Παρασκευή 3 Μάρτη 1995
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 28
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Αδικοχαμένοι Μάηδες

Δεκατεσσάρων χρονών και δεν έφταιξες σε τίποτα. 14 χρονών και δεν άντεξες. Ποιος σου όπλισε το χέρι και σου είπε χτύπα; Τη φρικτή ιδέα ποιος σου έβαλε στο νου;

Η σαγήνη του πιστολιού του αστυνομικού πατέρα σου με την παγωμένη κάννη, πρόκληση κρυφής γοητείας σακατεμένου μυαλού; Η λύση λυτρωτική τρομαχτικών αδιεξόδων; 14 χρονών και πρόλαβε να γίνει άβυσσος η ψυχή σου; Και θα 'ρθουν Μάηδες πολλοί και συ δε θα υπάρχεις. Θέλησες να φύγεις, να χαθείς μια ώρα αρχύτερα απ' τη ζωή. Να ξημερώνει, να βραδιάζει. Να βρέχει, να χιονίζει, να φυσομανά και πάντρεμα και ζευγάρωμα κι ανάσταση να γίνεται και συ να μην υπάρχεις. Εκεί που θέλησες να πας τίποτα δεν μπορεί να σε συντροφέψει. Ούτε η απόγνωση, ούτε η διαμαρτυρία, ούτε η αμφισβήτησή σου. Θα μείνουνε εδώ ένοχες και κυριαρχημένες να κατατρώνε σπλάχνα άλλων παιδιών.

Δεκαέξι χρονών και σου 'δειξαν το δρόμο του αναμορφωτηρίου. Κλεισμένη πίσω από καφασωτά να φυλλομετράς τις χαμένες ηλιαχτίδες. Επεσε η γροθιά σου σ' αναμμένα κάρβουνα και δεν μπόρεσες να συγκρατήσεις την οργή σου. Εσύ με το μικρό σου ανάστημα κατέγραψες την απουσία του κράτους και κέρδισες την πλερωμή σου, Αναμορφωτήριο.

Δε ζήτησες το τέλειο, το καλύτερο ζήτησες, το πιο ανθρώπινο, το πιο εφικτό που λένε κι οι σπουδαίοι κι είχες αιτίες χίλιες δυο να κάνεις την επανάστασή σου. Με τη μαρτυρία σου ανέτρεψες την ισορροπία τού καλώς σε κακώς έχειν και αντέταξες την έλλειψη της κοινωνικής και οικογενειακής σου θωράκισης σε διαμαρτυρία. Τίμημα; Το Αναμορφωτήριο.

Μοναχοκόρη σε τρία αγόρια την είχε η Δέσποινα Χριστοδουλίδη απ' τη Βεργίνα. Χρυσούλα την εφώναζε (διηγείται η σ. Ελένη). Αρχές '47, ΕΠΟΝίτισσα, ήρθε να καταταγεί στο ΔΣ. Είσαι μικρή κι αδύνατη και δε θ' αντέξεις, της είπανε. Δεν άκουσε κανένα. Οσο μικρή τόσο η καρδιά μεγάλη. Ηρθε η μάνα να την πάρει πίσω. Εκλαψε μπροστά της. Παρακάλεσε, τίποτα. Οχι, είπε η Χρυσούλα και στάθηκε. Φεύγοντας η μάνα έβγαλε απ' τον κόρφο της ένα μενταγιόν και το κρέμασε στο λαιμό της Χρυσούλας. Να μας θυμάσαι!

Πήρε μέρος σε μάχες πολλές και ενέδρες. Επίθεση και αντεπίθεση και άμυνα στο Μάλι Μάδι.

Μια μέρα πριν τη μάχη λέει στον ομαδάρχη της, Μιχάλη Νίκα, απ' το Λιτόχωρο: "Αν σκοτωθώ πάρε το μενταγιόν να το γυρίσεις στη μάνα μου". "Τι είναι αυτά που λες", την καθησύχασε ο ομαδάρχης.

Μετά τη μάχη βρήκανε το μενταγιόν να λαμποκοπάει στον ήλιο κι ένα κόκκινο τριαντάφυλλο ν' ανθίζει στον κρόταφο της Χρυσούλας. Ηταν μόνο 15 χρονών.

Ανεβήκαμε στο Σακαρέτσι κι έπρεπε να φτάσουμε στο νερόμυλο ν' αλέσουμε καλαμπόκι να κάνουμε και να φάμε κατσαμάκι (διηγείται ο σ. Ηλίας 87 χρόνων). Επεσα να ξαποστάσω από μεγάλη κούραση. Ξύπνα, μού λέει ένας σύντροφος, ένα κορίτσι ήρθε από το χωριό σου (Περιβόλι Δωρίδας). Τηράω και τι να δω; Την Παρασκευούλα του Καλιαντέρη. Δεκατριών χρονών. Αδύνατη, ξυπόλυτη, ξεπαγιασμένη. Συντροφιά με άλλες δυο ΕΠΟΝίτισσες απ' το Δομοκό. Πέρασαν Γκιώνα - Αμφισσα, ανέβηκαν Λοκρίδα, Παρνασσό και φτάσαν να μας βρουν στο Σακαρέτσι.

Ο πατέρας της αντάρτης, αντάρτισσα και η μητριά, μα δεν ήθελαν το κορίτσι μαζί. Το άφησαν στο Λιδωρίκι στο Κ. Τσεκούρα που ήταν ΜΑΥΣ. Το κορίτσι δεν έμεινε λεφτό, βρήκε τις άλλες δυο κι έφυγαν για το βουνό.

"Πάρε τα κορίτσια να πας να τα ντύσεις", παράγγειλε ο καπετάνιος. Φύγαμε για το Βουλγαρέλι.

Πέρασαν τ' αεροπλάνα και ρίξαν προκηρύξεις να δει ο κόσμος τους μετανιωμένους, αυτούς που ξαναγύρισαν στην αγκαλιά της "μάνας - πατρίδας". Επεσε μια τέτοια προκήρυξη στα χέρια της Βούλας κι είδε τον πατέρα της προδότη και λιποτάχτη. "Δεν είναι δυνατόν", μουρμούρισε. Επαθε ένα κλονισμό, ένα τρομαχτικό σοκ κι έμεινε ακίνητη. Δεν άντεξε την προσβολή του πατέρα. Στάθηκε αδύνατο να τη συνεφέρουμε. Την πήγαμε στον Π. Κόκκαλη, το γιατρό. Ηταν αργά. Δεν έγινε τίποτα. Σε πέντε μέρες έσβησε η Βούλα μέσα στα χέρια μου κι ήταν μόνο 13 χρονών!

Βασίλης ΛΙΟΓΚΑΡΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