-- Δύσκολη μέρα... Μονολόγησε κι από πάνω του να ηχούν εκκωφαντικά τα Ρέκβιεμ φίλων και συγγενών που στροβιλίζονταν με κομμένη την αναπνοή στην πίστα της φτώχειας και της ανεργίας.
Αυτά ως που έπεσε πάνω σε μια πορεία συνταξιούχων στην πλατεία Συντάγματος και ακολουθώντας την βρέθηκε να συμπορεύεται με τον Αποστόλη. Ο Αποστόλης, ένας έφηβος ογδόντα τριών ετών, με μπαστούνι και κάτασπρα μαλλιά, μαγνήτισε την περιέργειά του καθώς ξέσπασε:
-- Γιούρια σύντροφοι, γιούριααα.
Ηταν τη στιγμή που η διαδήλωση είχε καθηλωθεί στη Βουλή μπροστά σε ένα τείχος από κλούβες και εξοπλισμένους αστυνομικούς
-- Θα περάσουμε, ίσα που ακούστηκε η φωνή του επικεφαλής της πορείας καθώς οι συνταξιούχοι επαναλάμβαναν με δυναμισμό «Τίποτε δε μας σταματά».
Αρχισαν διαπραγματεύσεις και οι συνταξιούχοι έδωσαν δέκα λεπτά χρόνο για να αποσυρθούν από τη Λεωφόρο Β. Σοφίας οι αστυνομικοί και οι κλούβες τους. Σ΄ αυτά τα δέκα λεπτά της αναμονής, εκεί μπροστά στα λουλουδάδικα της Βουλής, πρόλαβε να ακούσει την ιστορία του Αποστόλη.
«Οταν γύρισα από την εξορία με φιλοξένησε στο σπίτι του ένας ξάδερφός μου που είχε ελευθερωθεί λίγους μήνες πριν από μένα και είχε προλάβει να παντρευτεί και να γκαστρώσει τη γυναίκα του. Μια κάμαρη στα Καμίνια πίσω από τη σωληνουργία του Μυτηλιναίου γι' αυτόν, τη γυναίκα του, το μικρότερο αδερφό του και μένα. Είκοσι μέρες πέρασα κοντά τους κι ίσα που χτύπησα τρία μεροκάματα στις αποθήκες του Παπαστράτου, το τέταρτο κόλλησε στα κοινωνικά φρονήματα. Ηθελαν χαρτί που εγώ δεν μπορούσα να αποκτήσω. Κόλλησα και 'γω και κει με βρήκε ο "Γυμνασιάρχης", ο σύνδεσμος από τα παράνομα κομματικά στηρίγματα. Τα βρήκαμε, όλα εντάξει με την παράνομη τριάδα.
-- Με το μεροκάματο τι γίνεται; Ρώτησα και σε δυο μέρες ο "Γυμνασιάρχης" που είχε πάρει το παρατσούκλι από τη δουλειά του πριν την Αντίσταση και πούλαγε κουλούρια στην Ομόνοια, μου έφερε την απάντηση: Θα γινόμουν έμπορος στην Ομόνοια.
-- Τι λες βρε Γυμνασιάρχη, είσαι τρελός; Από πού κι ως πού εγώ έμπορος; Ετσι αντέδρασα. Κι όμως έγινα κι έμπορος.
Οι συνάδελφοι "έμποροι" της περιοχής της Ομόνοιας μου προμήθευσαν ένα μεταχειρισμένο "Ενφιλντ", έτσι έλεγαν το ξύλινο κασελάκι μαζί με το εμπόρευμα που θα έκθετα στους πελάτες. Πρωί - πρωί βρέθηκα στην οδό Πανεπιστημίου ζωσμένος με το "Ενφιλντ", να μαζεύω δεκάρες πουλώντας κλωστές, καρφίτσες, φιτίλια και τσακμακόπετρες. Μάτια δεκατέσσερα από τον φόβο των αστυνομικών και η φασολάδα με την κούπα το κρασί στην υπόγεια ταβέρνα των Εξαρχείων εξασφαλίστηκε. Εμενε πλέον σε εκκρεμότητα το πρόβλημα της διαμονής. Επρεπε οπωσδήποτε να μένω κοντά στον τόπο της εργασίας μου... Και πάλι οι σύντροφοί μου από την παράνομη ομάδα έδωσαν τη μαγική λύση. Στην οδό Β. Σοφίας δίπλα στο Ζάππειο χτιζόταν μια πολυκατοικία και ο φύλακας ήταν δικός μας. Γιαπί ήταν, ούτε παράθυρα δεν είχε αλλά εκεί θα μπορούσα να μένω μέχρι να τελειώσει και να παραδοθεί στους ιδιοκτήτες. Μια πολυκατοικία, ένα στρώμα, τρεις κουβέρτες και ο δροσερός αέρας από το άλσος του Ζαππείου κατάδικά μου. Α! Ξέχασα να σου πω, όταν πήγα να χαιρετήσω και να ευχαριστήσω για τη φιλοξενία τον ξάδερφό μου στα Καμίνια, μου δώρισε ένα παλτό μαύρο σε καλή κατάσταση κι ένα ρεμπούμπλικο. Δε ρώτησα την προέλευσή τους. Τα φόρεσα και μ΄ άρεσαν, ζεστάθηκα... Μιλάμε για μια εμφάνιση ερεβώδη και αστεία ταυτόχρονα, όμως ανέλπιστα σε ελάχιστο χρόνο είχα εξασφαλίσει στέγη, τροφή, αξιοπρεπή εμφάνιση και το πιο σπουδαίο, επαγγελματική αποκατάσταση. Αυτά δεν τα εκτίμησα και το λάθος, που παραμόνευε, δεν άργησε να φανεί.
