δεν αρκεί. Η διαμόρφωση ενός στέρεου θεωρητικού - ιδεολογικού υπόβαθρου, ανόδου της ικανότητας ερμηνείας και όχι αμηχανίας μπροστά στις όποιες εξελίξεις, ενίσχυσης του πνεύματος πρωτοβουλίας, σχετίζεται άμεσα με την κριτική και αυτοκριτική εξέταση της δράσης στη βάση ενιαίων κομματικών κριτηρίων. Και τέτοια είναι, ανάμεσα σε άλλα, ο «Ριζοσπάστης», η ΚΟΜΕΠ, το βιβλίο. Σχετίζεται με τη συλλογική ευθύνη πρωταρχικά των Οργάνων καθώς και των ΚΟΒ, αλλά και με την ευθύνη κάθε κομμουνιστή ξεχωριστά, των στελεχών πριν απ' όλους.

Παρά τον πιο αρνητικό συσχετισμό, διανύουμε μια περίοδο που συσσωρεύονται διεργασίες σε τμήματα εργατικών - λαϊκών δυνάμεων. Με τη δική μας συμβολή μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να οδηγηθούν σε συνολικότερα συμπεράσματα και συμμετοχή στην πάλη. Προωθητική δύναμη για την ενίσχυση του αντικαπιταλιστικού - αντιμονοπωλιακού προσανατολισμού της θα είναι η ολόπλευρη ισχυροποίηση του Κόμματος ως αναντικατάστατου φορέα των νέων ιδεών της επαναστατικής κοινωνικής προοπτικής, του σοσιαλισμού - κομμουνισμού. Της μοναδικής φιλολαϊκής απάντησης στα μεγάλα σημερινά προβλήματα που απαιτούν επιτακτικά τη λύση τους και αργά ή γρήγορα θα λυθούν.


Μάκης Μακρής
Υπεύθυνος της Διατμηματικής Επιτροπής της ΚΕ για το Μεταναστευτικό - Προσφυγικό

Οι Θέσεις όπλο για την καλύτερη παρέμβασή μας

Εκφράζοντας τη συμφωνία μου και με τα 3 κείμενα των Θέσεων της ΚΕ για το 21ο Συνέδριο, θα ήθελα να αναφερθώ σε ορισμένες πλευρές της παρέμβασής μας στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας.

Είναι γεγονός ότι οι Θέσεις της ΚΕ μάς παρέχουν ένα ισχυρό όπλο για να δυναμώσουμε τον προβληματισμό μας για τα καθήκοντα που θα κληθούμε να σηκώσουμε τα επόμενα χρόνια. Να βελτιωθεί - σε κάθε κομματικό κρίκο - η προσέγγιση και ερμηνεία των εξελίξεων στην περιοχή ακριβώς από τη σκοπιά των συνολικότερων, γενικότερων εξελίξεων που αποτυπώνονται στο 2ο κείμενο των Θέσεων της ΚΕ.

Θα χρειαστεί συνεχής προσπάθεια - συλλογική, ατομική, μελετητική, ζωντανής συζήτησης - για να συνδυάζουμε, να «πλέκουμε» στην καθοδηγητική μας δουλειά τις γενικές και ειδικές εξελίξεις, σαν έκφραση των γενικών. Να μην τις παραθέτουμε παράλληλα, ασύνδετα, αλλά στην ενότητά τους, φωτίζοντας σε κάθε περίπτωση τον πραγματικό αντίπαλο, την αστική τάξη και τα επιτελεία της.

Καθώς παρατηρείται αρκετές φορές το φαινόμενο ή να υπάρχει μια «χαοτική» περιγραφή των εξελίξεων του χώρου ή μια γενική αναφορά στις γενικές εξελίξεις, αποσπασμένα από το πώς εκφράζονται σε κάθε χώρο και το τι καθήκοντα σηματοδοτούν για κάθε ΚΟ.

Επομένως, χρειάζεται συστηματική προσπάθεια για κατάκτηση και συνεχή ανάπτυξη μεθοδολογικού, διαλεκτικού υλιστικού υπόβαθρου. Αναμέτρηση με αδυναμίες, αλλά και με μια ορισμένη «θεωρητικοποίηση» της μη προσπάθειας στην κατεύθυνση αυτή («δεν είναι για όλους», «φτάνει η εμπειρία, η ίδια η ζωή»). Ενώ, την ίδια στιγμή η πείρα δείχνει ότι κομματικό μέλος και στέλεχος που προσπαθεί, άσχετα από το επίπεδο ικανότητας σε κάθε φάση, είναι σε σωστό δρόμο. Και φαίνεται ότι όπου επιμένουμε καθοδηγητικά και δεν δικαιολογούμε την αδυναμία, μετράμε βήματα στη σκέψη και στη συγκρότηση των συντρόφων, που έχει θετική αντανάκλαση στη δράση τους. Δεν λύνεται μια κι έξω, είναι διαρκής προσπάθεια συνδυασμού θεωρίας και πράξης.

Μπορούμε να προσεγγίσουμε τις εξελίξεις στην περιοχή χωρίς να έχουμε ως βάση σημαντικά ζητήματα, όπως η βασική αντίθεση του καπιταλισμού, η αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής, η ανισόμετρη ανάπτυξη, ο ανταγωνισμός, η απόκλιση συμφερόντων, οι πρόσκαιροι συμβιβασμοί και τα παζάρια, κ.λπ.; Η απάντηση είναι όχι. Μόνο έτσι μπορούμε να κρατάμε καλά την ταξική ερμηνεία και ανάλυση, να επεξεργαζόμαστε τη γραμμή μας από τη σκοπιά της στρατηγικής του Κόμματος, της καθοδήγησης της ταξικής πάλης.

Ορισμένα ζητήματα πιο συγκεκριμένα:

Είναι δεδομένο ότι στην περιοχή μας εκφράζεται απευθείας η αντιπαράθεση, η σύγκρουση των ιμπεριαλιστικών κέντρων και των σχεδιασμών τους. Είναι έντονη η παρέμβαση της ΕΕ, των αστικών τάξεων Γερμανίας (παραδοσιακά λόγω ΔΕΗ), ΗΠΑ, Ρωσίας, Κίνας, Ισραήλ κ.ά. που έχουν αντίστοιχες σχέσεις ανισότιμης αλληλεξάρτησης με τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου. Κινούνται διάφορα «πιόνια στη σκακιέρα», αρκετές φορές και με φαινομενικά «αθώο» τρόπο, με «πολιτιστική διπλωματία».

Η προωθούμενη «απολιγνιτοποίηση» στην περιοχή είναι κομμάτι του παζλ του «Green New Deal» των ΗΠΑ και της «Νέας Πράσινης Συμφωνίας» της ΕΕ. Σχεδιασμοί τους οποίους, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, στηρίζουν και προωθούν όλα τα αστικά κόμματα (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ).

H ενδοαστική διαπάλη οξύνεται για το πού θα κατευθυνθούν τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης κ.λπ., ποιος σχεδιασμός θα προκριθεί, και έτσι βγαίνουν τα «άπλυτά» τους στη φόρα. Τον λογαριασμό, σε κάθε περίπτωση, τον πληρώνει ο λαός.

Βέβαια, όλοι οι αστικοί σχεδιασμοί και ανταγωνισμοί σε επίπεδο οικονομίας έχουν και την ανάλογη αντανάκλασή τους στο επίπεδο των ιδεολογημάτων με βάση τα οποία προωθούνται και επιδιώκονται η συναίνεση της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, και η πλήρη στοίχισή τους κάτω από τη σημαία του κεφαλαίου για το «κοινό καλό», για «το καλό της περιοχής», με «περιφερειακή αναπτυξιακή συνείδηση», όπως λένε πολύ συχνά οι αστικές πολιτικές δυνάμεις και οι εκλεκτοί τους στην Τοπική Διοίκηση.

