Εχουμε και λέμε, λοιπόν. «Οσο δεμένος είναι ο Ρωμιός με το ούζο, το σουβλάκι και το μουσακά, άλλο τόσο είναι και με τη γελοιογραφία». Γιατί; Γιατί «μέσα στον 20ό αιώνα, οι γελοιογράφοι στην Ελλάδα δεν αναπτυχθήκανε. Ξεσπάσανε, ξεσαλώσανε (...) Ετσι είμαστε οι Ρωμιοί. Μας αρέσει να πειράζουμε, μας αρέσει να γελάμε. Οχι, πείτε δηλαδή, κακό είναι;», λέει ο Γήσης στο μικρό ενημερωτικό και λίαν χιουμοριστικό εισαγωγικό του κείμενο, για το πώς μάζεψε και ανθολόγησε τις γελοιογραφίες του λευκώματος (207 σελ.). Ο Φρ. Γερμανός πίστευε ότι η «ελληνική γελοιογραφία είναι κάτι σαν εθνική σχολή», που ξεκινά από τον Θέμο Αννινο, «τον ογκόλιθο του περασμένου αιώνα», σταματά στον «επόμενο ογκόλιθο, τον Φωκίωνα Δημητριάδη», που σφράγισε τουλάχιστον το μισό αιώνα μας, ενώ «το τελευταίο μισό σφράγισαν άλλοι δύο μεγάλοι, ο Μητρόπουλος και ο ΚΥΡ». Τι ακριβώς είναι η γελοιογραφία, το προσδιορίζει συμπυκνωτικά ο Κ. Γεωργουσόπουλος στον τίτλο του κειμένου του, παραφράζοντας την αριστοτελική ρήση για την τραγωδία («μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας») ως εξής: «μίμησις πράξεως φαύλης και γελοίας». Ο Κ. Γεωργουσόπουλος επισημαίνει ότι «η γελοιογραφία στην Ελλάδα σήμερα είναι ένα από τα πλέον ανθούντα φυτά της ελευθεροτυπίας» και ότι «οι Ελληνες γελοιογράφοι δοκιμάζονται και ευδοκιμούν σε ποικίλα ήθη σάτιρας».