Με απεργίες, κινητοποιήσεις, επίπονες συζητήσεις, και έντονο το αίσθημα της επιφυλακτικότητας και της αμφιβολίας, υποδέχτηκε ο εργατικός κόσμος της Γαλλίας την ψήφιση του δεύτερου εργατικού νομοσχεδίου, που εισάγει, πλέον, και επισήμως την 35ωρη εβδομαδιαία εργασία σε όλες τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, αρχής γενομένης από το 2000, τουλάχιστον όσον αφορά στις επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 20 εργαζόμενους. Ο διάλογος για το 35ωρο, που ήδη εδώ και χρόνια βρίσκεται στο προσκήνιο τόσο των εργασιακών διεκδικήσεων όσο και των συζητήσεων με την εργοδοσία, αντί να λαμβάνει αίσιο τέλος, όπως κανείς θα ανέμενε μετά και από τη νομοθετική θεσμοθέτησή του, μάλλον προκαλεί έναν νέο κύκλο ιδιαίτερα έντονων συζητήσεων και αντιπαραθέσεων. Στο επίκεντρο του νέου αυτού «γύρου» δε βρίσκεται τόσο το ίδιο το περιεχόμενο της ρύθμισης αλλά ο τρόπος με τον οποίο η γαλλική κυβέρνηση προχώρησε στην εφαρμογή του, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του ΟΟΣΑ με αποτέλεσμα, όπως αποδεικνύεται στην πράξη που είναι και μοναδικό κριτήριο της αλήθειας, το πολυσυζητημένο εργασιακό αίτημα να υλοποιείται ελαφρώς «μεταλλαγμένο», εξυπηρετώντας περισσότερο τα συμφέροντα της εργοδοσίας αντί των εργαζομένων, των οποίων η θέση θα γίνει ακόμη πιο επισφαλής.
«Δικαίωση του πάγιου αιτήματος του συνδικαλιστικού κινήματος» χαρακτηρίζει το γαλλικό υπουργείο Εργασίας την υιοθέτηση του νομικού πλαισίου για την εφαρμογή της 35ωρης εβδομαδιαίας εργασίας, στα επίσημα έγγραφά του. Υπογραμμίζει, μάλιστα, ότι μετά την ψήφιση και του δεύτερου νόμου για το 35ωρο, έχει διαμορφωθεί, για πρώτη φορά, ένα «ιδανικό πλαίσιο συζήτησης που θέτει τις βάσεις ενός πρωτοπόρου κοινωνικού διαλόγου με παρόντες ισότιμα όλους τους άμεσα ενδιαφερόμενους και αναβαθμίζει τη διαπραγματευτική υπόσταση των συνδικαλιστικών φορέων». Στην παρουσίαση του νομοσχεδίου, η υπουργός Εργασίας και Αλληλεγγύης Μαρτίν Ομπρί χρησιμοποίησε θριαμβευτικές εκφράσεις, αναφερόμενη, εμμέσως πλην σαφώς, στο νέο εργασιακό νόμο ως πανάκεια για μια σειρά από ζητήματα που προβληματίζουν τη γαλλική κοινωνία με πρώτο αυτό της ανεργίας, που, κατά την Ομπρί, θα μειωθεί σημαντικά μέσα από τις νέες θέσεις εργασίας που, όπως υποστήριξε, θα προκύψουν από την εφαρμογή του 35ωρου. Εντούτοις, ως συνήθως, η πραγματικότητα απέχει αρκετά από τη θεωρία, και η, έστω και πειραματική, απόπειρα εφαρμογής του νέου ωραρίου, ήδη από τις αρχές του 1998, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα.
Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση Ζοσπέν είχε διακηρύξει τη δημιουργία 700.000 νέων θέσεων εργασίας το 1999, μέσα από την πειραματική εφαρμογή του 35ωρου, όπως προβλέπεται από την ψήφιση του πρώτου σχετικού νομοσχεδίου, τον Μάη του 1998. Σύμφωνα με τα στοιχεία, που επισήμως δόθηκαν από το υπουργείο της κ. Ομπρί, την περασμένη χρονιά δημιουργήθηκαν 85.300 νέες θέσεις εργασίας, διασφαλίστηκαν άλλες 16.500 μέσα από την υπογραφή 11.600 διαφορετικών κλαδικών συμβάσεων οι οποίες, στο σύνολό τους, «κάλυψαν» εργασιακά, περίπου 2 εκατομμύρια Γάλλους εργαζόμενους. Με βάση αυτά ακριβώς τα στοιχεία προκύπτει ότι ο ρυθμός δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας δεν ξεπέρασε το 4%, ποσοστό που σαφώς δεν ανταποκρίνεται στις υποσχέσεις και στους, προβαλλόμενους ως εξασφαλισμένους, στόχους της γαλλικής κυβέρνησης. Επιπλέον, είναι σχεδόν αδύνατο να συμπεράνει κανείς αν οι νέες θέσεις εργασίας οφείλουν τη δημιουργία τους στην εφαρμογή του 35ωρου ή στον φυσιολογικό ρυθμό ανάπτυξης της γαλλικής οικονομίας ενώ στο σύνολο των νέων θέσεων προσμετρούνται και αυτές της μερικής απασχόλησης!