Εδώ θέλω να ξεχωρίσω τη γραμμή της σοσιαλδημοκρατίας για «ενεργειακή δημοκρατία» (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, Οικολόγοι, Ιδρυμα «Χάινριχ Μπελ» των Πρασίνων της Γερμανίας κ.ά.). Γίνεται μια προσπάθεια να πλασαριστεί μια άποψη για δήθεν «φιλολαϊκή» ενεργειακή πολιτική στο πλαίσιο του καπιταλισμού, μέσα από «ενεργειακές κοινότητες», που μπορεί να υπηρετηθεί από μία άλλη, σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, χωρίς τις «νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες» της ΝΔ. Την ίδια ώρα ξεχνάνε να πουν ότι το νομοθετικό πλαίσιο για τις «ενεργειακές κοινότητες» που διαμόρφωσε ο ΣΥΡΙΖΑ υλοποιείται και επεκτείνεται από τη ΝΔ, υλοποιείται από όλους τους θεσμούς της Τοπικής Διοίκησης. Δείχνει αυτό ακριβώς που αναφέρεται στο 2ο κείμενο των Θέσεων της ΚΕ: «Η εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής από όλες τις αστικές κυβερνήσεις αποδεικνύει ότι τα αστικά κόμματα, παρά τις διαφορές τους, έχουν δυνατότητα προσαρμογής στις εκάστοτε ανάγκες του καπιταλιστικού συστήματος».

Παράλληλα, γίνεται και μια προσπάθεια να χτιστούν και οι αναγκαίες για την αστική τάξη συμμαχίες με ανώτερα μεσαία στρώματα, τα οποία μπορούν να παρασέρνουν και λαϊκό κόσμο, καλλιεργώντας του αυταπάτες. Υπάρχουν διάφοροι «τοπικοί» επιχειρηματίες και παράγοντες που «κολλάνε» γύρω από τους μεγάλους ομίλους των ΑΠΕ και παζαρεύουν ανταλλάγματα για να διαμορφώσουν και την αντίστοιχη αποδοχή από τις «τοπικές κοινωνίες», με «διαβούλευση», με «ανταποδοτικά», όπως λένε.

Επίσης, γίνεται μεγάλη προσπάθεια από τα επιτελεία της αστικής τάξης να παρουσιάζουν την πολιτική τους σαν το «σύγχρονο» και το «νέο». Είναι χαρακτηριστική η συζήτηση για το «ενεργειακό μέλλον» στη «μεταλιγντική εποχή», αποσπασμένη από τις σχέσεις παραγωγής. Αναπαράγονται λογικές ότι η αξιοποίηση των τεχνολογικών επιτευγμάτων μπορεί να γίνεται προς όφελος του λαού με «φιλολαϊκές προτάσεις» εντός των αστικών σχεδιασμών.

Στα παραπάνω είναι αποκαλυπτικός ο ρόλος των δυνάμεων του οπορτουνισμού στην «κινηματική» προώθηση του «Green Deal»: Κοινά «μέτωπα» με αστικές δυνάμεις, τη σοσιαλδημοκρατία, αναπαραγωγή της αντίληψης «καλοί» και «κακοί» («αεριτζήδες») επενδυτές, κινητοποιήσεις «Fridays for future» («αριστερή» πτέρυγα Δημοκρατικών των ΗΠΑ) κ.ά.

Είναι σίγουρο πως μια «ανώτερη ποιοτικά καθοδηγητική δουλειά, ιδεολογική - πολιτική αναβάθμιση της δουλειάς όλου του Κόμματος» θα έχει την αντανάκλασή της και στη δουλειά των κομμουνιστών στο μαζικό κίνημα. Μόνο έτσι θα μπορούμε να πηγαίνουμε πιο «βαθιά» μέσα στην εργατική τάξη και στους κοινωνικούς της συμμάχους.

Η συνεχώς εξελισσόμενη πραγματικότητα, στην οποία εγγράφονται και η παρέμβαση του Κόμματος και οι ισχυρές παρακαταθήκες που αυτή αφήνει, μας θέτει συνεχώς μπροστά στην ανάγκη να βλέπουμε κριτικά και αυτοκριτικά τη δουλειά μας. Είναι μια συνεχής προσπάθεια για βελτίωση, για διατήρηση και ενίσχυση των επαναστατικών μας χαρακτηριστικών, παίρνοντας υπόψη από πού ξεκινάμε και πού θέλουμε να πάμε. Εχοντας πάντα ως πυξίδα ότι «το Κόμμα έχει ως καθήκον να διαπαιδαγωγεί τις δυνάμεις που σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης θα οδηγήσουν στην ανατροπή της αστικής εξουσίας, στη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Προετοιμάζει το αύριο και αυτό ακριβώς καθορίζει και τη διαδοχικότητα των γενεών και των στελεχών» (1ο κείμενο - Θέση 13).


Θανάσης Χαστάς
Γραμματέας της Επιτροπής ΠεριοχήςΔυτικής Μακεδονίας του ΚΚΕ

Πλευρές της καθοδηγητικής δουλειάς με βάση την πείρα από τη συγκρότηση του Σωματείου Μισθωτών Δικηγόρων

1. Το σύνθημα του Συνεδρίου μας: «Δυνατό ΚΚΕ. Νους - καρδιά - οργανωτής της εργατικής λαϊκής πάλης για τον σοσιαλισμό - κομμουνισμό» μπορεί και συμπυκνώνει το κεντρικό ζήτημα που παρατίθεται στη Θέση 9 του πρώτου κειμένου των Θέσεων. Σύνθημα εύστοχο, με την κάθε λέξη να έχει το δικό της βάθος και τη δική της κρισιμότητα.

2. Θα σταθώ στη Θέση 27 του 1ου κειμένου για τη βοήθεια προς τις ΚΟΒ. Η ΚΕ, χωρίς πολλά λόγια και φιοριτούρες, αποτυπώνει πώς έχουν τα πράγματα, συναρτά τις αδυναμίες στη δουλειά των ΚΟΒ με τα κενά στην καθοδηγητική δουλειά των οργάνων και δίνει κωδικοποιημένα κατευθύνσεις και προσανατολισμό για τη συνέχεια. Η Θέση προσφέρεται για σκέψη και προβληματισμό από κάθε κομματικό μέλος και στέλεχος, δεδομένου ότι κατά τη γνώμη μου:

α. Οι ΚΟΒ είναι τα κύτταρα του Κόμματος. Η άνοδος της δουλειάς τους είναι προϋπόθεση για την επίτευξη των στόχων και καθηκόντων που μπαίνουν από τις Θέσεις. Εκεί, στη βελτίωση της καθοδηγητικής δουλειάς προς τις ΚΟΒ, κρίνονται, σε μεγάλο βαθμό, και τα καθοδηγητικά όργανα.

β. Οι ΚΟΒ αποτελούν ή πρέπει να φιλοδοξούν να αποτελέσουν τα καθοδηγητικά επιτελεία του ταξικού αγώνα στους χώρους ευθύνης τους. Εξυπακούεται ότι το Κόμμα κεντρικά με τις πρωτοβουλίες του, τις εκδηλώσεις του, τις τοποθετήσεις των στελεχών του, την κομμουνιστική δράση των βουλευτών του, καθώς και η δράση του ταξικού εργατικού κινήματος επιδρούν και ακτινοβολούν σε κάθε χώρο. Το ζήτημα, όμως, αυτό δεν έχει καμία σχέση με τη δουλειά που πρέπει να διεξάγεται από τις ΚΟΒ στον χώρο ευθύνης τους. Μόνο μέσα από τη δουλειά τους, την πρωτοπόρα δράση των ίδιων των μελών και στελεχών των ΚΟΒ, μπορεί να κερδίζει ολοκληρωμένα έδαφος η γραμμή του Κόμματος στον συγκεκριμένο χώρο ευθύνης, να επιτυγχάνεται αυτό που αποκαλούμε «ισχυροποίηση του Κόμματος» με διεύρυνση του περίγυρου, σφυρηλάτηση ουσιαστικών πολιτικών δεσμών, βήματα στην ανασύνταξη του εργατικού κινήματος.

