Κυριακή 3 Δεκέμβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 26
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Η ΟΓΕ ΠΑΕΙ ΘΕΑΤΡΟ
Ερχονται... οι σύγχρονες «Μικροαστές»;

Είδαμε μια παράσταση την περασμένη Κυριακή με καταστάσεις σημερινές, συμπεριφορές, στάσεις ζωής, νοοτροπίες, σύγχρονες... Κι όμως ήταν ένα έργο που γράφτηκε πριν από έναν αιώνα, από τον Μαξίμ Γκόρκι «Οι Μικροαστοί», που παίζονται στο «Θέατρο Βεάκη», ένα έργο πάντα επίκαιρο.

Είδαμε την παράσταση μαζί με εκατοντάδες άλλες γυναίκες της Ομοσπονδίας Γυναικών Ελλάδας. Πάνω από εξακόσιες γυναίκες ήρθαν σε δύο παραστάσεις και στην πρώτη ήταν 440 αυτές που αψήφησαν τον κατακλυσμό για να απολαύσουν το έργο... Μαζί τους και ολόκληρο το προεδρείο της ΟΓΕ... «Χειροκρότησαν πολύ και σε επίκαιρα σημεία», μας λέει η Γεωργία Τσαμούρη, από την πολιτιστική επιτροπή του προεδρείου, «όπως λ.χ. όταν ο Νιλ, από τους ήρωες του έργου λέει: "Τα δικαιώματα δεν πρέπει να περιμένεις να σου τα δώσουν, πρέπει να τα παίρνεις μόνος σου" ή όταν στο τέλος ο Τέτερεφ προφητεύει για τον νεαρό Πιοτρ: "Θα ξαναπέσει, μόνο για μια στιγμή ανυψώθηκε, θα επανέλθει και θα γίνει όμοιος με τον πατέρα του". Αντιδράσεις ποικίλες και ενθουσιώδεις, που εξέπληξαν τους ηθοποιούς και προκάλεσαν το θαυμασμό τους για το επίπεδο των γυναικών, που, όπως είπαν οι ίδιοι, ήταν συνειδητοποιημένες και μπόρεσαν να καταλάβουν σε βάθος το έργο. (Το ίδιο είχε συμβεί στην παράσταση του "Φον Δημητράκη" πέρυσι και στις «Νεφέλες» το καλοκαίρι. Εχει γίνει πια θεσμός να καλεί η ΟΓΕ τα μέλη και τις φίλες της σε θεατρικές παραστάσεις)».


Για τη «βαθιά αποπνευματικοποίηση» που επικρατεί στις μέρες μας μίλησε η Γεωργία Τσαμούρη, εκ μέρους του προεδρείου της ΟΓΕ, πριν από την πρώτη παράσταση, επισημαίνοντας ότι ο άνθρωπος έχει μπει στο στόχαστρο της Νέας Τάξης Πραγμάτων, ενώ «τα ΜΜΕ χαράζουν πολιτική, ιδεολογία και αισθητική, οι δημιουργοί σιωπούν ή αγνοούνται και η γλώσσα μας παραμορφώνεται». Ανάμεσα στους βασικούς λόγους για τους οποίους η Πολιτιστική Επιτροπή της ΟΓΕ επέλεξε το συγκεκριμένο έργο ήταν, όπως υπογράμμισε, «να ακούσουμε μέσα στη γλωσσική βαρβαρότητα που επικρατεί, τον ποιοτικό, ανθρώπινο, ορθό λόγο του Μαξίμ Γκόρκι - ένα λόγο που σημάδεψε γενιές»...

Γιατί ο Γκόρκι μπήγει βαθιά το μαχαίρι... με την επιλογή της, η ΟΓΕ ακολουθεί για μια ακόμα φορά το μονόδρομο του αγώνα της πολιτισμικής αναβάθμισης για μια ζωή που «να ταιριάζει στα μέτρα όλων των τίμιων ανθρώπων» όπως έλεγε και ο συγγραφέας...

Η κριτική του έργου αφορά άλλους αρμοδιότερους από μας. Εμείς θα περιοριστούμε να επισημάνουμε μερικά χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών του έργου, ιδιαίτερα των γυναικών - χαρακτηριστικά που επιβιώνουν σήμερα το 2000!

