Κυριακή 16 Γενάρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
«Η Προσωπογραφία»

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ο λουστράκος κοίταξε το γέρο δίπλα του εξεταστικά. Ηταν αδύνατος, με ρούχα τριμμένα, αλλά καθαρά και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου που είχε αποδεχτεί τη φτώχεια του.

- Τι πουλάς μπάρμπα;

- Μια ζωγραφιά.

- Πόσο την πουλάς;

- Εκατόν πενήντα δραχμές.

- Πολλά είναι.

- Πόσα δίνεις;

- Τίποτε.

- Τότε τι ρωτάς;

- Ετσι...

- Δεν είναι πολλά. Ούτε την κορνίζα δεν αγοράζεις μ' αυτά τα λεφτά.

- Ποια είναι αυτή στη ζωγραφιά;

- Η γυναίκα μου.

- Και γιατί την πουλάς;

- Δεν έχω τίποτε άλλο να πουλήσω.

- Και θα σωθείς με εκατόν πενήντα δραχμές;

- Εχω τον τρόπο μου, αλλά δε μου φτάνουν για να βοηθήσω την κόρη μου.

Χτίσανε γρήγορα την αμεσότητα των φτωχών ανθρώπων, που δε διστάζουν να μοιραστούν τους καημούς τους.

- Τι έχει η κόρη σου;

- Αυτή τίποτε, δόξα τω θεώ. Ο άντρας της δεν είναι καλά, έχει τα νεύρα του. Πότε δουλεύει, πότε δε δουλεύει. Μας είπαν για ένα γιατρό, αλλά είναι πολλά τα λεφτά.

- Τι δουλιά κάνεις;

- Μαραγκός ήμουν. Γέρασα πια, μόνο κάτι παλιοί με θυμούνται πού και πού, έχω και μια μικρή συνταξούλα, τα βολεύω.

- Μαζί τους μένεις;

- Οχι...

- Και γιατί δε μένεις μαζί τους να τους δίνεις κι τη σύνταξη;

- Δε με θέλει ο γαμπρός.

- Την κορνίζα εσύ την έφτιαξες;

- Ναι.

- Και γιατί δε φτιάχνεις κορνίζες;

- Αυτοί που θέλουν κορνίζες δε θα 'ρθουν σε μένα κι εκεί που είμαι εγώ δε θέλουν κορνίζες.

Την άλλη μέρα, ο γέρος κάθισε πάλι δίπλα στον λουστράκο.

- Τι έγινε μπάρμπα; Τζίφος; Κούνησε ο γέρος θλιμμένα το κεφάλι.

- Σαν πόσος κόσμος λες ότι περνάει κάθε μέρα από το παζάρι;

- Ξέρω γω; Πολύς, πάρα πολύς.

- Χιλιάδες πόδια, δηλαδή. Ολο και κάποια θα σταματήσουν στο κασελάκι μου. Και δώστου πέφτουν τα ταλιράκια.

- Τυχερός είσαι, παιδί μου.

- Οχι τυχερός, μπάρμπα, ξύπνιος. Μη νομίζεις ότι κοιτάω μόνο τα παπούτσια. Α, όχι. Ετσι δε γίνεται προκοπή. Σηκώνω τα μάτια στον άνθρωπο. Να δω τον πελάτη, τι σόι είναι, βιάζεται, δε βιάζεται, με το χαμόγελο, με την καλή κουβέντα, για να ξανάρθει. Είναι κοινωνική η δουλιά μας, έχουμε να κάνουμε με κόσμο, όχι με ροκανίδια.

- Και τα ροκανίδια καλά είναι.

- Καλά είναι, αλλά δε μιλάνε.

- Και οι άνθρωποι που μιλάν τι λεν παρά πάνω;

- Μερικοί λεν, φτάνει να καταλάβουν ότι ακούς. Ακου μπάρμπα, σε συμπάθησα, γι' αυτό θα σου πω το μυστικό. Μου το 'πε ένας πλούσιος πελάτης. Το μυστικό της επιτυχίας, μικρέ, μου είπε, είναι να πολλαπλασιάζεις αυτά που έχεις. Το ένα, ας πούμε, το κόβεις και το κάνεις δυο μισά. Οταν ενώσεις αυτά τα δυο μισά, πρέπει να γίνουν παραπάνω από ένα.

- Δεν καταλαβαίνω...

