Εκπρόσωποι της πλουτοκρατίας εκφράζουν αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα του μηχανισμού και πιέζουν για ταχύτερες ανατροπές
Associated Press |
Οι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί και οι καπιταλιστικές αγορές, μαζί και η ντόπια πλουτοκρατία, διψάνε για μέτρα που θα αυξήσουν την κερδοφορία τους |
Ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας (Bundesbank) Αξελ Βέμπερ υπογράμμισε ότι ο «κίνδυνος μετάδοσης» της κρίσης αυξήθηκε και πολλές ευρωπαϊκές χώρες «εξακολουθούν να έχουν πολύ υψηλά δημόσια ελλείμματα».
Ο Μπεν Μέι, αναλυτής της «Capital Economics», μιλώντας στο «Reuters» επισήμανε ότι «σίγουρα δεν πρόκειται για έκπληξη. Εδώ και λίγο καιρό νιώθαμε ότι ήταν αναπόφευκτο και ότι θα το ζητούσαν αργά ή γρήγορα. Με την πίεση που άσκησαν τις τελευταίες μέρες οι αγορές, ήταν πραγματικά αναπόφευκτο (...) Αυτό οπωσδήποτε δε σημαίνει ότι η κρίση έληξε, έχουμε ακόμα πολύ δρόμο».
Η Τζιάντα Τζιάνι, οικονομολόγος στη «Citigroup», μιλώντας επίσης στο «Reuters» σημείωσε ότι η ενεργοποίηση του μηχανισμού «μπορεί να βελτιώσει την κατάσταση στο πολύ άμεσο μέλλον αλλά νομίζω ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με το είδος των όρων που θα επιβάλει το ΔΝΤ και πότε θα είναι διαθέσιμα τα κεφάλαια από τις ευρωπαϊκές χώρες. Νομίζω ότι πολλά ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά».
Ο Γκέρχαρντ Σβαρτς, επικεφαλής του Τμήματος Παγκόσμιας Στρατηγικής Μετοχών της «Unicredit» σημείωσε ότι ο μηχανισμός «θα ευνοήσει ενδεχομένως το κλίμα στην αγορά σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, καθώς μπορεί να μετριάσει τις ανησυχίες που έχουν ανακύψει σχετικά με την πιθανή αναδιάρθρωση του χρέους της Ελλάδας - ένα ενδεχόμενο που συζητείται τελευταία στις αγορές. Στο τέλος της ημέρας, όμως, θα αποδειχθεί ότι δεν μπορεί να δώσει λύσεις στα προβλήματα της ελληνικής κυβέρνησης».
Ο Πίτερ Τσάτγουέλ από την «Credit Agricole» εκτιμά ότι «στην πραγματικότητα δεν γίνεται ουσιαστική πρόοδος ως προς την επίλυση του προβλήματος - πρέπει να ξέρουμε το ποσό που θα δανειστεί η Ελλάδα και πότε θα το δανειστεί, επομένως η αβεβαιότητα θα συνεχίσει να αποτελεί πρόβλημα, ενώ δεν αναμένονται σημαντικές αντιδράσεις έως την επίσημη ανακοίνωση».
Ο Σον Μάλονεϊ, αναλυτής στρατηγικής επιτοκίων της «Nomura» δήλωσε ότι «δεν είμαι βέβαιος ότι βγαίνουμε από τη δύσκολη θέση καθώς θα υπάρξουν έντονες διαφωνίες όσον αφορά στο ύψος του πακέτου και στους όρους που θα το συνοδεύουν».
Ο επικεφαλής του Τμήματος Ερευνας Παγκόσμιων Αγορών της «BNP Paribas-Fortis» σημειώνει: «Ακόμη και αν δοθεί κάποια βραχυπρόθεσμη λύση, η αβεβαιότητα παραμένει. Χρειάζεται έγκριση από τα εθνικά κοινοβούλια, ενώ δε γνωρίζουμε ακόμη την αντίδραση της Γερμανίας. Τα πράγματα θα λήξουν εδώ ή θα υπάρξει συνέχεια στην Πορτογαλία και την Ισπανία; Πιστεύω ότι αυτό θα μετρήσει στις αγορές, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για παγιωμένη συμφωνία».
Ενώ η Τζέιν Φόλεϊ, διευθύντρια ανάλυσης της «Forex.com» δηλώνει ότι «δεν θεωρώ θετική αυτήν την έκβαση, τόσο για την Ελλάδα όσο και για την ευρωζώνη. Αποτελούσε, ωστόσο, μονόδρομο καθώς η Ελλάδα δεν μπορούσε πλέον να χρηματοδοτήσει το χρέος της με τα υφιστάμενα επιτόκια. Οσον αφορά στο μέλλον, το γεγονός ότι η Ελλάδα συνειδητοποίησε ότι χρειάζεται βοήθεια δεν βάζει τελεία σε αυτήν την ιστορία. Ο μόνος τρόπος να σταθεί η χώρα στα πόδια της θα είναι να αρχίσει να ζει με τα δικά της μέσα».