Ενα σπίτι που σε «πήζει»

Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα στο σπίτι - ουσιαστικά στη σάλα - μιας μικροαστικής οικογένειας: Είναι ο νοικοκύρης Μπεσεμένοφ (Κώστας Καζάκος) πατέρας - αφέντης, η Ακουλίνα (Αννα Παϊτατζή), υποτακτική σύζυγος και μητέρα, τα δυο παιδιά τους - η Τατιάνα (Μαρίνα Ψάλτη) και ο Πιοτρ (Οδυσσέας Σταμούλης) η νεαρή βοηθός Πόλια (Μάμιλη Μπαλακλή) κόρη του Περτσίχιν (Βασίλης Τσάγκλος), τακτικού επισκέπτη της οικογένειας, όπως είναι και ο Τέτερεφ (Βασίλης Κολοβός), η Στεπανίντα (Μαρία Σαββίδου) υπηρέτρια και οι νοικάρηδες: Η νεαρή χήρα Ελενα (Βέρα Κρούσκα), η Τσβετάιεβα (Αντωνία Γιαννούλη) δασκάλα, ο Σίσκιν (Νίκος Γιανακάς) φοιτητής. Πρωταγωνιστής είναι επίσης ο Νιλ (Φάνης Μουρατίδης) θετός γιος της οικογένειας...


Η μητέρα της οικογένειας, η Ακουλίνα, είναι μια από τις εκπροσώπους και στυλοβάτες του μικροαστισμού: Πανομοιότυπη με χιλιάδες άλλες, υπάκουη, αυτοεπιβεβαιώνεται μέσω του συζύγου της, τον οποίο σιγοντάρει μόνιμα και «πηγαίνει με τα νερά του», όταν δεν υποκρίνεται «για το καλό» των παιδιών και την ομόνοια της οικογένειας. Συμβιβαστική, «καλόψυχη», που στάζει δηλητήριο απέναντι στην ομόφυλη της Ελενα, που την κατηγορεί ότι δεν έχει αρκετά εισοδήματα - γι' αυτό φοβάται μην «τυλίξει» το γιο της (το «τύλιγμα» δεν έχει σχέση με την οικονομική ανεξαρτησία της κοπέλας ή την αξιοπρέπεια της, αλλά με το ...πόσο μεγάλη προίκα διαθέτει). Παραπονείται διαρκώς που δεν της δίνουν σημασία - «κακομοίρα» που ψάχνει πάντα να βρει το κακό στις πράξεις των άλλων, υποβάλλει στα παιδιά της μια συμβιβαστική στάση στη ζωή - να θυμηθούμε το «Βασίλη, κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης» και μέσω του συναισθήματος προσπαθεί να επιβάλει την άποψή της. Κουτσομπόλα, αμαθής, άσχετη με το τι γίνεται γύρω της, έχει σαν μοναδική της έγνοια το συμφέρον και την καλοπέραση (μόνο η τηλεόραση με τα σίριαλ που παρακολουθεί η σύγχρονη μικροαστή της λείπει...).

Το ίδιο αντιδραστικός - σε άλλη έκδοση - ο πατέρας.

«Κύμβαλο αλαλάζον»

Νομίζει ότι μπορεί να αγοράσει τα πάντα με τα χρήματά του - ακόμα και την ευτυχία της κόρης του - περιφρονεί την εργασία της, λέγοντάς της ότι εκείνος θα μπορούσε να της προσφέρει περισσότερα χρήματα, ενώ μαζί με τη μητέρα της την οικτίρουν σαν αναξιοπαθούσα, επειδή ακόμα δεν έχει παντρευτεί, εκπληρώνοντας τον προορισμό της σαν γυναίκα και οικοδέσποινα!


