Υπηρέτης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και της ευρωπαϊκής ενοποίησης δήλωσε ο Κ. Καραμανλής, σε μια προσπάθεια να πλειοδοτήσει στο διαγκωνισμό που γίνεται με την κυβέρνηση για το ποιος θα καταξιωθεί ως αυθεντικός εκφραστής του ευρωπαϊκού προσανατολισμού ενόψει της νέας δομής της ΕΕ.
Μιλώντας χτες σε ημερίδα του κόμματός του με θέμα «Η νέα Διακυβερνητική και το μέλλον της Ευρώπης», αποσαφήνισε τη στάση του κόμματός του λέγοντας ότι «έχουμε κάθε λόγο να υπηρετούμε την ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και, ιδίως, την προώθηση της πολιτικής ενοποίησης». Προχωρώντας ένα ακόμα βήμα τόνισε ότι «υποχρεούμαστε να κινηθούμε με πραγματικά ευρωκεντρική αντίληψη, με συγκροτημένο όραμα και συστηματική προσπάθεια. Το ευρωπαϊκό όραμα μπορεί να είναι το όραμα του σύγχρονου ελληνισμού». Η στάση της ΝΔ, πρόσθεσε, καθορίζεται απ' το ότι «πρωτίστως εμείς, ως πρωτοπόροι και αυθεντικοί εκφραστές του ευρωπαϊκού προσανατολισμού, έχουμε - περισσότερο απ' οποιονδήποτε άλλον - την υποχρέωση να κινηθούμε με πανεθνική αντίληψη. Με βασική αρχή τη συνεννόηση και την προσπάθεια σύνθεσης απόψεων».
Η γενική τοποθέτηση της ηγεσίας της ΝΔ απέναντι στην υπό διαμόρφωση νέα δομή της ΕΕ είναι ότι «τασσόμαστε υπέρ της ομοσπονδιακής δομής με μια βήμα προς βήμα θεώρηση και μετεξέλιξη». Προκειμένου να διευκολύνει την ενσωμάτωση των λαϊκών μαζών στο «εθνικό όραμα», πρόσθεσε ότι πρέπει να υπάρχει «σαφής προσδιορισμός των αρμοδιοτήτων της Ενωσης και των αρμοδιοτήτων των κρατών-μελών». Ειδικότερα για τα ζητήματα που θέτει η Διακυβερνητική, ο πρόεδρος της ΝΔ είπε πως σε ό,τι αφορά τη σύνθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η κάθε χώρα πρέπει να έχει επίτροπο, ενώ ανάλογη είναι η θέση σε ό,τι αφορά την επαναστάθμιση των ψήφων στο Συμβούλιο, ώστε να μην αλλοιώνεται η μέχρι σήμερα θεσμική βάση και να μην ανατρέπονται οι ισορροπίες που αντικατοπτρίζονται στο ισχύον σήμερα σύστημα. Τάχθηκε υπέρ της επέκτασης της αρχής της ειδικής πλειοψηφίας αλλά ταυτόχρονα να γίνει αποδεκτή η επέκταση της διαδικασίας συναπόφασης. Η διατήρηση της ομοφωνίας, πάντως, πρόσθεσε, επιβάλλεται σε σειρά θεμάτων, τα οποία πρέπει να προσδιοριστούν με βάση τις ευαισθησίες που παρουσιάζουν τα κράτη-μέλη, χωρίς να διευκρινίσει ποια. Επίσης τάχθηκε υπέρ της αρχής της ενισχυμένης συνεργασίας, που οδηγεί σε μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων, περιοριζόμενος να ζητήσει να λαμβάνονται υπόψη οι ευαισθησίες των κρατών που αποφασίζουν να μη συμμετέχουν. Για το θέμα της διεύρυνσης της ΕΕ είπε ότι «τασσόμαστε, κατ' αρχήν, θετικά».
Με τη σειρά του ο Κ. Καραμανλής δήλωσε ότι «δεν ανησυχώ διόλου για την εθνική μας ταυτότητα στην ΕΕ, γιατί ένα έθνος που πορεύεται τρεις χιλιάδες χρόνια, έχει σμιλεύσει και χαλυβδώσει την ταυτότητά του για να κινδυνεύει από οποιεσδήποτε επιρροές. Και αυτό πρέπει να το αισθανόμαστε πολύ βαθιά μέσα μας. Δεν εξηγείται πολιτικά. Αυτό το αισθανόμαστε ή όχι»! Ταυτόχρονα όμως υποστήριξε ότι «υπάρχει ζήτημα, πράγματι, αποτελεσματικής πολιτικής, φιλελεύθερης πολιτικής για την οικονομική ανάπτυξη, ενώ επέρριψε ευθύνες στην κυβέρνηση για τον «υφέρποντα ευρωσκεπτικισμό στην ελληνική κοινωνία».
Από την πλευρά του ο Γ. Βαρβιτσιώτης επισήμανε ότι «κυρίαρχη πρόκληση για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες θα είναι η επιλογή ανάμεσα στη διατήρηση της εθνικής κυριαρχίας και στην υπερεθνική ολοκλήρωση, μέσω της δημιουργίας ενός ομοσπονδιακού κράτους με δικό του Σύνταγμα, δική του κυβέρνηση και Ενοπλες Δυνάμεις, ως φυσική συνέπεια της υιοθέτησης κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος». Ειδικά για την εξωτερική πολιτική τόνισε ότι θα υπάρξει επαναπροσδιορισμός των σχέσεων Ελλάδας-ΗΠΑ, οι οποίες «μοιραία θα δοκιμαστούν υπό την προοπτική μιας αυτόνομης και ισχυρής παρουσίας της Ευρώπης». Η Ντ. Μπακογιάννη υποστήριξε ότι η ομοσπονδιοποίηση πρέπει να στηριχτεί στην ιδέα του Ζακ Ντελόρ για μια «ομοσπονδία εθνικών κρατών, με διακριτούς ρόλους μεταξύ των ομοσπονδιακών θεσμών και των κυβερνήσεων των κρατών-εθνών» και πρόσθεσε ότι η Ελλάδα πρέπει να επιδιώξει τη συμμετοχή της στο «σκληρό πυρήνα», στηριζόμενη στην ένταξή της στην ΟΝΕ, στη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και στο ρόλο της στα Βαλκάνια. Ο καθηγητής Γ. Βαληνάκης δήλωσε κυνικά «ναι στις δύο ταχύτητες, εφόσον μπορούμε να είμαστε στην πρώτη», ενώ δεν παρέλειψε να ομολογήσει ότι «ασφαλώς η πρώτη ταχύτητα έχει και μεγάλες απαιτήσεις».