Ανάσκαψα όλη τη γη να σε βρω./ Κοσκίνισα μες την καρδιά μου την έρημο ήξερα/πως δίχως τον άνθρωπο δεν είναι πλήρες/ του ήλιου το φως. Ενώ, τώρα, κοιτάζοντας/ μες από τόση διαύγεια τον κόσμο,/ μες από σένα - πλησιάζουν τα πράγματα,/γίνονται ευδιάκριτα, γίνονται διάφανα/ τώρα μπορώ/ ν' αρθρώσω την τάξη του σ' ένα μου ποίημα./ Παίρνοντας μια σελίδα θα βάλω/ σ' ευθείες το φως.(Ν. Βρεττάκου «Ο άνθρωπος, ο κόσμος και η ποίηση»)