Η Τατιάνα, μορφωμένη, εργαζόμενη σαν δασκάλα, θα μπορούσε να κάνει πολλά για τους συνανθρώπους της: Βλέπει τι γίνεται γύρω της, ψυχανεμίζεται τις αλλαγές, αλλά γυρίζει συνεχώς γύρω από τον εαυτό της. Παθητική, αναποφάσιστη, απογοητευμένη από τη ζωή, που τη βρίσκει θλιβερή και αφόρητη, νιώθει διαρκώς δυστυχισμένη και δεν κουνάει το δαχτυλάκι της για να αλλάξει οτιδήποτε. Συμβιβαστική, απαισιόδοξη, χωρίς έξαρση, ρουτινιάρα στη δουλιά της, περιμένει πάντα από κάποιον άλλο να της αλλάξει τη ζωή. Μάταια η φίλη της - δασκάλα και η ίδια - την προτρέπει να αγαπήσει τη δουλιά της και να βοηθήσει τους ανθρώπους, να αφοσιωθεί σε κάτι ολόψυχα, να πιστέψει σε κάτι, κάποιο ιδανικό, να συμμετέχει κοινωνικά... Μάταια ο Νιλ - με τον οποίο είναι κρυφά ερωτευμένη, αλλά δε συμμερίζεται τις απόψεις του - την παρακινεί να αντιδράσει στη στασιμότητα, ν' αλλάξει ζωή, να φύγει απ' αυτό το περιβάλλον, να διαφυλάξει τον αυτοσεβασμό της, να σπουδάσει, να ενδιαφερθεί για κάτι... Εκείνη θα βρίσκεται σε διαρκές αδιέξοδο και καθώς δε διαθέτει φιλοδοξίες επαγγελματικής - κοινωνικής καταξίωσης, όπως ο αδελφός της, μοναδική της φιλοδοξία θα είναι να «ζήσει» σαν γυναίκα. Κι όταν και σ' αυτό διαψεύδεται, βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού... Ο Πιοτρ, ο αδελφός της, είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος: «Διανοούμενος» και αυτός, πιστεύει ότι είναι ανώτερος (χωρίς η πράξη να το αποδεικνύει) και θέλει να ξεχωρίσει. Εχει αποβληθεί από το Πανεπιστήμιο επειδή συμμετείχε σε κάποια φοιτητική κίνηση και αναθεματίζει την ώρα και τη στιγμή που «ανακατεύτηκε»...

Οσο για την Ελενα, την ανοιχτόκαρδη, επιπόλαιη και απροβλημάτιστη, αλλά ανεξάρτητη γυναίκα, την ειλικρινή και μαχητική όταν πρόκειται για τα αισθήματά της, η νίκη της θα είναι πρόσκαιρη. Θα αποτραβήξει τον Πιοτρ για λίγο από το οικογενειακό περιβάλλον. Αλλά όταν ο έρωτάς του ξεφτίσει, θα την εγκαταλείψει, όπως διαφαίνεται, για το συμφέρον. Είναι υπερβολικά εγωπαθής, διπλωμάτης και συμβιβασμένος με το κοινωνικό του περιβάλλον για να κάνει διαφορετικά...

Πώς να βοηθήσεις;

Τα μέλη της οικογένειας ζουν μέσα σε μια στάσιμη, αποπνικτική ατμόσφαιρα, που διαρκώς ανακυκλώνεται. Είναι δυστυχισμένοι - αλλά γιατί άραγε, ούτε ο Τετέρεφ, ούτε η Ελενα τους λυπούνται, ακόμα κι όταν η Τατιάνα κάνει απόπειρα αυτοκτονίας; Μήπως γιατί η ίδια «τα θέλει και τα παθαίνει»; Την ερμηνεία δίνει ο Βασίλης Κολοβός (Τετέρεφ στο έργο του Γκόρκι):

«Το ζήτημα, λέει, μπαίνει γενικότερα, με την ακόλουθη λογική: Δεν πρέπει να τον λυπάσαι τον άνθρωπο, απλά να τον βοηθάς. Δηλαδή είναι αυτό που συμβαίνει καμιά φορά - κρυώνει ένας άνθρωπος και του δίνουμε ένα σακάκι γιατί σκεπτόμαστε "Ο κακομοίρης, κρυώνει". Την επόμενη ημέρα ο ίδιος άνθρωπος βρίσκεται στη δουλιά του και πρέπει να διεκδικήσει τα δικαιώματά του - και δεν τα διεκδικεί. Εκείνη την ώρα τον βοηθάς πιο αποφασιστικά αν του πεις "Διεκδίκησε το δικαίωμά σου και πάρ' το, είναι πιο σωστό από το να μου επιτρέπεις εμένα, επειδή είμαι καλός άνθρωπος, να σου κάνω ελεημοσύνη"». Ειδικότερα σ' ό,τι αφορά την Τατιάνα, είναι μια φράση στο έργο που δείχνει ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που ό,τι και να τους κάνεις θα είναι δυστυχισμένοι, γιατί έτσι αισθάνονται. Ενας τέτοιος άνθρωπος ξυπνάει το πρωί και αρχίζει: «Οχ, οχ, οχ» ό,τι και να του πεις, το ίδιο θα είναι...

