Κυριακή 4 Μάη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 38
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Τη "νύφη" την πληρώνουν οι μικροί πελάτες

Με μέσο επιτόκιο χορηγήσεων 17%, άλλοι δανείζονται χρήματα με 12% και άλλοι με... 24%

Οι μικροί δανειολήπτες βρίσκονται στη δυσχερέστερη θέση από τις υπόλοιπες κατηγορίες πελατών, για τις οποίες υπάρχουν ξεχωριστές αναφορές σε άλλα κείμενα. Είναι αυτοί που πληρώνουν "τη νύφη" της απελευθέρωσης του τραπεζικού συστήματος. Αυτοί, που περνούν την πόρτα μιας τράπεζας και δεν ξέρουν αν ο υπάλληλος πίσω από το γκισέ θα εγκρίνει τα δικαιολογητικά τους για να πάρουν δάνειο ένα εκατομμύριο δραχμές. Αυτοί, που θα τους λούσει κρύος ιδρώτας όταν σκεφτούν ότι αυτό το μήνα θα στερηθούν βασικά αγαθά για να ξεπληρώσουν το "καταναλωτικό" που πήραν, επειδή "έπεσαν τα επιτόκια" - όπως διαφημίζουν (στην κυριολεξία) κάθε τόσο οι γνωστές απογευματινές εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας. Αιτία είναι τα γνωστά σε όλους, λίγο - πολύ, επιτόκια δανεισμού της τάξης του 19% - 26%.

Κι όμως, το μέσο επιτόκιο χορηγήσεων, δηλαδή ο μέσος όρος του συνόλου των ποσών των δανείων που χορηγούν οι τράπεζες, βρίσκεται αρκετά χαμηλότερα και συγκεκριμένα γύρω στο 17%. Τουλάχιστον αυτό εξάγεται με βάση τους παράγοντες που οι τράπεζες λαμβάνουν υπόψη για τη διαμόρφωση του επιτοκίου χορηγήσεων. Δηλαδή, το εκάστοτε ύψος του επιτοκίου των καταθέσεων προθεσμίας, το (υποχρεωτικό) ποσοστό επί του συνόλου των καταθέσεων των εμπορικών τραπεζών που δεσμεύονται στην Τράπεζα της Ελλάδας και το λειτουργικό κόστος των τραπεζών - που στις κρατικές είναι αρκετά μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των ιδιωτικών. Εύλογα, λοιπόν, γεννάται το ερώτημα, πώς είναι δυνατό τα επιτόκια "καταναλωτικής πίστης" να βρίσκονται γύρω στο 22%;Κατ' αρχήν, το χρήμα κοστίζει σήμερα στις τράπεζες περίπου 12%. Σ' αυτό οι τραπεζίτες προσθέτουν ένα 6% που αντιπροσωπεύει τη "ζημιά" που υπόκεινται από τους μη ενήμερους πελάτες. Αναγκαία διευκρίνιση για τη χρήση εισαγωγικών στη λέξη "ζημιά", είναι ότι αυτή δεν υφίσταται κυριολεκτικά, αφού στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων η τράπεζα εισπράττει "βρέξει - χιονίσει" τα χρήματα των πελατών που είναι κάτοχοι πιστωτικής κάρτας ή λήπτες καταναλωτικού δανείου. Η "ζημιά" έγκειται στα επιπλέον έξοδα που συνεπάγεται για την τράπεζα η εκπρόθεσμη είσπραξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών (τηλεφωνικά, κλητήρων, δικαστικά κτλ).

Επιπλέον, τα προγράμματα καταναλωτικής πίστης συνήθως απαιτούν σημαντικά ποσά για διαφήμιση, που σύμφωνα με αρμόδια τραπεζικά στελέχη επιβαρύνουν το επιτόκιο δανεισμού με ένα ποσοστό της τάξης του 5%. Υπάρχει, φυσικά, και το κόστος λειτουργίας του όλου τμήματος της τράπεζας (ανθρώπινο δυναμικό, πάγιες εγκαταστάσεις, εξοπλισμός κτλ), που αντιπροσωπεύει τουλάχιστο 3% του επιτοκίου. Αφού υπολογιστούν όλα αυτά, ο πελάτης θα κληθεί να πληρώσει στο τέλος 26%, από το οποίο στην τράπεζα "μένει" σαν καθαρό όφελος το 2%. Ποσοστό που ωστόσο, αφήνει τεράστια κέρδη στις τράπεζες, αν αναλογιστεί κανείς τα δισεκατομμύρια που χορηγούνται σε προϊόντα καταναλωτικής πίστης.Επιτόκια τέτοιου ύψους είναι συνηθισμένα στις πιστωτικές κάρτες, που αποτελούν και την πιο ακριβή μορφή τραπεζικού δανεισμού. Τα καταναλωτικά δάνεια στοιχίζουν πάντοτε λιγότερο, αφού δεν έχουν σημαντικές επισφάλειες, ενώ και τα έξοδα διαφήμισης είναι συνήθως μικρότερα. Οι υπόλοιποι προσδιοριστικοί παράγοντες του κόστους παραμένουν αμετάβλητοι (κόστος χρήματος, λειτουργικά έξοδα και κέρδος).


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