3. Υπό το πρίσμα των παραπάνω, θα μεταφέρω την πείρα από τη μάχη που έδωσαν οι δυνάμεις μας για την ίδρυση Σωματείου Μισθωτών Δικηγόρων και τα συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτήν.

α. Προηγήθηκε κατάλληλη προετοιμασία για το περιεχόμενο της παρέμβασής μας, με συνεργασία των αρμόδιων καθοδηγητικών οργάνων της ΚΟΑ και του Τμήματος Δικαιοσύνης της ΚΕ. Καθορίστηκε το περιεχόμενό της και οι κατευθύνσεις, εμπλουτίστηκε με τις γνώμες και παρατηρήσεις των συντρόφων. Κατακτήθηκε, καλύτερα, ενιαία αντίληψη για το πώς προχωράμε.

β. Ακολούθησε καλή εσωοργανωτική συζήτηση. Συζητήσαμε για τις εξελίξεις στον κλάδο, την τάση συγκέντρωσης της δικηγορικής ύλης σε χέρια εταιρειών, τον ρόλο τους στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Συζητήσαμε για την εκμεταλλευτική σχέση που διέπει τη μισθωτή σχέση δικηγόρου εργαζόμενου - δικηγόρου εργοδότη, ακόμη και αν δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια από τη νομοθεσία (ο δικηγόρος με βάση τον Ν. 4194/2013 - Κώδικας Δικηγόρων - είναι δημόσιος λειτουργός και ασκεί ελεύθερο επάγγελμα). Συζητήσαμε το γιατί, αν και μειοψηφία οι μισθωτοί στον κλάδο και ακόμη πιο λίγοι οι μισθωτοί σε μεγάλες δικηγορικές εταιρείες, εμείς πρέπει να ρίξουμε εκεί το βάρος μας από τη σκοπιά της δουλειάς με κοινωνικοταξικά κριτήρια, με βάση το ποιο τμήμα εργαζομένων αντικειμενικά από τη θέση του μπορεί να δώσει τον παλμό και τον τόνο στον κλάδο. Συζητήσαμε, έστω και πρωτόλεια, ιδεολογήματα που συναντάμε στον κλάδο (π.χ. «ο δικηγόρος ως συλλειτουργός της δικαιοσύνης»), την αιτία και πηγή τους, ποια η υλική τους βάση. Συζητήσαμε για τη δουλειά του αντιπάλου με βάση την εικόνα και πείρα που είχαμε. Πρώτα και κύρια της εργοδοσίας, που έχει συγκροτήσει τη δική της οργάνωση από το 2010, τον Σύνδεσμο Δικηγοριών Εταιρειών Ελλάδος. Τον ρόλο που διαδραματίζουν οι Δικηγορικοί Σύλλογοι Αθήνας και Πειραιά (ΔΣΑ και ΔΣΠ), ως ΝΠΔΔ, οι οποίοι από τη φύση τους δεν μπορούν και δεν θέλουν να εκφράσουν τις ανάγκες και τα αιτήματα των μισθωτών του κλάδου, καθώς κάτω από την επιστημονική ταμπέλα κρύβονται εργοδότες και εργαζόμενοι με εκ διαμέτρου ταξικά συμφέροντα. Την δράση άλλων δυνάμεων στο χώρο.

γ. Καταστρώσαμε σχέδιο δεμένο με τη συζήτηση, γειωμένο και συγκεκριμένο στο χώρο, αποφεύγοντας να έχουμε από τη μια θεωρητική συζήτηση και από την άλλη πρακτική δράση, ξεκόβοντας την μία από την άλλη. Κάθε σύντροφος ανέλαβε την αποστολή του, διατάχθηκε σε συγκεκριμένους χώρους (εταιρείες), ετοίμασε την χαρτογράφησή του, έθεσε τους στόχους του.

δ. Τα καθοδηγητικά όργανα συνεδρίαζαν σταθερά, εξέταζαν την πορεία υλοποίησης της απόφασης, εντόπιζαν αδυναμίες και λάμβαναν διορθωτικά και ενισχυτικά μέτρα.

Τα αποτέλεσμα της παραπάνω δουλειάς:

Το πρώτο αποτέλεσμα: Κάθε σύντροφος, από το δικό του μετερίζι, με τα θετικά και τα αρνητικά του, μπήκε στη μάχη. Γνώριζε τι λέει και τι κάνει, είχε συγκεκριμένη αποστολή στην οποία κρινόταν. Αναδείχθηκαν οι μεγάλες δυνατότητες που έχουμε, όταν οι δυνάμεις μας εξοπλιστούν κατάλληλα, συζητήσουν ολοκληρωμένα, χωρίς βιασύνες και προχειρότητες, «πάρουν πάνω τους» τη μάχη.

Το δεύτερο αποτέλεσμα: Το άνοιγμα διευρύνθηκε, η χαρτογράφηση μεγάλωσε. Η συσπείρωση βελτιώθηκε. Οι οπαδοί μας απέκτησαν περισσότερη εμπιστοσύνη στο Κόμμα και στην ίδια την ΚΟΒ, ανέβηκε η διάθεσή τους για προσφορά και αγώνα. Νέοι εργαζόμενοι εμπνεύστηκαν, δημιουργήσαμε λίστα στρατολογίας.

Το τρίτο αποτέλεσμα: Αναδείχθηκαν πιο ολοκληρωμένα τα κενά μας και οι αδυναμίες μας. Ζητήματα όπως οι χαλαροί πολιτικοί δεσμοί, η δυσκολία συσπείρωσης, το μικρό βάθος της ιδεολογικής μας παρέμβασης, ήταν περισσότερο από εμφανή. Οι αδυναμίες αυτές αφορούν πρώτα και κύρια το ίδιο το στελεχικό δυναμικό. Δεν μας φοβίζουν, ούτε μας απογοητεύουν. Θα αναμετρηθούμε μαζί τους και θα τις ξεπεράσουμε.

4. Αντί επιλόγου: Το σωματείο ιδρύθηκε στις 19.07.2020 μέσα από πετυχημένη μαζική Γενική Συνέλευση, η οποία ψήφισε ιδρυτική πράξη, καταστατικό και προσωρινή διοίκηση. Σύντροφοι της ΚΟΒ αναδείχθηκαν στην προσωρινή διοίκηση. Δημιουργήσαμε στο χώρο μια ρωγμή. Ο αντίπαλος θα προσπαθήσει να την κλείσει. Η δική μας αποστολή είναι να την κάνουμε ρήγμα, έχοντας το βλέμμα στραμμένο στις αναμετρήσεις του αύριο. Οι Θέσεις αποτελούν εφόδιο για να τα καταφέρουμε.


Ανέστης Προυσανίδης
Τομεακή Οργάνωση Δικαιοσύνης Αττικής του ΚΚΕ

Πολιτικός καιροσκοπισμός: Η Κολυμπήθρα του Σιλωάμ της κεφαλαιοκρατικής κυριαρχίας

1. Διαβάζουμε στις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ (Δεύτερο Κείμενο, σελ. 33 - 34): «Ο ενιαίος στόχος της σταθεροποίησης του αστικού πολιτικού συστήματος προωθείται μέσα από την ενσωμάτωση και την καταστολή. Εναλλάσσεται η γενικευμένη επίκληση της "εθνικής ομοψυχίας" και της ανάγκης ενός νέου "κοινωνικού συμβολαίου" για την ενσωμάτωση εργατικών - λαϊκών δυνάμεων στους στόχους της αστικής τάξης, με την εφαρμογή νέων, πιο εξελιγμένων μεθόδων κρατικής καταστολής».