Ως νέος κι άπειρος, χειρότερος κι από τον πρωτόπλαστο Αδάμ, παραβίασα την πιο ουσιαστική εντολή της παρανομίας που ήταν: Ο παράνομος ου διαδηλώνει.
Το κίνημα όμως φούντωνε, εργάτες, φοιτητές, οικοδόμοι, όλοι στους δρόμους κι εγώ με το κασελάκι στα χέρια να τους κοιτώ και το αίμα μου να τινάζεται για να σπάσει τις φλέβες. Ηταν η εποχή που δολοφόνησαν το φοιτητή Πέτρουλα, το Λαμπράκη κι ανέβαιναν την Πανεπιστημίου μυριάδες. Δεν πατούσαν την άσφαλτο, εμένα μου φάνταζαν πως ήταν πουλιά που πέταγαν κι εγώ πουλί αλλά πιασμένο σε ξόβεργο. Ηταν απόγευμα, χωρίς να το πολυσκεφτώ ξεφορτώθηκα το εμπόρευμα στο καφενείο των οικοδόμων στα Χαυτεία και όλος ταραχή, ασθμαίνοντας από το τρέξιμο, μπήκα στον πυρήνα των φοιτητών που μου φάνηκε ο πιο δυναμικός. Λίγο πιο πάνω από το Πανεπιστήμιο έγινε το ντου των αστυνομικών κι ο Αποστόλης η αφεντιά μου, βρέθηκε στην κλούβα κι από κει στο κρατητήριο του Παγκρατίου.
-- Ω ενοχές, ω λαχτάρες, πώς παρασύρθηκα και τώρα τι θα 'λεγα στο "Γυμνασιάρχη" και το "Λογιστή"; Τόση αποκοτιά, να ρίξω σε κίνδυνο την "ομάδα" χωρίς λόγο; Επιασα μια γωνιά στο κρατητήριο κι από τη μια η έγνοια και οι τύψεις κι από την άλλη τα τραγούδια των φοιτητών, δε μ΄ άφησαν να κλείσω μάτι.
Ετσι ξημέρωσα και φαίνεται πως ήρθε ο ανώτερος αξιωματικός που θα μας καλούσε έναν - έναν στο γραφείο του για ανάκριση. Ετοιμάστηκα, τακτοποίησα το παλτό, φόρεσα το ρεμπούμπλικο κι όταν ήρθε η σειρά μου με αργό βηματισμό κι αγέρωχο ύφος μπήκα στο γραφείο. Ο αξιωματικός με έκοψε από την κορφή ως τα νύχια και παραξενεμένος με το αφύσικο ντύσιμό μου, ρώτησε:
-- Ο κύριος;
-- Απόστολος Τάδε του απάντησα με αρχοντικό ύφος και ορθοφωνία εντυπωσιακή που τον τάραξε.
-- Τι επαγγέλεσθε κύριε Απόστολε, ρώτησε με ένα τόνο στη φωνή που έβγαζε αμφιβολία.
-- Εμπορος, απάντησα κοιτώντας τον επίμονα στα μάτια.
-- Πού έχετε κατάστημα; Με ρώτησε σα να τσουρουφλιζόταν διακριτικά.
-- Στην Πανεπιστημίου, είπα κοφτά.
Ο αστυνομικός που καθότανε απέναντι από τον αξιωματικό, για να κρατάει σημειώσεις, είχε μείνει με ορθάνοιχτα τα μάτια και το στυλό στο χέρι σαν αναποφάσιστη ακρίδα.
-- Τόπος κατοικίας κύριε Απόστολε ;
- Λεωφόρος Β. Σοφίας, απάντησα με συγκρατημένη υπεροψία και το τελευταίο του οχυρό κατέρρευσε. Ηταν ολοφάνερο πως έγινε μια λάθος σύλληψη. Σηκώθηκε από την καρέκλα του κουνώντας το κεφάλι απογοητευμένος, έλεγε κι έλεγε με τα χέρια ικετευτικά ενωμένα, μου ζήτησε μια πελώρια συγνώμη, συνοδευόμενη από αμήχανες υποκλίσεις. Εγώ ανασήκωσα εν είδει χαιρετισμού το ρεμπούμπλικο λέγοντας ευγενικά:
-- Με την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μου».
Οι κλούβες της αστυνομίας με τα μαρσαρίσματα και τις μανούβρες διέκοψαν την ιστορία του Αποστόλη. Η Λεωφόρος απελευθερώθηκε, οι πάνοπλοι αστυνομικοί υποχωρούσαν και τα γερόντια με τις μαγκούρες, τους πήραν στο κατόπι φωνάζοντας:
«Τίποτα δε μας σταματά...».