Ηταν δεν ήταν 25 χρόνων. Νέος, γεροδεμένος, δυνατός, με καθαρό πρόσωπο και επιβλητικά χαρακτηριστικά. Στεκόταν σαν χαμένος στο προαύλιο του λιγνιτικού τμήματος, κρατώντας δυο νάιλον τσάντες με τα λερωμένα, μαυρισμένα ρούχα του. Ηταν 3 μετά το μεσημέρι, και λίγα λεπτά νωρίτερα είχε τελειώσει η βάρδια του. Πλησίασε σχεδόν ντροπαλά, έσκυψε στο παράθυρο του αυτοκινήτου και ψιθύρισε: "Εχασα τα πούλμαν. Και είναι η πρώτη φορά που δεν πήρα το αυτοκίνητό μου. Την πάτησα...". Δεν έβρισκε, όμως, ακόμα το κουράγιο να ζητήσει αυτό που ήθελε. "Θέλετε να σας πάμε κάπου;", ρωτήσαμε. "Αν είναι στο δρόμο σας...", μουρμούρισε δειλά. Ηταν και ήρθε μαζί μας.
Η διαδρομή από το εργοστάσιο μέχρι τη Μεγαλόπολη δεν ήταν περισσότερο από δέκα λεπτά. Καθισμένος στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου δε γύρισε καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού να μας κοιτάξει. Ούτε καν όταν η συζήτηση είχε ανάψει για τα καλά. Το βλέμμα του είχε κολλήσει έξω απ' το τζάμι, σαν να ταξίδευε και ο νους... "Εδώ δουλεύεις;", προσπάθησε να σπάσει τον "πάγο" ο Μανόλης. "Ναι εδώ, στα ορυχεία", απάντησε αργά. Πέρασαν κάμποσα λεπτά σιωπής - το βλέμμα του ακόμα καρφωμένο στο τζάμι του αυτοκινήτου - και συνέχισε σχεδόν συλλαβιστά: "Δύσκολη δουλιά. Το χειμώνα μες τα νερά και το κρύο, το καλοκαίρι μες στη ζέστη να μην μπορείς να ανασάνεις. Αυτή η σκόνη... Αλλά μόνο η σκόνη; Αφήστε τα...". Μονολογούσε σαν να 'θελε να αποφύγει το διάλογο, σιωπούσε σαν να 'θελε να πνιγούν οι σκέψεις του. Το βλέμμα του ακόμα "ταξίδευε"...
"
Αλήθεια πώς περνάτε τα βράδια στη Μεγαλόπολη; Εχει τίποτα;", ρώτησε πάλι ο Μανόλης, που το προηγούμενο βράδυ - δεν ήταν ακόμα 11 - γύρισε όλη την πόλη και δε βρήκε μαγαζί ανοιχτό για τσιγάρα. "Τι να 'χουμε; Τίποτα δεν έχουμε. Η Μεγαλόπολη είναι εργατούπολη, τι να σου κάνουν οι νέοι. Ο κόσμος εδώ δε βγαίνει, κοιμάται νωρίς. Μόνο αν πάμε στην Καλαμάτα. Εκεί έχει καλύτερη ζωή", απάντησε. "Αλλά και στην Καλαμάτα πώς να πάμε; Δύσκολη η δουλιά στα ορυχεία, δεν περισσεύει όρεξη", ξανάπε λίγο αργότερα.
Πάλι σιωπή. Κοντεύαμε να φτάσουμε. "Εδώ κατεβαίνω. Αθήνα δεν πάτε;", ρώτησε, κοιτάζοντάς μας αυτή τη φορά στα μάτια. Κουνήσαμε αδύναμα τα κεφάλια μας, μας ευχαρίστησε και απομακρύνθηκε αργά. Αλλη μια μέρα στη φάμπρικα πέρασε. Σε λίγο θα άρχιζε η καινούρια. Να ήταν τουλάχιστον διαφορετική... ΜΠ. ΤΣ.