Η ανάλυση του τμήματος αυτού οδηγεί μονοσήμαντα σε ένα πλαίσιο όπου ζητούμενη - ευκταία και στρατηγικά μελετημένη, είναι η σταθεροποίηση του κεφαλαιοκρατικού πολιτικού συστήματος που επιδιώκεται μέσω δύο και μόνο δύο διόδων με την ενσωμάτωση ή την καταστολή.

Η ενσωμάτωση επιδιώκεται με την επικράτηση της αστικής ιδεολογίας στη συνείδηση των καταπιεσμένων κοινωνικών τάξεων.

Η κρατική καταστολή είναι αναπόφευκτη όταν οι «κάτω» δυσανασχετούν ή ακόμα περισσότερο οργανώνουν την αντεπίθεσή τους, και αποτελεί την απάντηση - μονόδρομο της αστικής κυριαρχίας.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, έχει αναπτυχθεί ευάριθμο πλήθος αντιλήψεων αναφορικά κυρίως με τη διαχειρισιμότητα της ενσωμάτωσης, είτε με ατόφιες αστικές ιδέες διαπραγματευόμενες στον δημόσιο διάλογο, στα πανεπιστήμια και στα φόρα, είτε με διάφορα «επαναστατικά» και «μαρξιστικό-λενινιστικά» σαν έμπνευση ιδεολογήματα μέσα στα οποία αναπτύσσεται και ανδρώνεται ο οπορτουνισμός.

2. Αν το «ζητούμενο για την κομμουνιστική στρατηγική είναι αντίθετα να δημιουργήσει όρους για την καταστροφή του (αστικού) κράτους, να το καταστήσει διαπερατό στα λαϊκά συμφέροντα», όπως γράφει ο Γ. Μηλιός («Ριζοσπάστης» 6 - 7/3/2021 σελ. 21) στον Προσυνεδριακό διάλογο, είναι σκόπιμη η εξέταση μιας τέτοιας διαπερατότητας σε οποιαδήποτε ιστορική στιγμή που η ντόπια ή διεθνής ιστορική πείρα έχει αναδείξει. Πρόσφατη είναι η αναφορά του Δ. Κουτσούμπα - όπως και σε συχνές παρεμβάσεις του - στη Βουλή ότι σχέδια νόμου, προτάσεις του ΚΚΕ δεν φτάνουν καν για συζήτηση στην επιτροπή των προέδρων της Βουλής. Διαπερατότητα ή κλειστές πόρτες; Το αστικό κράτος δεν θέλει και δεν επιτρέπει έστω μια χαραμάδα για να παρεισφρήσουν τα λαϊκά συμφέροντα, πόσο μάλλον «απονεκρώνοντας τις λειτουργίες του» (Γ. Μηλιός ό.π.). Σε κάθε περίπτωση είναι ιστορικο-πολιτικά και διανοητικά άτοπο να υποστηρίζεται μια σχετική εικασία σε έναν τέτοιο διάλογο. Εκτός αν είναι στρατηγικά πολιτική θέση ως θρίαμβος ενός φαντασιακού αφηγήματος πάνω στη λογική και έτσι καθίσταται αυτοτελώς επικίνδυνη.

Η κοινωνία μέσα στις ίδιες της τις αντιφάσεις, την πάλη των τάξεων, βρίσκεται κάτω από τις επιταγές του κράτους και των μηχανισμών του, αρχικά με την απόπειρα ενσωμάτωσης των καταπιεσμένων, που ωχριά μπροστά στην ανοησία (ηθελημένη και επιτελικά σχεδιασμένη) του οπορτουνισμού, είτε μέσα από τους «ειρηνιστές» είτε από ψευτομαρξιστές σαν τον Κάουτσκι, και τους απογόνους του ευρωκομμουνιστές και τον γαλλικό «μαρξισμό». Ιδού η λενινιστική καταγωγή της Θέσης της ΚΕ του ΚΚΕ με την οποία ξεκινάει το άρθρο. Ιδού και η κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Ο οπορτουνισμός παραβλέπει την αληθή πρόταση που γράφει ο Λένιν ότι «αν το κράτος είναι προϊόν των ανειρήνευτων ταξικών αντιθέσεων, είναι μια δύναμη που στέκει πάνω από την κοινωνία και "όλο και περισσότερο αποξενώνεται από την κοινωνία", γίνεται φανερό πως η απελευθέρωση της καταπιεζόμενης τάξης είναι αδύνατη όχι μόνο χωρίς βίαιη επανάσταση, αλλά και χωρίς καταστροφή του μηχανισμού της κρατικής εξουσίας που δημιούργησε η κυρίαρχη τάξη και που ενσαρκώνει αυτή την "αποξένωση"» (Λένιν «Κράτος και Επανάσταση»).

Κωδικοποιώντας, το αστικό κράτος πάνω σε μια κοινωνία στην οποία εξελίσσεται ταξικός πόλεμος, με τις λειτουργίες του εξαναγκάζει το προλεταριάτο είτε σε ενσωμάτωση είτε με την καταστολή σε συμμόρφωση, ενώ η βίαιη επανάσταση μακριά και πέρα από μια καουτσκικής έμπνευσης διαπερατότητα, θα γίνει η δύναμη απελευθέρωσης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της από το καπιταλιστικό κνούτο.

3. Τα ντοκουμέντα του Κόμματος δείχνουν τις υπαρκτές διαφορές ανάμεσα στις αστικές πολιτικές δυνάμεις. Πώς θα ήταν άλλωστε κατορθωτό να χαραχτεί στρατηγική ανατροπής του καπιταλισμού χωρίς τη χαρτογράφηση της δράσης των πολιτικών αντιπάλων;

Ενα ιστορικό πλαίσιο με κυρίαρχο το δίπολο «δημοκρατικές δυνάμεις» - «αντίπαλα» φιλελεύθερα σχήματα ακόμα και έξω από εισαγωγικά αποτελεί το πρώτο βάπτισμα στην κολυμπήθρα, και εξηγώ: Ο ιστορικός ρόλος του συντηρητικού χώρου και των ακροδεξιών παραφυάδων του, μαζί και των «δημοκρατικών δυνάμεων» είναι εμπεδωμένος και αποτελεί πολιτικό γνωσιακό κεκτημένο στη συνείδηση της εργατικής τάξης της πατρίδας μας και των συμμάχων της: Βενιζελικό ιδιώνυμο, δικτατορία Μεταξά, εμφύλιος με στήριξη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της εποχής, με πρωταγωνιστικό ρόλο του «δημοκράτη» Γεωργίου Παπανδρέου, εκτέλεση Μπελογιάννη, Πλουμπίδη και πολλών αλύγιστων της ταξικής πάλης ΚΚέδων, ταυτόχρονα με το σχέδιο Μάρσαλ, την αναστήλωση του αστικού κράτους, τη χούντα κ.λπ. Η άλλη πλευρά του δίπολου, συγκεκριμένα ο ρόλος των «δημοκρατικών δυνάμεων» και της σοσιαλδημοκρατίας, υπήρξε ιστορικά και είναι και σήμερα βασικός και καθοριστικός πυλώνας στήριξης του σάπιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος στην εμπέδωση - ενσωμάτωση της λογικής της ανάθεσης των εργαζομένων σε πολιτικά κόμματα, μαθητευόμενους συνδικαλιστές της κακιάς ώρας, βουλευτές για την ικανοποίηση - αστείο φαίνεται - των λαϊκών αναγκών, αλλά και της άμεσης και ακραίας καταστολής.