- Αν καταλάβαινες, θα ήσουν πλούσιος. Κι εγώ έστυβα το μυαλό μου, ώσπου μια μέρα βρήκα πεταμένο ένα ζευγάρι παπούτσια. Μια χαρά ήταν. Τα μάζεψα, τα σενιάρισα, καινούρια γίνανε. Τα βάζω πίσω από το κασελάκι και περίμενα. Βλέπω, που λες, να περνάει μπροστά μου ένας κουτσός. Ο γέρος κοίταζε τώρα με περιέργεια τον τσίφτη λουστράκο.

- Πόσο κάνει, μπάρμπα, ένα ζευγάρι παπούτσια;

- Ενα κατοστάρι.

- Αρα, το ένα παπούτσι κάνει πενήντα δραχμές. Κι αν είσαι ανάπηρος, τις άλλες πενήντα τις πετάς. Να μην στα πολυλογώ, πέσαμε στο παζάρι, ακριβά μου λέει είναι, όχι του λέω ,κερδίζεις τριάντα δραχμές και τσέπωσα εβδομήντα δραχμούλες κουδουνιστές. Κι έτσι ξεκίνησα. Μόλις μαζέψω το κασελάκι, γυρίζω και πουλάω παπούτσια σ' ανάπηρους. Είναι πολλοί, μη νομίζεις, φρόντισε ο πόλεμος γι' αυτό. Η επιχείρηση δουλεύει ρολόι, σε λίγο αποχαιρετώ το κασελάκι κι ανοίγω δικό μου μαγαζί.

Ο γερο - μαραγκός είχε πέσει σε βαθιά περισυλλογή. Κοίταξε την καμαρούλα γύρω του. Είχε πουλήσει τα πάντα, είχε κρατήσει μόνο ένα από κάθε χρειαζούμενο. Μια καρέκλα, ένα κουτάλι, ένα πιρούνι, ένα μαχαίρι, ένα πιάτο, ένα τσουκάλι, ένα κρεβάτι, ένα στρώμα. Η ζωή του, σκέφτηκε με πίκρα, ήταν μια συνεχής πράξη αφαίρεσης. Αν όμως ήθελε να βοηθήσει το παιδί του, έπρεπε πλέον να μπει στη ζωή του και ο πολλαπλασιασμός. Πήρε αναστενάζοντας ένα κατσαβίδι, έβαλε την προσωπογραφία στο τραπέζι και σε μισή ώρα διπλασίασε το βιος του. Χαμογέλασε ο λουστράκος, όταν είδε το γέρο, με την κορνίζα περασμένη στον ώμο και τη ζωγραφιά τυλιγμένη κάτω από τη μασχάλη.

- Βλέπω, μπάρμπα, δεν έχασες καιρό.

- Και τι μ' αυτό; Απούλητα τα 'χω.

- Πόσο τα δίνεις;

- Ενενήντα την κορνίζα και εβδομήντα τη ζωγραφιά. Παρακάτω δε θέλω να πέσω.

Ο λουστράκος κούνησε το κεφάλι.

- Μπάρμπα, δεν έχεις ιδέα από τα χούγια της αγοράς. Οι φτωχοί δε θέλουν μεγάλες κορνίζες και ούτε κρεμάνε στους τοίχους τους τις γυναίκες των αλλωνών. Αλλά ούτε κι από τους πλούσιους μπορείς να περιμένεις τίποτε, γιατί δεν ψωνίζουν στο παζάρι.

- Και τι να κάνω;

Ο λουστράκος ανασήκωσε τους ώμους.