- Ο Τετέρεφ, που ερμηνεύετε και καταριέται τη μικροαστική οικογένεια, είναι κάπως συναισθηματικά αποστασιοποιημένος;

- Οχι, απαντά ο Βασίλης Κολοβός, είναι μάλλον ο ίδιος ηττημένος, έχει παραιτηθεί από τις δυνατότητες να αλλάξει τα πράγματα - βλέπει το σωστό, δεν το αντέχει, δεν είχε την τόλμη ίσως να έρθει σε ρήξη με όλα αυτά που βλέπει και γι' αυτό προτιμά να τα πίνει, γιατί κι αυτό είναι μια διέξοδος...

Ο Νιλ αντικειμενικά θα μπορούσε να είναι ο πιο δυστυχισμένος από τα μέλη της οικογένειας, αλλά δεν είναι, γιατί έχει ένα όραμα, ένα στόχο ζωής, πιστεύει σε κάτι, ό,τι πιστεύει το κάνει, αγαπάει και ενδιαφέρεται ν' αλλάξει τη ζωή των συνανθρώπων του, αντιστέκεται ενεργητικά σε κάθε απόπειρα εξανδραποδισμού του. Στον αντίποδα της Τατιάνας και η αγαπημένη του, η Πόλια: Φτωχή κοπέλα, δουλευταρού, ρομαντική, απλοϊκή κι όμως στην πορεία η στάση της θα είναι πιο υγιής από αυτή της Τατιάνας: Ξέρει τι θέλει, έχει κουράγιο, αυθορμητισμό, μπορεί να κάνει ρήξεις γι' αυτό που αγαπάει και να ακολουθήσει ένα νέο τρόπο ζωής και σκέψης, διαθέτει αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό, που αποδεικνύεται όταν εξεγείρεται απέναντι στον αρχηγό της οικογένειας που φέρθηκε προσβλητικά στον πατέρα της... Διαχωρίζει τον εαυτό της από τους «έξυπνους» συμβιβασμένους παλιανθρώπους και περνάει από την πλευρά των «κορόιδων» όπως λέγεται χαρακτηριστικά στο έργο...

Το έργο είναι επίκαιρο και θα είναι δυστυχώς ίσως πιο επίκαιρο στο μέλλον. Γιατί; Γιατί η μικροαστική νοοτροπία, το εποικοδόμημα αλλάζει πολύ πιο αργά από τις κοινωνικές σχέσεις και τις κοινωνικές συνθήκες, ακόμα και για ανθρώπους που θέλουν να πιστεύουν τους εαυτούς τους «προοδευτικούς».

Δεύτερο, με το πισωγύρισμα σε παγκόσμιο επίπεδο και την επικράτηση της νέας τάξης πραγμάτων, με την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων και την τάση να επανέλθουν οι γυναίκες στο σπίτι, έχουμε πισωγύρισμα και στην παραδοσιακή μικροαστική νοοτροπία, με πιο σύγχρονο μανδύα: Εξάρτηση των νέων και ιδίως των κοριτσιών για περισσότερα χρόνια από τους γονείς, θέριεμα του ατομισμού και της προσωπικής λύσης, οικονομική «αποκατάσταση» με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμα και μέσω χρηματιστηρίου, συνεχείς συζητήσεις για ακίνητα, μετοχές, και «πώς θα πιάσουμε την καλή», πώς θα αυτοεπιβεβαιωθούμε κοινωνικά. Αδιάφοροι, απολίτικοι, φιλόδοξοι, διψασμένοι για εξουσία, ακολουθώντας το συρμό,καθοδηγούμενοι από τα ΜΜΕ - να ποιοι είναι - και θα είναι - οι εκσυγχρονισμένοι μικροαστοί. Κι όσοι στα νιάτα τους ενθουσιάστηκαν από επαναστατικές ιδέες, θα «ωριμάζουν» με την πάροδο του χρόνου και θα προσαρμόζονται στο σύστημα, όπως γινόταν και στο παρελθόν, αρπάζοντας τις «ευκαιρίες» που τους δίνει η καπιταλιστική κοινωνία...


Αλίκη ΞΕΝΟΥ - ΒΕΝΑΡΔΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