Το ΚΚΕ, σταθερά ταγμένο να απελευθερώσει την εργατική τάξη και τις σύμμαχες δυνάμεις της από τα ταξικά δεσμά, με αντοχή, υπομονή και ταξική αδιαλλαξία, θα πραγματώσει ιστορικά την πασίγνωστη επικεφαλίδα του Κ. Μαρξ «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!».

Σαν κατακλείδα, ο γίγαντας της σκέψης, όπως τον αναφέρει ο Μαρξ («Το Κεφάλαιο», Τόμος Πρώτος, υποσημείωση σελ. 95), Αριστοτέλης είχε αποφθεγματικά γράψει ότι είναι σημαντικότερη η αποκάλυψη της αλήθειας από τη σύγκρουση με προσφιλή πρόσωπα.


Παναγιώτης Γρυμπιλάκος
ΚΟ Λέρου του ΚΚΕ

Για την παρέμβασή μας στην Ιταλία

Η Ιταλία ανήκει στους G8, είναι η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία και η δεύτερη βιομηχανική δύναμη στην ΕΕ. Μία χώρα με μεγάλη ανομοιογένεια στο εσωτερικό της, με χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι τρεις περιφέρειες του Βορρά (Λομπαρντία, Βένετο, Εμίλια Ρομάνια) παράγουν το 40% του ιταλικού ΑΕΠ. Το δημόσιο χρέος της Ιταλίας ανήλθε στο 155,6% το 2020, συγκριτικά με 134,6% το 2019. Τα αρνητικά σημάδια στην ιταλική οικονομία είχαν φανεί ήδη από τα στοιχεία του 2019 όπου υπήρχε αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,3%, η χαμηλότερη από το 2014, αλλά και στο πρώτο τρίμηνο του 2020, πριν δηλαδή ξεσπάσει η πανδημία, αυτό δείχνει ότι η πανδημία έπαιξε ρόλο στο χρόνο και στο βάθος εκδήλωσης της κρίσης, όμως δεν ήταν η αιτία της.

Για να εξετάσουμε τη δράση μας στην Ιταλία, πρέπει να πάρουμε υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες και καθήκοντα που προκύπτουν από τη δράση των Ελλήνων κομμουνιστών σε μια άλλη χώρα και ταυτόχρονα τη κατάσταση του κινήματος στη χώρα αυτή:

1. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι, όπως αναφέρεται στις Θέσεις, δρούμε σε συνθήκες νίκης της αντεπανάστασης και υποχώρησης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Στην Ιταλία, όπως και σε κάθε χώρα, φαίνεται έντονα η επίδραση της αντεπανάστασης και η επικράτηση εδώ και δεκαετίες, του οπορτουνισμού και του αναθεωρητισμού στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, που βρίσκεται σε βαθιά υποχώρηση. Την κατάσταση δυσκολεύει και η ίδια η δομή του συνδικαλιστικού κινήματος καθώς και μία σειρά νόμων που περιορίζουν ακόμα περισσότερο τη συνδικαλιστική δράση και συμμετοχή των εργαζομένων. Τα παραπάνω φαίνονται έντονα στα διάφορα κυρίαρχα ιδεολογήματα, π.χ. του αντιδεξιού μετώπου, στην υπεράσπιση του αστικού Συντάγματος, στην αντίληψη της θέσης της Ιταλίας στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα, με απόψεις ότι είναι ακόμα και αποικία της Γερμανίας, αταξικές αναφορές στον φεμινισμό, στην οικολογία, στον πασιφισμό.

2. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο αντικομμουνισμός, που μπορεί να μην είναι πάντα ωμός και κραυγαλέος, αλλά ραφιναρισμένος και τελικά το ίδιο επικίνδυνος και καταστροφικός για τη συνείδηση της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, και ιδιαίτερα της νεολαίας που γεννήθηκε και μεγάλωσε μετά την αντεπανάσταση. Στην Ιταλία υπάρχει στην κοινωνία και στη νεολαία μια γενικότερη αντίληψη περί κομμουνιστικής κουλτούρας και παρελθόντος, που όμως στην πράξη δεν είναι άλλο από την υπογράμμιση του «ιταλικού κομμουνισμού». Η προβολή του ΙΚΚ, κυρίως της δράσης του στις δεκαετίες του '70 και '80 ως πρότυπο μαζικού κόμματος με μεγάλη απήχηση στα λαϊκά στρώματα που εκφραζόταν και σε εκλογικά αποτελέσματα. Η προβολή δηλαδή της ρεφορμιστικής και ευρωκομμουνιστικής γραμμής σε αντίθεση με τη συνεπή επαναστατική γραμμή, την ταξική πάλη αλλά και ζητήματα που αφορούν την οικοδόμηση του Σοσιαλισμού τον 20ό αιώνα.

3. Στο εργατικό κίνημα, με την υπερίσχυση του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού, την εμπέδωση της γραμμής της ταξικής ειρήνης, όλα αυτά που πάνε ακόμα πιο πίσω τις συνειδήσεις των εργαζομένων, και ειδικότερα των νεότερων ηλικιών που δεν έχουν εμπειρία από συλλογικούς αγώνες και διεκδικήσεις. Οσον αφορά τη συμμετοχή στα σωματεία η κατάσταση αλλάζει από κλάδο σε κλάδο, για παράδειγμα σε κλάδους της βιομηχανίας υπάρχει μεν μεγάλος αριθμός μελών χωρίς όμως καμία ουσιαστική συμμετοχή. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι εργοδοτικές συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες που ελέγχουν αυτούς τους κλάδους παραμένουν ισχυρές και λειτουργούν ως γραφειοκρατικοί μηχανισμοί. Στόχος τους είναι το πνίξιμο κάθε αγωνιστικού σκιρτήματος από τα κάτω. Αντίθετα σε κλάδους όπως εμπόριο, τουρισμός - επισιτισμός υπάρχει ελάχιστη συμμετοχή στον κλάδο εξαιτίας της μεγάλης κινητικότητας του κλάδου και των διαστημάτων ανεργίας που μεσολαβούν από τη μια δουλειά στην άλλη. Σε αυτούς τους κλάδους ο εργοδοτικός συνδικαλισμός δεν επιδιώκει την εγγραφή μελών σε σωματεία, ή καλύτερα προωθούν μια άτυπη εγγραφή σαν μέλος στην αντίστοιχη συνομοσπονδία (που παρέχει επί πληρωμή νομική και λογιστική - φοροτεχνική κάλυψη στα μέλη) αλλά όχι συμμετοχή στο σωματείο και στις αρχαιρεσίες και συνελεύσεις. Θα πρέπει να ρίξουμε μεγαλύτερο βάρος στη μελέτη της κατάστασης του ντόπιου κινήματος, του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στις χώρες που ζούμε για να μπορούμε να σχεδιάζουμε την παρέμβασή μας και να φωτίσουμε πλευρές που θα βοηθάνε στον απεγκλωβισμό των δυνάμεων, αξιοποιώντας την πείρα και από την Ελλάδα.

4. Οι δυνάμεις μας στο εξωτερικό καλούνται να παρακολουθήσουν και να μελετήσουν τις εξελίξεις στις χώρες που ζούνε συνολικά αλλά και εξειδικευμένα στους χώρους που βρίσκονται οι δυνάμεις μας (βιομηχανίες, χώροι εκπαίδευσης, έρευνα, πολιτισμός, υγεία). Σε αυτή την κατεύθυνση χρειάζεται να γίνουν ουσιαστικά βήματα απόκτησης κοινής αντίληψης των εξελίξεων και της κατάστασης. Για παράδειγμα αρκετές φορές υπάρχει δυσκολία κοινής αντίληψης των εξελίξεων στη χώρα που ζούμε, και άρα διαφορετικά αντανακλαστικά και τοποθέτηση από τις δυνάμεις μας για αντίστοιχα θέματα που στην Ελλάδα θα ήταν ξεκάθαρα και δεν θα μας προβλημάτιζαν ιδιαίτερα για να πάρουμε θέση. Αυτό είναι σε ένα βαθμό αντικειμενικό και οφείλεται στην κατάσταση του κινήματος, στη βαθιά και παρατεταμένη οπισθοχώρησή του, αλλά είναι και δική μας αδυναμία.