- Αυτά που ξέρω, αυτά σου λέω. Μερικά πράγματα είναι και τύχη. Αλλά ο γέρος ήταν αγωνιστής. Δεν το 'βαζε κάτω. Το γύρισε από δω, το 'φερε από κει και το αποφάσισε. Να τριπλασιάσει το βιος του. Ξέθαψε τους παλιούς καμβάδες και τις μπογιές από τα χρόνια της δημιουργίας, έβαλε μπροστά του την προσωπογραφία και στρώθηκε να φτιάξει κι άλλη, παραλλαγμένη στα χρώματα και την έκφραση. Εβδομήντα η κορνίζα και ένα πενηντάρι η κάθε ζωγραφιά. Αντε πάλι στο παζάρι και το αποτέλεσμα αποκαρδιωτικό. Είχε δίκιο ο λουστράκος. Οσο σκεφτόταν, τόσο στενοχωριόταν κι όσο στενοχωριόταν, τόσο απελπιζόταν κι όσο απελπιζόταν, τόσο κλεινόταν στην καμαρούλα του και δεν ήθελε να δει κανέναν. Αλλά ένα βράδυ πετάχτηκε από το κρεβάτι άγρια μεσάνυχτα, ένας δαίμονας τον ξεσήκωσε - τώρα, μονολογούσε, τώρα πριν αλλάξω γνώμη, πριν ξυπνήσει η λογική μου. Αναψε το λυχναράκι, άρπαξε τη ζωγραφιά, τη γύρισε από την πίσω όψη, χάραξε με το μολυβάκι ένα σταυρό από πάνω έως κάτω, πήρε το ψαλίδι και την έκοψε στα τέσσερα, παίρνει το πάνω αριστερό κομμάτι που ξεκίναγε από το φόντο και κατέληγε στη ρίζα της μύτης περιλαμβάνοντας τα μαλλιά, το μέτωπο και το μάτι, το έστρωσε στο τραπέζι, πήρε δίπλα τις μπογιές και τα πινέλα κι άρχισε να το επιζωγραφίζει. Ολη νύχτα δούλευε, τα μάτια του τσούζανε. Σαν ξημέρωσε κι είχε πια τελειώσει, βγήκε στο φως να δει το έργο του. Αλλόκοτο του φάνηκε, αλλά το αγάπησε. Το μουντό φόντο είχε πλέον αποκτήσει τα χρώματα της χρυσής ανατολής, τα μαλλιά δεν ήταν πια μαλλιά, αλλά κάτι σαν καρβουνιασμένοι στύλοι με μια κόκκινη κουκκίδα στην κορυφή, το φρύδι είχε φαρδύνει κι έμοιαζε με άδειο δρόμο, κυρίαρχο όμως ήταν το μάτι, ξάστερο και γαλανό και εκεί στην άκρη του είχε κρεμάσει ένα κοχύλι, σαν το δάκρυ του στη μνήμη της γυναίκας του, που τόσο αγαπούσε τη θάλασσα. Κοίταζε κι έτρεμε από την κούραση και την αϋπνία, κατάπιε ένα λυγμό, σε κανέναν δε θα άρεσε, μακάρι, να μην το αγοράσει κανείς, πείσμωσε, έφτιαξε λίγο τσάι του βουνού να στυλωθεί κι όταν ήρθε η ώρα πήρε το δρόμο για το παζάρι.

Το πειραχτήρι της παρέας είχε ακούσει για τον γέρο που γύριζε και προσπαθούσε να πουλήσει την τέχνη του και σαν τον είδε να περνάει με τα σέα του τον φώναξε κι αυτός μπήκε σκυφτός στο μικρό καφενεδάκι, όπου συνήθιζαν να μαζεύονται τα μέλη και οι φίλοι του Αριστερού Μετώπου. Ηταν κάθε είδους, εργάτες και διανοούμενοι, μορφωμένοι και αγράμματοι, βλοσυροί και πειραχτήρια, συζητούσαν, καυγάδιζαν, παίρνανε δύναμη και κουράγιο ο ένας από τον άλλον.

- Ευκαιρία να δούμε, κύριοι διανοούμενοι, είπε γελώντας το πειραχτήρι, τη διαλεκτική σχέση Μαρξισμού και Τέχνης!

- Ντροπή, παιδί μου, τον μάζεψε με τον αυστηρό του τόνο ένας ηλικιωμένος κύριος.

Ο γερο - μαραγκός κοίταξε γύρω του, σάστισε, τόσος κόσμος, δίστασε κιόλας, όλα αυτά που έγιναν μέσα σε μια νύχτα τον είχαν μπερδέψει.

- Λοιπόν; Τι έχετε να μας δείξετε; συνέχισε με ευγένεια ο ηλικιωμένος κύριος.

- Κύριε, ο γέρος σάλιωσε τα χείλια του, ξεδίπλωσε τρυφερά την καινούρια ζωγραφιά του, έχω να σας δείξω το Αριστερό Μέτωπο της Μελισάνθης.