5. Να πάρουμε υπόψη τα προβλήματα και την αντίληψη που διαμορφώνει ο νέος Ελληνας μετανάστης στην Ιταλία, το πώς έρχεται και τι αντιμετωπίζει, για να μπορέσουμε να παρέμβουμε καλύτερα. Για παράδειγμα ο νέος Ελληνας μετανάστης στην Ιταλία, πέρα από μικρές εξαιρέσεις, δεν έρχεται με προοπτική να βγάλει λεφτά, όπως μπορεί να θεωρεί για τις χώρες της Β. Ευρώπης, μιας και οι μισθοί λίγο διαφέρουν από της Ελλάδας, ενώ το κόστος ζωής (ενοίκια) είναι υψηλότερο. Συνήθως οι Ελληνες μετανάστες βελτιώνουν λίγο τη ζωή τους σε σχέση με αυτό που άφησαν στην Ελλάδα, και κυρίως ανοίγουν περισσότερες προοπτικές ανάλογα βέβαια και με το αντικείμενό τους. Ταυτόχρονα έρχονται αντιμέτωποι με πολλές δυσκολίες, ενώ κάποιοι έχουν ακόμα και ζητήματα επιβίωσης. Ετσι πολλές φορές αποφασίζουν να φύγουν και να κυνηγήσουν κάτι καλύτερο μεταναστεύοντας ακόμα μια φορά σε άλλη χώρα ή και να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Ετσι η Ιταλία πολλές φορές αποτελεί έναν ενδιάμεσο σταθμό.

Ολα αυτά επιβεβαιώνουν την καθοριστική σημασία που έχει η ιδεολογικοπολιτική θωράκιση της οργάνωσης, η αναγκαιότητα της ιδεολογικής - μορφωτικής δουλειάς των δυνάμεών μας και το ξεπέρασμα δυσκολιών όπως αναφέρεται στις Θέσεις 11 και 12 στο 1ο κείμενο των Θέσεων της ΚΕ. Αυτό το καθήκον δεν είναι ξεχωριστό από την καθημερινή μας δράση στο ντόπιο κίνημα, αλλά δένει με αυτή. Είναι προϋπόθεση το σταθερό μέτωπο στον οπορτουνισμό και ρεφορμισμό για να μπορούμε να μπολιάσουμε με τα ιδανικά μας έναν κόσμο που ξεκινάει από μακρινές ιδεολογικές αφετηρίες, αντιμετωπίζοντας ιδεολογήματα της κυρίαρχης τάξης, για να μπορούμε να πείσουμε για την ανάγκη συσπείρωσης και οργάνωσης της πάλης σε συνθήκες υποχώρησης του κινήματος. Χρειάζεται να παίρνουμε υπόψη μας πέρα από την ιδεολογική - πολιτική διαπάλη στην Ελλάδα που φτάνει στις δυνάμεις μας, και την κοινωνικοπολιτική κατάσταση και τη διαπάλη στις χώρες που ζούμε.

Να γίνεται κατανοητό από τις δυνάμεις μας ότι η εικόνα που έρχεται από έναν χώρο, πόλη ή και ολόκληρη χώρα επιβεβαιώνει πολλές εκτιμήσεις του Κόμματός μας, αποδεικνύει την ορθότητα και αναγκαιότητα των σύγχρονων επεξεργασιών του Κόμματός μας όλων των τελευταίων ετών. Με αυτές τις επεξεργασίες και θέσεις πρέπει να δίνουμε την καθημερινή μάχη. Από αυτή τη σκοπιά οι Θέσεις του 2ου κειμένου της ΚΕ είναι πολύτιμο εφόδιο για όλους τους συντρόφους για την κατανόηση των εξελίξεων και του περιβάλλοντος που δρούμε και θα δράσουμε τα επόμενα χρόνια και που συνδέονται με τα καθήκοντα και τους στόχους που προκύπτουν από το 1ο κείμενο των Θέσεων της ΚΕ, ενώ για την περίπτωση των Οργανώσεων Εξωτερικού, όπως και στην Ιταλία, είναι ένα επιπλέον εφόδιο για την κατανόηση και αντίληψη των ίδιων των εξελίξεων αλλά και την κατάσταση του εργατικού - συνδικαλιστικού κινήματος και της πολιτικής κατάστασης στις χώρες που ζούμε.


Πέτρος Κηπουρόπουλος
ΚΟ Εξωτερικού του ΚΚΕ

Να αντιμετωπίσουμε το πραγματικό μας πρόβλημα

Στη Θέση 9 αναφέρεται ποιο θα πρέπει να είναι το κεντρικό ζήτημα του 21ου Συνεδρίου του Κόμματος, «να γίνεται ακόμα πιο διακριτός στις πλατιές εργατικές - λαϊκές δυνάμεις ο ρόλος του ΚΚΕ ως ισχυρής οργανωμένης ιδεολογικοπολιτικής - λαϊκής πρωτοπορίας...».

Βέβαια το ζήτημα αυτό τίθεται για το 21ο Συνέδριο και γίνεται κατανοητό το γιατί τίθεται. Στις Θέσεις, όμως, δεν υπάρχει παρόμοια ρητή εκτίμηση για το ίδιο ζήτημα για τη δράση του Κόμματος από το 20ό Συνέδριο μέχρι σήμερα, πέρα από την εκτίμηση στη Θέση 5 ότι «γενικά το Κόμμα μας ανταποκρίθηκε». Μια φράση η οποία, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να περιγράψει ολοκληρωμένα τη μέχρι τώρα δράση του Κόμματος.

Συνοδός παράγοντας για το κεντρικό αυτό ζήτημα είναι η απαίτηση «για ανώτερη ποιοτικά καθοδηγητική δουλειά, ιδεολογική - πολιτική μορφωτική αναβάθμιση της δουλειάς όλου του Κόμματος...», που κεντρικό στοιχείο της είναι ότι «η καθοδήγηση και δράση ξεκινούν από τη στρατηγική».

Αν, όμως, το καθήκον αυτό «σε μεγάλο βαθμό το κάναμε πετυχημένα την περίοδο της προηγούμενης καπιταλιστικής κρίσης, κατά τη φάση της ασθενικής ανάκαμψης της οικονομίας και σήμερα με τη νέα κρίση...», όπως αναφέρεται στη συνέχεια της Θέσης 9, πως συμβαίνει στη Θέση 10 να καταγράφεται ως «γνωστή αδυναμία»: «Αλλοτε να συνδέουμε τεχνητά τα αιτήματα της καθημερινής πάλης με την προοπτική, καταλήγοντας με ένα σύνθημα "για την εργατική εξουσία"», αδυναμία που υπήρχε, συνεχίζει να υπάρχει, ή, «και άλλοτε, άθελά μας, να καλλιεργούμε αντιλήψεις ότι μπορεί να υπάρξουν και λύσεις - νησίδες σοσιαλιστικές μέσα στον καπιταλισμό...»;

Πρέπει να τονίσω ότι στην Κομματική ιστοριογραφία δεν καταγράφεται άξια λόγου άποψη περί σοσιαλιστικών νησίδων, που να απασχόλησε το Κόμμα μας.

Επομένως, κατά πρώτο, πώς γίνεται να αξιολογείται ως άξια αναφοράς σε προσυνεδριακό κείμενο το ζήτημα των σοσιαλιστικών νησίδων, ως ισοβαρές και ισότιμο θέμα, με το πρώτο σκέλος της συγκεκριμένης φράσης της Θέσης 10, που αφορά τη συνθηματοποίηση της εργατικής εξουσίας;

Κατά δεύτερο, τι ακριβώς σημαίνει, πολιτικά και ιδεολογικά, το «άθελά μας»; Αθελά μας αναπτύσσεται μια άποψη στις γραμμές μας, που επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί τον καιρό του Εμφυλίου Πολέμου από τους Αναρχικούς στην Ισπανία, στις περιοχές που είχαν την εξουσία, και απέτυχε παταγωδώς, αποτελώντας παράδειγμα ιστορικής διάψευσης μιας αναρχικής θέσης, που ακόμα και οι σημερινοί οπαδοί της αναρχίας την έχουν εγκαταλείψει;

Εκτός, και εάν, το αναφέρω με επιφύλαξη και ως ερωτηματικό ενδεχόμενο, αυτό το σκέλος της αναφοράς εννοεί λαθεμένα και βιαστικά τις κρατικοποιήσεις, οπότε εγείρεται ένα άλλο και διαφορετικό θέμα σύγχυσης, που αφορά την εξίσωση των κρατικοποιήσεων με τις σοσιαλιστικές νησίδες.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτό που δεν προβλημάτιζε και εξακολουθεί να μην προβληματίζει καθόλου την ηγεσία του Κόμματος, την προηγούμενη και τη σημερινή, είναι το εάν οι επεξεργασίες του Κόμματος παίζουν ρόλο στην εμφάνιση τέτοιων φαινομένων. Θεωρούνται δεδομένες. Εχει, όμως, περάσει αρκετός και επαρκής χρόνος, ώστε να υπάρχει ένας τέτοιος προβληματισμός, γιατί καταγράφονται τα αποτελέσματα αυτών των επεξεργασιών, και στις Θέσεις με έναν ορισμένο τρόπο. Κάθε καθυστέρηση καθίσταται επικίνδυνη πλέον, γιατί έχουν εμφανιστεί φαινόμενα διάρρηξης των σχέσεων του Κόμματος με τις πλατιές λαϊκές μάζες και όχι μόνο.

Η κατ' εξακολούθηση συνθηματοποίηση μιας προγραμματικής θέσης, με άλλα λόγια η σεχταριστική αντιμετώπισή της, γιατί περί αυτού πρόκειται, και για μακρό χρονικό διάστημα, δεν αποτελεί ζήτημα κακής κατανόησης από την πλευρά των μελών του Κόμματος, πολύ περισσότερο όταν βρίσκει ερείσματα στους «από τα πάνω». Είναι πολιτικό (και στη συνέχεια καθοδηγητικό) πρόβλημα.

Και το αναφέρω αυτό, γιατί στο επόμενο κεφάλαιο των Θέσεων και στη Θέση 12 λέγεται κατηγορηματικά ότι: «Ως ένα μεγάλο βαθμό, η καθοδηγητική δουλειά από πάνω μέχρι κάτω δεν βελτιώθηκε και δεν αντιστοιχήθηκε με τις στρατηγικές μας επεξεργασίες, ιδιαίτερα στον κρίκο των τομεακών Οργάνων, όπως είχε εντοπίσει το 20ό Συνέδριο», εκτίμηση η οποία ασφαλώς σχετίζεται με μια ανάλογη της Θέσης 11 που αναφέρεται ότι: «Παρουσιάζεται μαζικά το φαινόμενο ο νέος κομμουνιστής και η νέα κομμουνίστρια να μη διαθέτουν αρκετά ισχυρό μαρξιστικό ιδεολογικό υπόβαθρο κι ένα ευρύ μορφωτικό πολιτιστικό επίπεδο που βοηθάνε ώστε η γραμμή συσπείρωσης για τα οξυμένα καθημερινά προβλήματα να μην επηρεάζεται από την αστική ιδεολογία...».

Ασφαλώς και υπάρχει πάντα η ανάγκη για την οργάνωση της συλλογικής και ατομικής μαρξιστικής - λενινιστικής κατάρτισης, πολύ περισσότερο στις μέρες μας που οι απαιτήσεις έχουν αυξηθεί κατακόρυφα. Η προσωπική ευθύνη δεν είναι αυτονόητη. Εδώ, όμως, δεν πρόκειται γι' αυτό το ζήτημα.

Η εκτεταμένη αναφορά στο ιδεολογικό, μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο των κομματικών μελών καταδεικνύει ότι τελικά οι Θέσεις «ιδεολογικοποιούν» την πολιτική μας γραμμή, μια και υπάρχει η αναφορά και για τη γραμμή συσπείρωσης πάνω στα προβλήματα της καθημερινότητας.

Με δυο λόγια, η ιδεολογικοποίηση της πολιτικής κατατείνει να αναζητά την όποια αναποτελεσματικότητα μιας πολιτικής στο ιδεολογικό πρόβλημα του κομματικού φορέα αυτής της πολιτικής, όταν είναι γνωστό και ιστορικά επαληθευμένο ότι δεν υπάρχει ευθεία αναλογία ανάμεσα στην πολιτική και την ιδεολογία σε ό,τι αφορά τα κομματικά μέλη της πρωτοπορίας όσο και τις λαϊκές μάζες.

Ολες οι μέχρι σήμερα επαναστάσεις παρουσιάζουν αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα. Τόσο οι αστικές όσο και οι προλεταριακές, με κορυφαίο παράδειγμα την Οκτωβριανή Επανάσταση, που η ιστορική καταγραφή γνωστοποιεί ότι το 90% των λαϊκών μαζών ήταν αναλφάβητο και ότι το πολύ μεγάλο μέρος των μελών του Μπολσεβίκικου Κόμματος οργανώθηκε μερικούς μήνες πριν από την εξέγερση.

Και η ελληνική εμπειρία είναι επίσης σχετική και γνωστή. Η ήττα της επανάστασης οφείλεται στο χαμηλό ιδεολογικό επίπεδο των κομματικών μελών και των λαϊκών μαζών; Η υπερβολή μπορεί να κάνει ξεκάθαρο ένα πρόβλημα αλλά το τράβηγμά της στα άκρα, όπως μας διδάσκει ο Λένιν, καταλήγει εκτός μαρξιστικής θεώρησης.

Αξίζει να αναφερθούμε σε ένα σύγχρονο και συγκεκριμένο παράδειγμα. Ποιο είναι το ιδεολογικό πρόβλημα στη στάση μας απέναντι σε δύο βασικές εταιρείες της μεταλλευτικής βιομηχανίας, την «Ελληνικός Χρυσός» και τη «ΛΑΡΚΟ», όταν για την πρώτη δεν προτείνουμε την κρατικοποίησή της, ενώ για τη δεύτερη προτείνουμε το πέρασμα όλων των μετοχών στο Ελληνικό Δημόσιο;

Το ερώτημα, φυσικά, παραμένει. Υπάρχει τόσο σοβαρό ιδεολογικό πρόβλημα στο Κόμμα μας όσο αφήνουν οι Θέσεις να διαφανεί; Η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα από την πλευρά μου είναι απολύτως σαφής: Υπάρχει τόσο πολιτικό όσο και ιδεολογικό πρόβλημα. Και εάν θυμηθούμε το πώς όριζε ο Λένιν την τακτική (ως πολιτική), που υπηρετεί τη στρατηγική, τότε θα εντοπίσουμε και το πραγματικό μας πρόβλημα και θα αποκαταστήσουμε τη σχέση ανάμεσα στη στρατηγική και την τακτική. Μ' αυτόν τον τρόπο θα επιλυθεί και το πρόβλημα της ποθούμενης εξειδίκευσης, η οποία δεν έρχεται από το γενικό της στρατηγικής, αλλά από το συγκεκριμένο της τακτικής. Διαφορετικά η τακτική δεν θα ήταν πολιτική.