Εγινε σιγή και μετά ένα σούσουρο, η ζωγραφιά του άλλαζε χέρια, 'πεσαν πάνω της, άρχισαν να βρίσκουν πράγματα, αυτό συμβολίζει αυτό, εκείνο το δείνα - πώς σου 'ρθε τέτοια ιδέα; - εμ, η ανάγκη και η φτώχεια, - έχεις άλλα; - μπορώ να φτιάξω το Δεξιό Μέτωπο, κάγχασε το καφενείο - αυτό δε μας ενδιαφέρει, κάτι άλλο δικό μας, ο γέρος τα είχε χάσει εντελώς, - ξέρω γω; εσείς τι θέλετε. Βγήκε καταχαρούμενος από το καφενείο με πενήντα δραχμές στην τσέπη και μια παραγγελία να φτιάξει το Δεξιό Αυτί. Πίσω στην καμαρούλα πάλευε με την έμπνευση και την ανάγκη. Οι μπογιές ήταν πολλές, αλλά ο καμβάς λιγοστός. Βρήκε τον τοίχο, εκεί έκανε τα πειράματα. Με τα πολλά, το αποφάσισε. Το αυτί στην κάτω αριστερή άκρη θα ήταν σαν μια μαύρη τρύπα που όλα τα ρουφάει, μετά μια στενή άσπρη λουρίδα, σαν αυτά που ακούμε και πορευόμαστε, και όλο το υπόλοιπο θα το έκανε κόκκινο, σαν αυτά που ακούμε και γεννάνε αίμα. Το κόκκινο άναψε τα αίματα στο καφενείο κι ο γερο - μαραγκός βγήκε καταχαρούμενος με άλλες πενήντα δραχμές στην τσέπη. Επεσε με τα μούτρα στη δουλιά, από τον τοίχο στον καμβά κι απ' τον καμβά στον τοίχο, μέρες, βδομάδες δούλευε. Δεν ήξερε πως τον έψαχνε όλο το Αριστερό Μέτωπο, γιατί εν τω μεταξύ στο καφενείο είχε καταφτάσει ένας μεγάλος ζωγράφος από τα ξένα, που έψαχνε τον τρόπο ν' απαλλαγεί από την τυραννία της μορφής κι όταν είδε το Αριστερό Μέτωπο και Το Δεξιό Αυτί της Μελισάνθης έκανε σαν να του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι. Εκπληκτος ο γέρος στη μέση της καμαρούλας του παρακολουθούσε τους δυο απρόσμενους επισκέπτες. Είχε τραβήξει τη μοναδική καρέκλα να καθίσει ο σπουδαίος ξένος, αλλά αυτός, σαν να 'ταν εικονοστάσι, γονάτισε μπροστά στο ζωγραφισμένο τοίχο.

- Τα προσχέδια είναι αυτά; μετέφρασε ο νεαρός που συνόδευε το ζωγράφο.

- Ξέρω γω, αν έτσι νομίζει...

- Πες μου δάσκαλε, είπε εν τέλει ο ζωγράφος, αφού τελείωσε τις μετάνοιες.

Απλωσε ο γέρος τους καμβάδες. Και το δεξιό μέτωπο και το αριστερό αυτί με το μισό στόμα και το άλλο μισό στόμα που είχε μείνει μόνο του, αφού είχε ξεχωρίσει το δεξιό αυτί και έλεγε πως τα έβαζε στο τραπέζι και μετά πήγαινε για ύπνο και ξυπνούσε μεσάνυχτα να ξεγελάσει τη λογική και ν' αφήσει το δαιμόνιο να κάνει ήσυχο τη δουλιά του και γιατί εκεί βάζει κόκκινο και πώς έβαλε το δίχτυ πάνω από τα τρίγωνα κι έλεγε και μελετούσε ο ζωγράφος τα σχέδια και τα χρώματα κι ο μεταφραστής σκούπιζε τον ιδρώτα του, ήταν και όρθιος γιατί ήταν μόνο μια καρέκλα κι ο ζωγράφος πηγαινοερχότανε ξαναμμένος, σαν να τον είχε τσιμπήσει αλογόμυγα, από τους καμβάδες στον τοίχο και πάλι πίσω στους καμβάδες και κάποια στιγμή σταμάτησε κι έσκυψε και φίλησε το χέρι του γέρου.

- Δάσκαλε, του λέει, έλα μαζί μου.

- Πού να πάω γέρος άνθρωπος;

- Ελα, θα δοξαστείς, θα πλουτίσεις.

- Εδώ είναι η ζωή μου, αν φύγω θα με χάσει το δαιμόνιο.

- Δάσκαλε, μου λες πως ο δημιουργός πρέπει να μένει ανώνυμος, αν θέλει να είναι ελεύθερος; Ομως, αν είναι ανώνυμος, δε θα γίνει ποτέ αθάνατος. Πες μου, δάσκαλε, πες μου τι αξίζει πιο πολύ;

- Δεν ξέρω, γιε μου, εμένα η αθανασία με προσπέρασε, αφού στα τριάντα τρία δε με σταύρωσαν κι ας ήμουν μαραγκός. Εγώ πια θέλω μόνο να σώσω το παιδί μου.

Μες στα βαθιά μεσάνυχτα απόκαμαν κι αφού απόσωσαν τις κουβέντες, οι δρόμοι τους χώρισαν. Ο ζωγράφος πήγε να βρει την αθανασία κι ο μαραγκός την κόρη του.


Της
Πέπης ΓΑΡΔΕΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