Παναγιώτης Γεωργιάδης
Πανεπιστημιακός

Για την καθημερινή δράση

Εκφράζω τη συμφωνία μου με τις Θέσεις. Το Συνέδριο του Κόμματος γίνεται σε μια περίοδο που μεγαλώνει ο βαθμός εκμετάλλευσης αλλά και η καταστολή παγκόσμια. Η εργατική τάξη δυσκολεύεται να καλύψει βασικές ανάγκες διαβίωσης, αυτό διαμορφώνει πιο δύσκολες συνθήκες και απαιτεί μεγαλύτερη ετοιμότητα και προετοιμασία από το Κόμμα.

Η πίεση που ασκείται προς το Κόμμα για τη γραμμή του με τα μαρξιστικά και λενινιστικά χαρακτηριστικά, θα μεγαλώνει συνεχώς και χρειάζεται επίμονη και αντοχή, είτε αυτή γίνεται καλοπροαίρετα από εργαζόμενους, αλλά και από την κατάσταση στο ΔΚΚ όπως αναλύεται και στις Θέσεις.

Σωστά βάζουν οι Θέσεις τις αδυναμίες που υπάρχουν στην καθοδηγητική δουλειά, αλλά είναι πολύ σημαντικό να τις εντοπίσουμε στα καθοδηγητικά όργανα, ώστε να μπορέσουμε να τις λύσουμε και όπου συνεχίζονται οι δυσκολίες τουλάχιστον να τις βελτιώσουμε.

Η καθοδήγηση πρέπει να είναι ζωντανή, ο καθοδηγητής να είναι μαζί με τα κ.μ., να μπορεί να βοηθάει στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν καθημερινά τα κ.μ. σε όλα τα μέτωπα.

Ζήτημα είναι οι πολλές χρεώσεις στα στελέχη, η δυσκολία που υπάρχει να μπουν όλες οι δυνάμεις μας στη μάχη, το πώς αξιολογούμε συνεχώς τα νέα κ.μ. και την εξέλιξή τους, αφού φαίνεται δυσκολία να κάνουν βήματα να συμμετέχουν στα όργανα των ΚΟΒ.

Το πώς μετράμε τη δουλειά μας ποιοτικά και ποσοτικά, όταν παίρνουμε μια πρωτοβουλία πώς αυτή αγγίζει τους εργαζομένους και πώς συμμετέχουν σε αυτή οι εργαζόμενοι, πώς αξιοποιούμε τους φίλους και τους οπαδούς μας.

Λεμέ ιδεολογική δουλειά και στρατηγική του Κόμματος στις Θέσεις, αλλά σημασία έχει πώς τις βάζουμε στη δράση μας καθημερινά.

Να επιμείνουμε στον καλύτερο συντονισμό κλαδικών και εδαφικών, υπάρχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης.

Ενώ τα πράγματα αλλάζουν συνεχώς, πολλές φορές παρουσιάζεται σαν τάση, δικές μας δυνάμεις να λένε ότι ο κόσμος δεν μας ακούει, δεν αλλάζει και αυτό καλλιεργεί απογοήτευση και ηττοπάθεια. Ο κόσμος και μας ακούει και μας παρακολουθεί και είναι σκληρός κριτής απέναντί μας. Είναι σημαντικό σε κάθε χώρο να εντοπίζουμε τις αντικειμενικές δυσκολίες που έχει ο κάθε εργάτης που μιλάμε για να βελτιωθεί ο υποκειμενικός παράγοντας.

Δεν μπορεί να μας ικανοποιεί το πώς προχωράει ο στόχος που έχουμε θέσει για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και πρέπει να το εκτιμήσουμε. Παραμένει χαμηλά ο βαθμός οργάνωσης των εργαζομένων και ο συσχετισμός δυνάμεων παραμείνει αρνητικός. Ενώ υπάρχει μεγάλη αγανάκτηση στους εργαζόμενους από τα συνεχή αντιλαϊκά μέτρα, όπως μειώσεις μισθών, κατάργηση ΣΣΕ, απολύσεις, αύξηση ορίων ηλικίας κ.τ.λ., στις Αστικές Συγκοινωνίες δεν καταφέραμε να μεγαλώσει η συσπείρωση δίπλα μας.

Η ανασύνταξη δεν θα έρθει από μόνη της, πρέπει να ξεκινήσει από τη συνείδηση των εργαζομένων, την καθημερινή λειτουργία των σωματείων, πώς προετοιμάζουμε να πάμε να δώσουμε μια μάχη, την παρέμβασή μας σε σωματεία που είμαστε μειοψηφία, είναι πολύπλευρη δουλειά, και θα κριθεί η δουλειά μας από πόσες δυνάμεις συσπειρώνουμε γύρω από τη γραμμή μας.

Οι κομμουνιστές, οι φίλοι του Κόμματος και προοδευτικοί εργαζόμενοι δώσαμε μεγάλες μάχες στο εργατικό κίνημα, παρεμβήκαμε για όλα τα ζητήματα μεγάλα η μικρά και καθυστερήσαμε αντιλαϊκά μέτρα.

Σωστά χειριστήκαμε και ξεπεράσαμε τις δυσκολίες που έβαζε η ηγεσία της ΓΣΣΕ, καταφέραμε και οργανώσαμε απεργιακές κινητοποιήσεις με πρωτοβουλίες και αποφάσεις μέσα από Εργατικά Κέντρα, Ομοσπονδίες και σωματεία, ξεπεράσαμε όσες δυσκολίες έβαζαν ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΑΜΕ ΡΗΓΜΑΤΑ. Η πείρα από αυτήν την τριετία δείχνει ότι θα πρέπει να συνεχίσουμε, να επιμείνουμε, να συζητάμε, να καλούμε σε συσκέψεις, σε συλλαλητήρια και σωματεία που δεν είναι στη δύναμη του ΠΑΜΕ.

Ανοίξαμε μέτωπο με τον εργοδοτικό συνδικαλισμό σε Εργατικά Κέντρα, Ομοσπονδίες και στα συνέδρια της ΓΣΕΕ. Το συνέδριο στο Καβούρι θα μείνει στην ιστορία για τη συνεργασία του αστικού κράτους με τον εργοδοτικό συνδικαλισμό, με το χώρο του συνεδρίου να είναι γεμάτο αξιωματικούς της αστυνομίας και διαπιστευμένους ασφαλίτες.

Να επεξεργαζόμαστε πιο συχνά τα αιτήματά μας και το διεκδικητικό πλαίσιό μας στο κίνημα, να βάζουμε αιτήματα που ακουμπάνε τους εργάτες, παίρνοντας υπόψιν τις συνθήκες, και να εξετάσουμε καλύτερα το πώς φτάνουν οι ανακοινώσεις μας στους εργαζόμενους γιατί οι περισσότερες πλέον βγαίνουν ηλεκτρονικά.

Θα πρέπει να συνεχίσουμε την προσπάθεια αλλαγής συσχετισμών ειδικά στα Εργατικά Κέντρα. Είναι τεράστια η ποιοτική διαφορά σε Εργατικά Κέντρα που πλειοψηφούν οι κομματικές μας δυνάμεις και οι συνεργαζόμενοι μαζί μας. Με αυτά σαν μπούσουλα θεωρώ ότι η ανασύνταξη του εργατικού κινήματος θα μπορέσει να προχωρήσει πολύ καλύτερα.


Θανάσης Οικονόμου
Μέλος του Γραφείου της Τομεακής Επιτροπής Μεταφορών Αττικής του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